Καλημέρα σας και ευχαριστώ το Σωματείο Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης για την πρόσκληση, η οποία με τιμά ιδιαίτερα.

Η αλήθεια είναι ότι, μάλλον, δεν είμαι ο κατάλληλος να μιλήσω για την προοπτική συνεργασίας σε οργανωτικό ή θεσμικό επίπεδο μεταξύ των φορέων, αφού τα τελευταία χρόνια, ειδικά εντός κρίσης,  μάλλον βρίσκομαι σε μια περίοδο αναστοχασμού, πολύ κοντά σ’ αυτό που έλεγε κάποτε ο πρώιμος Σαββόπουλος: «αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μην μας πει κανένα».

Όμως θα το παλέψω, επειδή εκτιμώ ιδιαίτερα τον τίτλο που υπάρχει στην δική μας ώρα, και αφορά στον «ανθρώπινο παράγοντα» και τη φιλία, καθώς με ανθρώπους από το Σωματείο έχω μοιραστεί παρόμοιες ανησυχίες, που σήμερα, θα σας αφηγηθώ περισσότερο παρά θα σας εισηγηθώ.

Γιατί ως Έλληνες, βρισκόμαστε και μιλάμε στα «καφενεία» μας, κάπως όπως βλέπω και τη σημερινή συνάντηση. Βρισκόμαστε, για να μιλήσουμε, γιατί τα «πολλά λόγια δεν είναι φτώχεια», ο «χρόνος δεν είναι χρήμα», όπως στον δυτικό Βορρά. Αντίθετα, στο ελληνικό καφενείο, ο χρόνος είναι «να βρεθούμε», είναι αφηγήσεις, εξιστόρηση, επαφή, διδαχή, διδασκαλία. Για τους βόρειους τεχνοκράτες, ο χρόνος αυτός πρέπει να γεμίζει με ποσότητα, δηλαδή με ύλη, δηλαδή με χρήμα, δηλαδή μόνο με ποσοτικό και όχι με ποιοτικό κέρδος.

Θεωρώ λοιπόν, ότι στο θεσμικό πλαίσιο κάποια λύση θα βρεθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, λίγο η κρίση, λίγο τα ποσοστά, λίγο οι «εταίροι», λίγο η χρηματοδότηση, κάποιο είδος τεχνοκρατικής συνεργασίας ή … διάλυσης θα επικρατήσει ή θα επιβληθεί.

Το ζητούμενο, όμως σε κάθε περίπτωση θα παραμένει: Όραμα ή διαχείριση; Όταν έχεις όραμα μπορείς να ταιριάξεις την διαχείριση σ’αυτό, όταν όμως έχεις χάσει το όραμα, το συλλογικό νόημα, σε καμιά περίπτωση δεν μπορείς να ορίσεις τη διαχείριση ως όραμα. Όταν συμβαίνει αυτό, τότε η κοινωνία κατ’εμέ τουλάχιστον βρίσκεται όχι απλά σε κρίση, αλλά και σε βαθιά πολιτισμική και πνευματική παρακμή. Δεν είναι τυχαίο, ότι μέσα στην κρίση κανείς πολιτικός, διανοητής, ακτιβιστής ή και θεραπευτής, δεν μας μίλησε για την βαθιά παρακμή που ζει ο δυτικός άνθρωπος (όχι μόνο αυτός της δύσης, αλλά κι αυτός που μετέρχεται το δυτικό τεχνοκρατικό πνεύμα), αλλά και ιδιαίτερα η χώρα μας, αλωμένη και αλλοτριωμένη από δάνεια (στην κυριολεξία) ιδανικά και ιδέες. Ενώ, την ίδια στιγμή, ολόκληρη την τελευταία εικοσαετία, η λέξη διαχείριση και η λέξη επικοινωνία, κατίσχυσε ως πασπαρτού για την πολιτική, την οικονομία και την θεραπεία.

Την κρίση που περνάμε, αν την δούμε από μια μακροσκοπική συστημική ματιά, δεν είναι παρά η προηγούμενη κατάσταση ενός νέου πολιτισμικού προτύπου, ενός νέου πολιτισμού που η κρίση προετοιμάζει και θα εμπεδώσει. Και αυτός ο «πολιτισμός», εμπεριέχει και έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο. Είναι ο ανθρωπολογικός τύπος του οικονομιστικού, ατομοκεντρικού, ναρκισσιστικού προτύπου της ύστερης παγκοσμιοποιημένης μετανεωτερικότητας και του αισθητικού της ανάλογου, αυτό του μεταμοντερνισμού, η οποία εκφράζεται ως ένας άκρατος σχετικιστικός μηδενισμός. Οι ίδιες οι αντιφάσεις του ανθρώπου αυτού, ορίζονται στην δομή του ατομικού, εντέλει, πνεύματος ενός διαφωτισμού, που εργαλειοποιήθηκε ώστε να φέρνει μόνο οικονομικό ή τεχνολογικό αποτέλεσμα (είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι ζητούν περισσότερο διαφωτισμό για να ξεπεραστεί η κρίση που είναι η κρίση που δημιούργησε ο η παρεκτροπή του δυτικού διαφωτισμού).

Έτσι, η κρίση είναι πια ανθρωπολογική και ο νέος πολιτισμός κάποτε θα εμπεδωθεί μέσα από απίστευτα δεινά, φτώχια, ξεριζωμό και αίμα, όπως δηλαδή  συνέβη σε όλες τις μεταβάσεις πολιτισμών.

Στο χώρο μας, η επικράτηση του προτύπου αυτού ως ένα βαθμό, φαίνεται σε εκφράσεις των μεταμοντέρων, ιδιαίτερα, σχολών της θεραπείας: Ενδεικτική –αν και όχι πάντα χαρακτηριστική–  της «παραγωγικής / οικονομικής» λογικής είναι και η ορολογία της «θεραπείας»: «μην αγοράζεις το πρόβλημά του», «επενδύω τα συναισθήματα μου», «διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου», «δεν έχεις κάνει την αλλαγή κτήμα σου», «δίνεις – παίρνεις», «τι θα χάσεις, τι θα κερδίσεις», «ο επαγγελματίας», «ο πελάτης», «η υπηρεσία», «πολιτική θεραπείας», «δεν εισπράττω αυτό που λες», «κόστος ψυχικό»,  κ.ά.

Η ανθρωπολογική κρίση, είναι πια η αναζήτηση του υποκειμένου που θα φέρει την αλλαγή και την θεραπεία ή την συνεργασία, μια και μιλάμε γι’αυτό. Μιλάμε για μια κρίση του υποκειμένου, του κοινωνικού υποκειμένου, δηλαδή, στην περίπτωσή μας, τόσο του θεραπευτή, όσο και του εξαρτημένου. Που είναι κρίση οράματος και νοήματος και εντέλει γλώσσας. Σήμερα, η κοινωνία πάσχει από την αδυναμία των «πολιτών» να εστιάσουν στην ουσία, αυτοστερούμενοι ικανοτήτων, και δεν μπορούμε να προβλέψουμε το επόμενο βήμα. Αλλού πατάμε κι αλλού βρισκόμαστε.

Όταν ξεκίνησα, να εργάζομαι στο ΚΕΘΕΑ πριν 20 περίπου, χρόνια, υπήρχε μια φράση: «πως κι έναν άνθρωπο να βοηθήσεις να θεραπευτεί είναι σπουδαίο». Η επέλαση της κρίσης έσβησε τα χνάρια αυτά που πραγματικά είχαν ένα συναισθηματικό και ηθικό μέτρο και νόημα. Στα επόμενα, χρόνια έπρεπε να διαχειριστούμε αριθμούς και να μειώνουμε τη βλάβη, δηλαδή το κόστος. Το όραμα του εξαρτημένου να ζήσει, μετετράπη από τη μεταμοντέρνα πραγματικότητα στο όραμα να επιβιώσει όπως, όπως, εφόσον η πολιτεία, η ελληνική πολιτεία δεν μπορεί να του δώσει κανένα ανθρωπολογικό όραμα, έστω και το πιο ταπεινό, σε σύγκριση με άλλους καιρούς.

Επιπλέον, το κίνημα αυτοβοήθειας της απεξάρτησης, μιλούσε εύστοχα για τον χρήστη «κοινωνικό ασθενή», δεν κατάφερε όμως να μορφοποιήσει παρά μόνο τα πρώτα ηρωικά χρόνια τον «κοινωνικό θεραπευτή», ενώ παράλληλα διαμόρφωσε τον εξειδικευμένο επιστήμονα-ειδικό, εκτινάσσοντας τον θεραπευτικό μεσσιανισμό.  Αυτή η μετανεωτερική δήθεν απελευθερωτική ιδεολογία, δημιούργησε έναν νέο μεσσιανισμό, καθόλου ουδέτερο, αλλά με αφετηρία ατομοκεντρική. (Ταυτόχρονα, παρόλο που σιχαίνεται την «παράδοση» και τις θρησκείες, αντιπροσωπεύει απλώς τη νεώτερη απ’ όλες τις παραδόσεις και θρησκείες. Άλλωστε, στο πνεύμα της μεταμοντέρνας απελευθέρωσης του ανθρώπου χωρίς ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, δημιούργησε συν τοις άλλοις και τους αγγέλους της, που είναι οι θεραπευτές που «δεν έχουν φύλο», όπως συχνά έχει θεραπευτικά ειπωθεί, σε πολλούς χώρους)

Η ανάδειξη, λοιπόν, των δικών της προτύπων σε κυρίαρχα, σημαίνει ότι έχει υποτάξει τις παλιότερες παραδόσεις. Άλλες κατόρθωσε να τις καταστρέψει. Να τις εξαφανίσει. Ενώ τις πιο μεγάλες απλώς τις ενσωμάτωσε χρησιμοποιώντας τες για χάρη της δικής της παντοδυναμίας. Και είναι ενδεικτικό της κυριαρχίας της, ζυμωμένο με το οικονομικό της μοντέλο, ότι οικειοποιείται σημαντικές ανθρώπινες παραδόσεις: κοινότητας, δημοκρατίας, ελευθερίας, συνεργατικότητας, αλληλεγγύης, ώστε να τα αλλάζει όλα χωρίς να αλλάζει τίποτα.  Η αρχή της απόλυτης οικονομικής «ελευθερίας», ως προϋπόθεση της απόλυτης σκλαβιάς. «Κόλαση με τόσο φως, δεν το περίμενα», θα μας πει ο Μίλτος Σαχτούρης

Και το πέτυχε αυτό χάρις στη φαινομενική οικουμενικότητα των προτύπων της ή των αξιών της. Που είναι εντέλει ο ατομοκεντρικός καταναλωτικός  και εμπορευματικός παράδεισος του θεάματος.

Η διεύρυνση και η κυριαρχία της εμπορευματικής παραγωγής και των μεταπρατικών σχέσεων, υιοθετήθηκε και από οργανισμούς θεραπείας ή «αυτόνομους επαγγελματίες», δημιουργώντας ένα σύνολο από δομές, δίκτυα και υπηρεσίες, που προσομοιάζει με το γιγαντιαίο παραγωγικό σύστημα, βοηθώντας την αναπαραγωγή και την αποδοχή της δεδομένης κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης και του πολιτισμικού μοντέλου που αυτή συνεπάγεται.

Η βασιλεία και η κυριαρχία του εμπορεύματος συνοδοιπορεί, και πολλές φορές ταυτίζεται, με την κυριαρχία του «θεραπευτικού προϊόντος – εμπορεύματος».

Επιπλέον, σε επίπεδο εξειδικευμένων επαγγελματιών, η κυρίαρχη πραγματικότητα, συχνά ήταν συνυφασμένη με την ιδέα της καριέρας, του κοινωνικού status και του αγώνα για εξουσία, ακόμα και όταν προβάλλεται ως αντιεξουσία.

Έτσι, η ποικιλία των ατόμων-θεραπευτών, ιδιωτών και μη, όπως και η ποικιλία των θεραπευτικών προγραμμάτων, προσεγγίσεων και σχολών, ταιριάζει στην πολυθρύλητη διαθεματικότητα / πολυθεματικότητα. Στην εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών, η θεωρία αυτή ήταν σημαντική γιατί επέτρεψε να γνωρίσουμε ένα κοινωνικό ή επιστημονικό φαινόμενο μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες και να το εξηγήσουμε μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις, με τρόπο συνθετικό.

Το ζήτημα με την διαθεματικότητα, όπως και με όλες τις επιστημονικές μεθόδους, σχετίζεται με το πολιτισμικό και αξιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο εντάσσονται και υλοποιούνται. Και όταν σ’αυτό, κυριαρχούν οι καταναλωτικές αξίες, η μέτρηση των πάντων μέσω της οικονομίας, η πνευματική παρακμή και ένας διάχυτος ναρκισσιστικός ατομικισμός, τότε η διαθεματικότητα καταλήγει να αναπαράγει τη λογική του σούπερ-μάρκετ, όπου για την ίδια ανάγκη σου, μπορείς να βρεις διαφορετικές μάρκες προϊόντων και απλά να διαλέξεις ή αυτή του φάστ-φούντ, όπου με λίγο κόπο μπορείς να καταναλώσεις γρήγορα και αποτελεσματικά.  Έτσι, μιλάμε για έναν αυξανόμενο κατακερματισμό της γνώσης, με το πρόσωπο της πολυκατανάλωσης.

Παράλληλα, στη δυτική μετανεωτερική κοσμοθεωρία του μηδενισμού(αριστερού και δεξιού), μιλάμε για άτομα (Στο δυτικό κόσμο, στον ατομικιστικό μαθηματικό ορθολογισμό του, ο άνθρωπος είναι άτομο (ένα άτομο (ετυμ. = άτμητο < α στερητ. + τέμνω). Δηλαδή κάτι που δεν τέμνεται, δεν κόβεται, δεν μοιράζεται, δηλαδή. Μπορώ, μόνος μου, δεν έχω ανάγκη κανέναν. Έτσι, οι χρήστες είναι άτομα, οι θεραπευτές είναι άτομα, τα Προγράμματα είναι άτομα. Στο δυτικό μοντέλο, ο άνθρωπος, ονομάζεται «person», προέρχεται από τη λατινική λέξη persona, που τη μάσκα, την προσωπίδα του ηθοποιού.

Όσο, λοιπόν, το άτομο κυριαρχεί είναι πολύ δύσκολη η συνεργασία ή η δικτύωση σε θεσμικό πλαίσιο. Θα υπάρχουν πάντα οι ηθικές, ανθρώπινες προσπάθειες στη βάση των προγραμμάτων και συνεργασιών που θα προσπαθούν να ξεπεράσουν απελπισμένα και μοναχικά το άτομο, ως πρόσωπα. Κι είναι σημαντικό λοιπόν, αυτό το φαινομενικά λίγο, γιατί είναι πολύτιμο.

 

Η κοινότητα

Η ανθρωπολογική κρίση είναι αδύνατο να ξεπεραστεί αν δεν βρεθεί ανθρωπολογική διέξοδος. Φθάσαμε δηλαδή στο μοιραίο σημείο όπου έχουμε κλείσιμο των οραματικών διεξόδων του συστήματος. Ο σύγχρονος πολιτισμός γνωρίζει πλέον κρίση οικουμενικότητας. Αυτή είναι η βαθιά κοίτη της κρίσης, για την οποία τόσο μιλάμε. Τόσο βαθιά, γιατί το εγωκεντρικό άτομο του φιλελευθερισμού και το αλληλέγγυο άτομο του σοσιαλισμού, που προσπάθησαν να λύσουν τις αντιφάσεις του νεώτερου κόσμου, είναι ήδη από καιρό, σε αποσύνθεση.  Οι όποιες προσπάθειες να βρει διέξοδο το σύστημα που καταρρέει, δεν αποκλείεται να ευοδωθούν ακόμα και με την μορφή μιας διολίσθησης σ’έναν παγκόσμιο νέο κολεκτιβισμό τεχνοφασιστικού τύπου, ενώπιον του οποίου οι ολοκληρωτισμοί του παρελθόντος θα είναι απλές οδοντόκρεμες. Ήδη μιλάμε για τον μετάνθρωπο, όπου η βιοεξουσία, δοκιμάζει το ανθρωποποιημένο ρομπότ και τον μηχανικό άνθρωπο.

Τέλος πάντων, οι ενδοσυστημικές πολιτικές «λύσεις», στο χώρο μας, μπορούν απλώς να παρατείνουν την ανθρωπολογική κρίση. Βεβαίως αν υπάρξει ανθρωπολογική διέξοδος αυτή θα εκφραστεί και ως πολιτική λύση.

Η σύνθεση, οι συνδέσεις και η προοπτική, θα είναι δύσκολη και επώδυνη γιατί σχεδόν όλοι οι «κοινωνικοί σχεδιαστές», δεν λένε κουβέντα και δεν αναγνωρίζουν την ηθική και πνευματική παρακμή και διάλυση της χώρας μας. Εμμένοντας σε μια «θετικιστική» ανάλαφρη διάθεση να τα βρούμε, απομεινάρι ενός «ανθρωπιστικού» ιδεώδους του «ευρωπαϊκού κεκτημένου» που συντρίφτηκε στις θάλασσες του Αιγαίου, στους αστέγους της Αθήνας και στους νέους που έφυγαν.  Ενώ, αντίθετα, όπως μας λέει μια πιο παραδοσιακή ματιά της ψυχοθεραπείας, για να φροντίσεις ένα πρόβλημα που σε απασχολεί χρειάζεται πρώτα να αποδεχτείς το πρόβλημα και την απελπισία σου.

Και το πρόβλημα για όλα τα παραπάνω που ειπώθηκαν, είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιούνται. Εδώ και σε όλο τον κόσμο αυτό που κτυπιέται είναι το παλιό πλαίσιο που έδινε νόημα στους ανθρώπους, στις συνδέσεις και τις προοπτικές. Είναι η συλλογική κοινότητα, εκεί και εδώ, ο τόπος μας, που ακόμα παλεύουμε να μην γίνει χώρος. Για να πάρει άλλο νόημα ο ναρκισσιστής άνθρωπος της μετανεωτερικότητας, χρειάζεται αυτό το πνεύμα των ανθρώπων, ως πρόσωπα με ήθος, γιατί ήθος στον Όμηρο είναι ο τόπος. Με την ανάγκη τους να συνδεθούν οργανικά ως λαϊκό σώμα.

Η ζωτική επαφή με το διαχρονικό κοινοτικό πνεύμα και τα κοινοτικά αγαθά αποτελεί χαρακτηριστικό του μιας επαναθεμελιώσης τόσο της κοινωνίας, όσο και της θεραπείας. Το κοινοτικό πνεύμα είναι, ουσιαστικά, η δημιουργική επαναλειτουργία όλων των παραδοσιακών μορφών, άμεσων και όχι καταπιεστικών σχέσεων, όπως μας θύμισε ο Λαντάουερ ,αλλά και ο Γουίτμαν.

Ο «πόλεμος» ενάντια στην κοινότητα, αποτελεί προϋπόθεση του ατομικισμού. Στην εποχή μας, οι αριστεροδέξιες ελίτ, συνεχίζουν την ολοκληρωτική κυριαρχία του εμπορεύματος, επιχειρώντας να εξαφανίσουν την ιστορία, τις αξίες χειραφέτησης, τις ντόπιες ταυτότητες και κουλτούρα. Επιτίθενται λυσσαλέα στο κοινοτικό και ουσιαστικό «σχετίζεσθαι», ως ένα μοντέλο ζωής με ισορροπία Λόγου και Πνεύματος, με συγκεκριμένο πολιτισμικό όραμα, αυτόνομες οριζόντιες κοινοτικές σχέσεις, με δικαιώματα και παροχές, αλλά με όρια και με κανόνες ή ενίοτε και με λειτουργικές απαγορεύσεις.

Η διέξοδος, από την κυριαρχία της οικονομίας αντί να επιδιώκει τον «εκσυγχρονισμό της κοινότητας», προκρίνει την καταστροφή της. Την απόσπαση του ανθρώπου, ως πρόσωπο, από τις μορφές παραδοσιακής κοινωνικότητας: του κοινοτισμού, της γειτονιάς, του επαγγέλματος, των τελετουργικών αλληλοβοήθειας και επιβίωσης.

Η αποθέωση του εγωκεντρισμού και της οικονομικής κυριαρχίας πάνω στις ανάγκες, έπρεπε να συντρίψει παραδοσιακούς θεσμούς κοινοτισμού, ώστε όπως λέει ο Κάρλ Πολανύι (1896-1964), στο έργο του «Ο μεγάλος μετασχηματισμός»),«να καταστραφεί η οργανική κοινωνία, που δεν ανεχόταν τη λιμοκτονία του ατόμου». Ο “μεγάλος μετασχηματισμός” της Βιομηχανικής επανάστασης αντικατέστησε τελείως όλους τους τρόπους αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και προφανώς συνεχίζει.

 

Και τι να κάνει το υπό διαμόρφωση υποκείμενο;

(και εδώ πέφτει μεγάλη ευθύνη σε μας τους θεραπευτές). Αρχικά, να προσπαθήσει να επαναφέρει την αρετή στην επιστήμη, στην θεραπεία. Έπειτα, να προσπαθήσει να αποφύγει την σχεδόν ψυχαναγκαστική απώθηση του παρελθόντος ή της παράδοσης, ή ακόμα και του τόπου μας, επειδή… «είμαι μοντέρνος, άρα υπάρχω». Άλλωστε οι συνδέσεις θα ξεκινήσουν από εμάς τα υποκείμενα. Τα οποία,  για να  χρησιμοποιήσω κι εγώ έναν ψύχραιμα μεταμοντέρνο ψυχίατρο τον Φελίξ Γκουαταρί,   θα πρέπει να ξεκινήσουν την αλλαγή τους σε μοριακό ατομικό μικροεπίπεδο, ποτέ όμως μοναχικά και  αθροιστικά, αλλά πάντα σε σύνθεση με το συλλογικό υποκείμενο που είναι ο τόπος, η κοινότητα.  Και μια πρώτη, αλλαγή θα πρέπει να είναι μια απόδόμηση του εργαλειακού λόγου του Καρτέσιου: «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω», στο αυθεντικά ανθρωπιστικό και υπαρξιστικό : «Υπάρχω, άρα σκέφτομαι»…», «Υπάρχω, άρα αισθάνομαι».

Επομένως, η φιλοσοφική πρόκληση είναι να ξαναφέρουμε αρετή στην επιστήμη, στην θεραπεία.

Θα έλεγα, χωρίς φόβο, με ισότητα και ελευθερία, με την αναζήτηση της ευτυχίας με σοφία, λογική και λιτότητα. Με το «Λάθε βιώσας» του Επίκουρου, ο οποίος δεν έβλεπε καμία θέση για δόξα, για επιτυχία και φήμη, για πλούτο και απληστία ή για εξουσία και κατάκτηση. Λάθε βιώσα,  μακριά από πράξεις και φιλοδοξίες που φέρνουν μόνο χυδαιότητα και ψυχική ταραχή. Με χαρά για τη ζωή, με απλότητα και σεβασμό για τον άλλον.

Να συναντήσουμε την αψογοσύνη, αν μπορώ αδόκιμα να μεταφράσω τον Καστανέντα, που μιλούσε για την impeccability, ως  λιτότητα, περίσκεψη, απλότητα, αθωότητα και πάνω απ’ όλα έλλειψη αυταρέσκειας.  Αναζητώντας την κοινή ευπρέπεια των απλών λαϊκών ανθρώπων όπως μας διδάσκει ο Όργουελ, η οποία ενυπάρχει στην συλλογική κοινότητα, αλλά και στον τόπο μας.

 

Για τους φορείς και Οργανισμούς

Δεν μπορώ να αποφύγω τη φράση που είπε ο Ρεζίς Ντεμπρέ, σύντροφος του Γκεβάρα στη Λατινική Αμερική, το 2010, στο βιβλίο του, «Συνόρων έπαινος», η οποία ταιριάζει απόλυτα με το θέμα μας: «Εκεί όπου δεν υπάρχουν σύνορα, συχνά υψώνονται τα τείχη, φράκτες, που είναι το αντίθετο του συνόρου».

Οι φραγμοί, λοιπόν, έχουν αντίπαλο τα σύνορα. Οι φράκτες, τα τείχη, κρύβουν τον άλλον, το σύνορο, το όριο τον αναγνωρίζει και μπορεί να είναι το πρώτο βήμα για μια προσέγγιση και μια προοπτική. Και σύνορα βάζουν οι γείτονες. Η σύνθετη αυτή λέξη, μας λέει ότι το συν, δείχνει τη συνεργασία το μαζί, ώστε να μπουν όρια. Είναι μια κοινά αποδεκτή κατασκευή και συμφωνία που έχει το νόημα της συναποδοχής και της συνεκδοχής. Έτσι το σύνορο-όριο, είναι απαραίτητο για να αναγνωρίσουμε τον άλλον και τον εαυτό μας. Αν χαθεί η αυτονομία και η ετερότητα, χάνεται και η έννοια της φιλοξενίας, της συνεργασίας, της προοπτικής.  Και εννοείται ότι το σύνορο είναι αμφίσημο και αμφίθυμο. Μπορεί να είναι πεδίο σύγκρουσης ή τόπος ειρήνης και συνεργασίας. Πότε της ; όταν αναγνωρίζουμε την ταυτότητα του άλλου. Και πάλι ο Ντεμπρέ σε μια οικοσυστημική θα έλεγα ματιά, θα της πει πως: «αναγνωρίζοντας τη σημασία του συνόρου, σημαίνει να αναγνωρίσουμε την πολυπλοκότητα και την ποικιλία του κόσμου».

Έτσι η ηθική του θεραπευτή, του υποκειμένου, θα συναντήσει έτσι την ηθική του συνόρου-ορίου και της συλλογικής ταυτότητας της κοινότητας, αλλά και των οργανισμών Πρόληψης και Θεραπείας,  καθώς πάλι για τον σύντροφο του Γκεβάρα, «δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από ένα κρυφό σύνορο ή από ένα σύνορο που γίνεται εμπόδιο. Το σύνορο, για να γίνει τόπος συνάντησης και επικοινωνίας, πρέπει να είναι ορατό, προφανές, κοινό και ρυθμιστικό».

Πως; Εδώ θα συναντήσουμε τον Ιωάννη Σιναίτη της Κλίμακος:

«Για γνωρίσουμε,  χρειάζεται να μάθουμε ποιος είσαι, από πού έρχεσαι, ποιοι είναι οι προγονοί σου, ποια είναι τα παιδιά σου»

 

* O Δημήτρης Ναπ. Γιαννάτος είναι Κοινωνιολόγος, Υπεύθυνος Μονάδας ΚΕΘΕΑ MOSAIC

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!