Ποτέ άλλοτε δεν έχουν γραφτεί για ένα πρόεδρο των ΗΠΑ τόσα πολλά σε τόσο μικρό διάστημα. Και ποτέ άλλοτε δεν έγινε τόσο επίμονη προσπάθεια να τονιστεί ότι πρόκειται περί επικίνδυνου παρανοϊκού και ότι οι πολιτικές του δεν έχουν συνάφεια με την ασκούμενη ορθή πολιτική.
Δεν θα προσπαθήσω να αντικρούσω αυτές τις απόψεις, θα προσπαθήσω, όμως, να δω μήπως μέσα σε όλη αυτή την παράνοια και την ανορθοδοξία τους, υπογραμμίζουν μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη κρίση που σχετίζεται με την ωρίμαση μιας μεγάλης πίεσης για την αναδιάταξη του αμερικάνικου ιμπέριουμ και μάλιστα πολύ επιτακτικής.
Αυτό δεν συνεπάγεται, εάν η ανάγκη αυτή είναι πραγματική, που όλα προς τα εκεί δείχνουν, ότι οι επιλογές του νέου προέδρου είναι οι κατάλληλες για τη ζητούμενη αναδιάταξη. Ενδεχομένως, να οδηγήσουν στο αντίθετο από το ζητούμενο αποτέλεσμα, αφού υπάρχουν σοβαρότατες ενδείξεις ότι αφενός είναι σπασμωδικές και αφετέρου δεν ενώνουν την αμερικάνικη κοινωνία, αλλά τη διχάζουν πολύ βαθιά, τόσο στο επίπεδο του λαού όσο και στο επίπεδο των ισχυρών κέντρων εξουσίας, υπονομεύοντας οποιαδήποτε συνεννόηση και συναίνεση για μια νέα πολιτική.
Πολλοί θεωρούν ότι το πρόβλημα της Αμερικής είναι τεχνικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα άλλης διαχείρισης που απλά θα επιφέρει μεγάλες αναπροσαρμογές. Ο ίδιος ο Τραμπ έχει επισημάνει και έχει δεσμευτεί για πολλές αναπροσαρμογές, όπως η επαναφορά σε αμερικάνικο έδαφος της βιομηχανικής παραγωγής που έχει μεταφερθεί σε άλλες χώρες, η κατάργηση των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί για την προστασία του περιβάλλοντος, η ματαίωση του προγράμματος διεύρυνσης της παροχής υπηρεσιών υγείας στους οικονομικά ασθενέστερους, η ένταση της αντιεγκληματικής καταστολής, ο περιορισμός των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων, η σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής, ακόμα και η νομιμοποίηση των βασανιστηρίων!
Είναι, όμως, όλες αυτές οι αναπροσαρμογές, και όσες άλλες επιλεγούν και εφαρμοστούν, αρκετές για να κάνουν την Αμερική Great Again; Ή μήπως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αμερική, χάρη στα οποία αναδείχτηκε σε πρόεδρο των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι παράγωγα άλλων πολύ βαθύτερων και πολύ πιο δυσεπίλυτων ζητημάτων, που καμία αναπροσαρμογή δεν μπορεί να επιλύσει παρά μόνο, στην καλύτερη περίπτωση, να μπαλώσει.
Κατά τα φαινόμενα, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα δύο τεράστια στρατηγικής σημασίας περίπλοκα προβλήματα. Ένα που αφορά τη θέση τους στον κόσμο και ένα που αφορά τη δομή του ίδιου του κοινωνικού συστήματος.
Για σοσιαλισμό στην Αμερική;
Το δεύτερο εκδηλώθηκε με αναπάντεχο τρόπο όταν ένας βετεράνος γερουσιαστής, περασμένης ηλικίας για ένα τέτοιο ρόλο, αποφασίζει να διεκδικήσει στο στρατόπεδο του Δημοκρατικού Κόμματος το χρίσμα για την προεδρία των ΗΠΑ απέναντι στο μεγάλο φαβορί, τη Χίλαρι Κλίντον. Και φτάνει πολύ κοντά μιλώντας για σοσιαλισμό στην Αμερική! Όχι με μισόλογα, αλλά με ανοιχτή ατζέντα, στη βάση της οποίας δημιουργείται ένα πρωτοφανές παναμερικανικό κίνημα που αποτελείται κυρίως από νέους ανθρώπους, με τους πιο μορφωμένους να ηγούνται, που ξεπερνάει σε ενθουσιασμό κάθε προηγούμενο, προκαλώντας ανατριχίλες σε όλο το κατεστημένο, του δημοκρατικού και του ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Δυστυχώς, ο Μπέρνι Σάντερς, στο Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος, μη συγκεντρώνοντας τους απαραίτητους για την εκλογή του εκλέκτορες, διακήρυξε την υποστήριξή του στην Κλίντον κάνοντας τους πιο ζεστούς οπαδούς του να ξεσπάσουν σε κλάματα απογοήτευσης. Η κατάληξη, όμως, δεν αλλάζει την αξία του συμβάντος: πολλά, μα πάρα πολλά εκατομμύρια πολιτών γοητεύτηκαν και ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό και πίστη στο προκλητικό και ανατρεπτικό μήνυμα του Σάντερς. Το κεντρικό του μήνυμα δεν περιλάμβανε μόνο την εμφαντική καταγγελία της εντεινόμενης ανισότητας στις ΗΠΑ, μαζί, εννοείται με πάρα πολλά άλλα σημαντικά καυτά ζητήματα, όπως είναι η ρατσιστική βία, η κακοποίηση του περιβάλλοντος κ.λπ., αλλά περιλάμβανε και την ρητή επίκληση του σοσιαλισμού σαν εναλλακτικού μοντέλου στο ισχύον σύστημα. Βέβαια, το περιεχόμενο του κατά Σάντερς σοσιαλισμού απέχει πολύ απ’ αυτό που αντιλαμβάνεται ένας αριστερός σαν σοσιαλισμό, αλλά για την Αμερική η δόση δεν ήταν μικρή.
Ακόμα και σ’ αυτό το βαθμό, η επαναφορά και μόνο του σοσιαλισμού σαν πολιτική έννοια στο προσκήνιο της πολιτικής στην Αμερική, από μόνη της αποτελεί μια μικρή επανάσταση στο επίπεδο των κυρίαρχων –και επιτρεπτών- ιδεών. Σε μία συζήτηση που είχα με τον σημαντικό Αμερικανό διανοητή και ακτιβιστή Μάικλ Άλμπερτ πριν από μερικά χρόνια, στην ερώτησή μου, γιατί αφού το μοντέλο που ο ίδιος επεξεργάζεται και προωθεί, της συμμετοχικής δημοκρατίας (participatory democracy), το οποίο εν πολλοίς ταυτίζεται με το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, δεν αναφέρεται ονομαστικά ως νέος ή σύγχρονος ή εναλλακτικός ή συμμετοχικός σοσιαλισμός, μου απάντησε ότι είναι τόσο απαξιωμένη και δυσφημισμένη, έχει τόσο μεγάλο αρνητικό φορτίο η έννοια «σοσιαλισμός» που ακόμα και η απλή αναφορά της παραπέμπει σε κάτι φοβικό, περιθωριακό, ξεπερασμένο και αρνητικό. Επειδή είχα την ίδια αίσθηση από την εφ’ όρου ζωής μου ενασχόληση με τις αμερικάνικες υποθέσεις, δεν επέμεινα παραπάνω γιατί μου ήταν κατανοητή η εξήγηση. Τώρα, όμως, είναι φανερό, ότι μέσα σε λίγα χρόνια, η κρίση στην αμερικάνικη κοινωνία έγινε τόσο έντονη και τόσο τραυματική που προκαλεί σεισμικές αλλαγές όχι μόνο στο επίπεδο ζωής των Αμερικανών, αλλά ακόμα και στις έννοιες των όρων και των λέξεων, ακυρώνοντας κάποιες καθιερωμένες που μέχρι πρότινος ήταν μεστές νοημάτων και επαναφέροντας άλλες, εντελώς νέες ή παλιές που είχαν αχρηστευθεί, με νέο περιεχόμενο. Γι’ αυτό, κάτι που ακόμα και για έναν ευφυή και διεισδυτικό αναλυτή σαν τον Άλμπερτ ήταν αδιανόητο και αντιπαραγωγικό μέχρι πριν από λίγο καιρό, αναδύεται σήμερα σε σημαία ενός πελώριου κινήματος από τον πιο απρόβλεπτο φορέα, μέσα από την καρδιά της αμερικάνικης μέινστριμ πολιτικής ζωής.
Η συζήτηση για το σοσιαλισμό, που είχε μια εξειδικευμένη ή στενά ακαδημαϊκή προσέγγιση σε κάποια αμερικανικά πανεπιστήμια, μεταφέρθηκε στα Μέσα μαζικής επικοινωνίας, μπήκε σχεδόν σε κάθε σπίτι, έστω σαν άκουσμα, και αντί να προκαλέσει υστερικές αντιδράσεις όπως γινόταν σε όλη τη διάρκεια του μακρόχρονου Ψυχρού Πολέμου, άγγιξε και κινητοποίησε έναν εκπληκτικά μεγάλο αριθμό πολιτών. Αν και δεν είναι φρόνιμο να αποπειραθεί κανείς να κάνει εκτιμήσεις για το μέλλον, το ίδιο το γεγονός αυτό, όπως εκδηλώθηκε αυτοτελώς, έχει πολύ μεγάλη σημασία για τις καθολικές ζυμώσεις που συντελούνται μέσα σε ολόκληρο το σώμα και το πνεύμα της αμερικάνικης κοινωνίας. Το σίγουρο είναι ότι έχουν ανοίξει δρόμοι που επί δεκαετίες ήταν ερμητικά κλειστοί κι αυτοί που επιθυμούν να τους διαβούν μετριούνται σε πολλά εκατομμύρια, και μάλιστα από τα πιο ενεργά και εξελιγμένα τμήματα της κοινωνίας, ειδικά τους νέους με μόρφωση.
Αυτή τη νέα πραγματικότητα, η Κλίντον ήταν αδύνατο να τη διαχειριστεί ή να την ενσωματώσει κατά κάποιο τρόπο στο σύνολο των αντιλήψεων και των συμφερόντων που εκφράζει. Ο δε Τραμπ είναι επίσης ολοκληρωτικά αντίθετος, αλλά και η δική του κοσμοαντίληψη δεν εμπεριέχει τίποτα καινούργιο. Αντιθέτως, δίνει τρομερή έμφαση στην αναζωπύρωση των πιο παλιών και ξεπερασμένων μοντέλων. Απεχθάνεται να αγγίξει τη φύση των προβλημάτων που είναι πολύ σύγχρονα, αφού έχουν να κάνουν με την εξέλιξη του αμερικανικού καπιταλισμού. Αντιλαμβάνεται την ύπαρξη ενός μεγάλου προβλήματος, αλλά δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να προτείνει για την επίλυσή του. Γι’ αυτό καταφεύγει σε ληγμένες συνταγές. Εκσφενδονίζει μεγαλοστομίες υποστηρίζοντας σαν λύση την επιστροφή της Αμερικής σε μια προγενέστερη φάση, σε ένα κατώτερο επίπεδο του καπιταλισμού. Μία προσπάθεια που μόνο μεγαλύτερη κρίση θα προξενήσει.
Κι εδώ φτάνουμε στο πρώτο στρατηγικής σημασίας πρόβλημα των ΗΠΑ.
Από το θρίαμβο στην κρίση
Ανήκω στους λίγους που υποστήριζαν από τη δεκαετία του 1990 ότι τα δυτικά καπιταλιστικά καθεστώτα έμπαιναν στην πιο προβληματική τους περίοδο ακριβώς λόγω των εξελίξεων που αποτέλεσαν την αιτία της πιο μεγάλης θριαμβολογίας τους. Δηλαδή, της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και της στροφής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στην οικονομία της αγοράς. Διαφαινόταν πράγματι κάτι σαν την αρχή του τέλους της ιστορίας. Ο καπιταλισμός είχε επικρατήσει, αλλά με τα εντελώς αντίθετα χαρακτηριστικά απ’ αυτά που του απέδιδαν οι δυτικοί πανηγυρίζοντας το νικηφόρο τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Έχω αναφερθεί πάμπολλες φορές σ’ αυτή την άποψη, αντιμετωπίζοντας, τουλάχιστον στην αρχή, μεγάλες αντιρρήσεις και επιφυλάξεις. Σήμερα, όμως, αντίστοιχες απόψεις κυκλοφορούν ευρύτερα και βρίσκουν μεγαλύτερη απήχηση, γιατί αυτό που αισθανόμασταν υποθέτοντας, έχει πλέον γίνει μάλλον προφανές.
Επιγραμματικά, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η εκτίμηση που συμμεριζόμουν ήταν ότι οι ανατροπές στο σοσιαλιστικό μπλοκ θα έδιναν μόνο μια πρόσκαιρη ώθηση στη Δύση, οικονομικής επέκτασης και ψυχολογικής ευφορίας, αλλά μεσοπρόθεσμα θα της δημιουργούσαν πιθανότατα ένα μη διαχειρίσιμο πρόβλημα εφ’ όσον Ρωσία και Κίνα έμπαιναν ξανά στις παγκόσμιες αγορές σαν οικονομικοί ανταγωνιστές, ενώ μέχρι το 1990 ήταν ανταγωνιστές βασικά στο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο. Δύο νέοι υπό ανάδυση γίγαντες οι οποίοι αναπόφευκτα θα διεκδικούσαν πολύ μεγάλα μερίδια από την παγκόσμια οικονομική πίττα, που σήμαινε ότι θα τα αφαιρούσαν από αυτούς που ήδη τα κατείχαν ή θα αποσπούσαν μεγάλα μερίδια από τον καινούργιο πλούτο που θα παραγόταν παγκοσμίως, περιορίζοντας αναγκαστικά το ζωτικό χώρο επέκτασης και ανάπτυξης των δυτικών συμφερόντων και συρρικνώνοντας τα ποσοστά κέρδους που είχαν ανάγκη για να διασφαλίζουν την κυριαρχία τους οι δυτικές μητροπόλεις.
Η εξέλιξη ήταν πιο ραγδαία. Η Κίνα θα έφτανε στην πρώτη θέση οικονομικής ισχύος στο ένα πέμπτο του χρόνου που χρειάστηκε η Αμερική. Και με ένα πληθυσμό της τάξης του 1,5 δισεκατομμυρίου ανθρώπων. Επιπροσθέτως, η χώρα των «κίτρινων» άνοιξε μια πελώρια λεωφόρο στην οποία τρέχουν παράλληλα νέοι παίχτες, μέχρι χτες υποτιμημένοι και δευτεροκλασάτοι, όπως η Ινδία, η Ινδονησία, η Βραζιλία, το Βιετνάμ, το Μεξικό, η Τουρκία, το Ιράν, το Πακιστάν κ.ά. που όλες μαζί συγκεντρώνουν πάνω από 4 δισεκατομμύρια ανθρώπους!
Πολλοί είχαν αντιτείνει ότι οι ΗΠΑ επωφελούνται από τις επενδύσεις τους στις τρίτες χώρες. Ασφαλώς επωφελούνται, αλλά ποιοι πραγματικά ωφελούνται, όταν ταυτόχρονα στο εσωτερικό των μητροπόλεων αυξάνεται αλματωδώς η ανισότητα κατανομής των πόρων; Όταν τα κέρδη διαμοιράζονται ανάμεσα στο 1%, με κάποια κομματάκια για ένα άλλο 9%, αλλά με τίποτα για το 90%. Το 90% χρειάζεται εργασία με ικανοποιητικές αμοιβές και όρους, που χάνονται απ’ αυτού του είδους την κερδοφορία. Και σ’ αυτό έχει δίκιο ο Τραμπ, αλλά αγγίζει μόνο τη μισή αλήθεια. Η ταξική του τοποθέτηση δεν του επιτρέπει να πιάσει το πρόβλημα στο σύνολό του, να παραδεχτεί ότι το πρόβλημα είναι άλυτο γιατί η μεταφορά των θέσεων εργασίας σε άλλες χώρες συνδέεται αναπόσπαστα με την συγκέντρωση του πλούτου σε απελπιστικά λίγους ολιγάρχες. Το πρόβλημα της Αμερικής είναι ο συνδυασμός του μέσα και του έξω.
Ούτε μπρος ούτε πίσω
Οι εκτιμήσεις στις οποίες κατέληξαν οι εγκέφαλοι και οι αλγόριθμοι της PriceWaterCoopers θέτουν το πρώτο μισό του προβλήματος με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο. Το 2050, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δεν θα είναι όπως τις έχουμε γνωρίσει στη μεταπολεμική περίοδο. Η αλλαγή που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη θα είναι θεαματική και όχι προς όφελός τους όπως είχαν συνηθίσει να είναι, βρέξει-χιονίσει.
Κι αυτό το πρόβλημα, δεν περίμεναν την έκθεση της PriceWaterCoopers για να το πληροφορηθούν οι Αμερικανοί ιθύνοντες ή οι Αμερικανοί πολίτες που δεν κάνουν τέτοιου είδους μελέτες, αλλά βιώνουν το γεγονός ζώντας με τις δυσάρεστες επιπτώσεις που αυξάνονται χρόνο με το χρόνο.
Κι αυτό το μισό, όπως και το άλλο μισό, δεν μπορεί να το επιλύσει ο Τραμπ με σόου ούτε με βεβιασμένες κινήσεις εντυπωσιασμού. Ο Τραμπ είναι γέννημα αυτού του προβλήματος, αυτών των θεμελιωδών αντιθέσεων κι αυτού του αδιεξόδου. Στην πραγματικότητα, ούτε μπρος μπορεί να κάνει ούτε πίσω.
Κι αυτό η αμερικάνικη κοινωνία το νιώθει. Όπως και η πιο νηφάλια μερίδα του κατεστημένου εξουσίας, που έχει αρχίσει να αντιδρά, αλλά με δισταγμό επειδή –μεταξύ άλλων- λύση επίσης δεν έχει να προτείνει.
Είναι φανερό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αντιμετωπίζουν ένα πρωτόγνωρο πρόβλημα. Πρωτόγνωρο γιατί μέχρι σήμερα η πορεία τους, με εξαίρεση την περίοδο 1929-1939, ήταν διαρκώς ανοδική, σε σημείο απογείωσης από τον πόλεμο και μετά. Πρωτοφανής η συσσώρευση πλούτου, πρωτοφανής η επιστημονική/τεχνολογική πρόοδος, πρωτοφανής η ισχύς, πρωτοφανής και η επιρροή/επιβολή στο σύνολο της ανθρωπότητας. Στη βάση αυτή διαμορφώθηκαν οι πολιτικές, ο τρόπος και το επίπεδο ζωής, οι αντιλήψεις και ο τρόπος θεώρησης του εαυτού και του κόσμου ολόκληρου. Καθόλου εύκολο δεν είναι γι’ αυτή την κοινωνία να αναστοχαστεί, να ανανεωθεί, να αναδιαταχτεί και να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση, ανάγκη που αποτελεί όρο για την επιβίωσή της.
Ιστορικά βλέπουμε ότι όσο δύσκολο είναι να γίνει πρώτο και κυρίαρχο ένα κράτος, άλλο τόσο δύσκολο είναι να χάσει την πρωτιά και να περιορίσει την κυριαρχία του ομαλά, χωρίς μεγάλες αναταράξεις, κρίσεις, στεναχώριες και βάσανα. Εάν, όμως, όλες οι προβλέψεις είναι αληθινές, ή έστω κοντά στην πραγματικότητα όπως τουλάχιστον δείχνουν η παρατεταμένη κρίση και οι σημερινές ανώμαλες καταστάσεις, ούτε ο Τραμπ ούτε η Κλίντον, ούτε κανένας από τους όμοιούς τους μπορεί να λύσει ή να μεταλλάξει τα συσσωρευμένα δομικά προβλήματα που έχουν οι ΗΠΑ, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ίσως μόνο μια επανάσταση που δεν φαίνεται ή ένας πόλεμος που δεν αποκλείεται ήδη να μαγειρεύεται. Γιατί, δυστυχώς, όποτε οι κοινωνίες δεν είχαν τις προϋποθέσεις για να λύσουν τα μεγάλα τους προβλήματα με επανάσταση, τα έλυναν, ανεξάρτητα από την κατάληξη, με πόλεμο.
Ο κόσμος γυρίζει ανάποδα!
«Κοιτώντας πέρα από τους βραχυπρόθεσμους οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους, οι αναδυόμενες οικονομίες θα γίνουν κυρίαρχες στο 21ο αιώνα», γράφει, εν κατακλείδι, ο John Hawksworth, με την ιδιότητα του Chief Economist της εταιρίας PriceWaterCoopers για το Ηνωμένο Βασίλειο.
Για την έρευνα επιλέχτηκαν 32 χώρες απ’ όλες τις ηπείρους, οι οποίες αθροιστικά καλύπτουν το 85% του παγκόσμια παραγόμενου πλούτου.
Τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία που παρουσιάζονται μέσα από την 72 σελίδων συνόψιση της μελέτης της PwC υπό τον τίτλο «Η μακροπρόθεσμη θεώρηση – Πώς θα αλλάξει η παγκόσμια οικονομική τάξη μέχρι το 2050;», είναι, πρώτον, η εδραίωση της Κίνας στην πρώτη θέση και η άνοδος της Ινδίας στη δεύτερη, με τις ΗΠΑ να πέφτουν στην τρίτη θέση και δεύτερο, η αισθητή υποβάθμιση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και της πάλαι ποτέ δεύτερης στη σειρά Ιαπωνίας που αντικαθίστανται στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης από «τρίτες» χώρες. Η μελέτη ουσιαστικά επιβεβαιώνει αντίστοιχες οικονομικές προβλέψεις άλλων οικονομικών κολοσσών, όπως η HSBC και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Πιο συγκεκριμένα, η κατάταξη, το 2050, προβλέπεται ως ακολούθως: 1. Κίνα, 2. Ινδία, 3. ΗΠΑ, 4. Ινδονησία, 5. Βραζιλία, 6. Ρωσία, 7. Μεξικό, 8. Ιαπωνία, 9. Γερμανία και 10. Ηνωμένο Βασίλειο.
Άλλες αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, πέφτουν πολύ πιο χαμηλά, εντείνοντας τις μεταξύ τους ανισότητες και υποχωρώντας σε σχέση με τις σήμερα θεωρούμενες αναπτυσσόμενες ή αναδυόμενες χώρες, που –ούτε λίγο ούτε πολύ- θεωρούνται ως καθυστερημένες, τριτοκοσμικές.
Η Ιταλία καταρρέει στην 21η θέση από την 12η, η Ισπανία στην 26η από την 16η, η Ολλανδία στην 32η από την 26η και η Γαλλία από την 10η στη 12η, συμπαρασύροντας τον Καναδά από την 17η στην 22η, τη Νότια Κορέα από την 13η στη 18η και την Αυστραλία από την 19η στην 28η!
Αντιθέτως, ενώ η Ρωσία παραμένει σταθερή, ανεβαίνουν χώρες όπως η Ινδονησία, η Βραζιλία, το Μεξικό, η Τουρκία, η Αίγυπτος, το Πακιστάν, το Ιράν, οι Φιλιππίνες, το Βιετνάμ, η Μαλαισία, ακόμα και το Μπανγκλαντές (από την 31η στην 23η θέση)!
Ενώ το παγκόσμιο μερίδιο της Κίνας θα ανέλθει στο 20% (από 18%) και της Ινδίας στο 15% (από 7%), των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής θα κατέλθει στο 12% (από 16%) και της Ευρώπης των «27» στο 9% (από 15%)! Οι επτά πρώτες «αναδυόμενες» χώρες (Ε7) θα έχουν το διπλάσιο μέγεθος από τους G7, to 2040, δηλαδή σε λιγότερο από 25 χρόνια!
Η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και οι άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, με πληθυσμό γύρω στα 4,5 δισ. άτομα, διεκδικούν –και όπως φαίνεται θα το πάρουν- το μερίδιό τους από τους 27 της Ευρώπης που μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο μόλις πιάνουν τα 500 εκατομμύρια ψυχές και από τους υπόλοιπους «δυτικούς» (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Καναδά, Ν. Κορέα και Αυστραλία) που πιάνουν άλλα 500, σύνολο περίπου 1 δισ. Μήπως είναι αυτό πιο φυσικό;
Η πτώση θα δεν θα γίνει απότομα, εκτός απρόοπτων εξελίξεων, όπως μια γιγαντιαία φυσική καταστροφή ή ένας μεγάλος πόλεμος, αλλά σταδιακά, που σημαίνει –μεταξύ άλλων- μια παρατεταμένη κρίση δεκαετιών με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους λαούς, όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο, αλλά και στο κοινωνικό, το πολιτισμικό κ.λπ., αλλά και για τις τριβές και συγκρούσεις μεταξύ των ανερχόμενων και των κατερχόμενων οικονομικών δυνάμεων.
Στην έκθεση γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένους παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην κάθοδο και την άνοδο, όπως το δημογραφικό και το εργατικό δυναμικό, αλλά και το μέγεθος της ανισότητας και η διεύρυνση και ποιότητα της εκπαίδευσης. Είναι φανερό, ότι χώρες σαν την Ελλάδα (ασήμαντες για να συμπεριληφθούν στη μελέτη), που όχι μόνο γερνάνε, αλλά έχουν και τεράστιες απώλειες σε μορφωμένο νεανικό εργατικό δυναμικό που μεταναστεύει μαζικά στο εξωτερικό, θα βρεθούν σε πάρα πολύ δύσκολη θέση μέσα σ’ αυτόν κόσμο που αλλάζει δυναμικά, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε τοπικό επίπεδο. Η κατολίσθηση της Ιταλίας, από 6η βιομηχανική δύναμη στον κόσμο και η ταυτόχρονη ενδυνάμωση της Τουρκίας που θα καταλάβει την 11η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, περιγράφουν –με οικονομικούς όρους- μια γειτονιά που θα είναι για την Ελλάδα (η οποία με βάση όλους τους δείκτες ανάπτυξης ακολουθεί μια εντελώς αντίστροφη πορεία) πάρα πολύ διαφορετική.
Στέλιος Ελληνιάδης