Στις 17-18 Δεκεμβρίου, το Δίκτυο Κομμουνιστών της Ιταλίας διοργάνωσε στη Ρώμη ένα σεμινάριο με θέμα: «Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική ιστορική φάση; – Το παλιό πεθαίνει, αλλά το καινούριο δεν μπορεί ακόμη να γεννηθεί». Δημοσιεύουμε εδώ την παρέμβαση που έκανε σε αυτό το σεμινάριο ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κάρλο Φορμέντι. Η τοποθέτηση του Φορμέντι που αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, τη σχέση της ταξικής πάλης και της Αριστεράς με τον «λαϊκισμό», παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι μεσότιτλοι και η υποσημείωση είναι της σύνταξης του Δρόμου.

 

Η εισήγηση που παρουσιάστηκε, ορθά τονίζει την αναγκαιότητα ενός σοβαρού αναστοχασμού γύρω από το γεωπολιτικό πεδίο. Πρόκειται για ένα ζήτημα που τράβηξε την προσοχή των «κλασικών», κυρίως των Μαρξ και Λένιν, που φαινόταν να έχει εξαφανιστεί τις τελευταίες δεκαετίες, ενδεχομένως επειδή οι μαρξιστές διανοούμενοι, ή αυτοχαρακτηριζόμενοι σαν τέτοιοι, μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών χωρών, κατέληξαν να αποδεχτούν την άποψη περί ενός κόσμου ενοποιημένου κάτω από την ηγεμονία του φιλελευθερισμού, «εν ειρήνη» και ενταγμένου στην αυτοκρατορική κυριαρχία των ΗΠΑ.

Μερικά χρόνια μετά από την κορύφωση (όχι από την αρχή της, αφού αυτή ξεκίνησε γύρω στη δεκαετία του 1970) της μεγαλύτερης καπιταλιστικής κρίσης μετά το 1929, και με την όλο και πιο προφανή απώλεια ηγεμονίας από τις ΗΠΑ, δεν έχει απομείνει τίποτα από εκείνη την ψευδαίσθηση.

Οι πρώτοι που το συνειδητοποίησαν ήταν ακριβώς οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι. Μπορεί κανείς να δει τη συνέντευξη που έδωσε στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera της 1ης Δεκέμβρη, ο Φράνσις Φουκουγιάμα, ο οποίος συνδέει τη δύση της ηγεμονίας των ΗΠΑ με την αποδόμηση της μεταπολεμικής ισορροπίας, που απειλεί την επιβίωση της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ή ένα πρόσφατο άρθρο του περιοδικού Economist με τίτλο «Μπορεί οι οικονομολόγοι να μην είναι σε θέση να σταματήσουν τον Τραμπ, ίσως όμως καταφέρουν να τον καταλάβουν», όπου από τη μια μεριά παραδέχεται πως η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης είναι η βασική αιτία των απαράδεκτων ανισοτήτων που οδήγησαν στο Brexit, στον θρίαμβο του Τραμπ στις ΗΠΑ και στο ΟΧΙ στο ιταλικό δημοψήφισμα, και από την άλλη αποδέχεται πως η απάντηση στον «τραμπισμό» πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική και όχι στην οικονομία.

 

Οικονομισμός και κρίση

Εν πολλοίς, είναι διαδεδομένη στους αντιπάλους μας η συναίσθηση πως ο κόσμος βρίσκεται σε μια κρίση ανάλογη με εκείνη που σηματοδότησε την πρώτη φάση της μεγάλης παγκοσμιοποίησης εδώ και έναν αιώνα. Μια κρίση καθαρά πολιτική, από την άποψη ότι, σαράντα χρόνια μετά την «ταξική πάλη από τα πάνω», η ανισότητα έφτασε σε τέτοιο επίπεδο που αμφισβήτησε την ικανότητα του φιλελεύθερου δημοκρατικού συστήματος (που πλέον έχει γίνει ξεκάθαρα μετα-δημοκρατικό) να έχει την κοινωνική συναίνεση.

Για να το πούμε διαφορετικά, το κεφάλαιο συναντά όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες να αντιμετωπίσει την πτώση του ποσοστού κέρδους που το καταδιώκει από τη δεκαετία του 1970 με τον τρόπο που χρησιμοποιούσε μέχρι σήμερα, δηλαδή μέσα από τη συστηματική υπονόμευση του κράτους προνοίας, των μισθών, των κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, κ.λπ. Κι όλα αυτά συμβαίνουν ενώ αναδύονται νέες δυνάμεις (Κίνα, Γερμανία και λιγότερο η Ρωσία), που ανταγωνίζονται για την παγκόσμια ηγεμονία, τροφοδοτώντας ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις.

Νομίζω πως πρέπει να τονίσουμε τον κατάφωρα πολιτικό χαρακτήρα της κρίσης, σε αντιπαράθεση με τις «οικονομίστικες» απόψεις που, παρόλο που αναφέρονται στον μαρξισμό, λησμονούν πως για τον Μαρξ ο καπιταλισμός πρέπει πρώτα και κύρια να ερμηνεύεται ως ένας συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και όχι σαν το αποτέλεσμα υποτιθέμενων «νόμων» της οικονομίας. Αυτή η διαστρέβλωση του μαρξισμού γέννησε την άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένα αντικειμενικό και γραμμικό προτσές, που σήμερα μας εμποδίζει να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τις τρέχουσες αντιθέσεις.

Ανοίγω εδώ μια παρένθεση για την Κίνα. Η εισήγηση αφήνει ανοικτό ένα ερώτημα σχετικά με την κοινωνικο-οικονομική ταυτότητα αυτής της μεγάλης χώρας. Αναρωτιόμαστε δηλαδή, ποια είναι η σχέση της με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: τον χρησιμοποιεί σαν εργαλείο ανάπτυξης και ενδυνάμωσης, ή είναι υποχείριο του; Το ίδιο ερώτημα έθετε ο Αρρίγκι πριν μερικά χρόνια. Εγώ πιστεύω πως σήμερα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία: η Κίνα είναι από κάθε άποψη μια μεγάλη καπιταλιστική δύναμη, σχεδόν έτοιμη πλέον να αντιπαρατεθεί με τις ΗΠΑ και τη Γερμανία για την κατάκτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας στο οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο.

Αν αυτό αληθεύει, γίνονται ακόμη πιο προφανείς οι ομοιότητες με τα χαρακτηριστικά της κρίσης ανάμεσα στα τέλη του 1890 προς 1900, και χρειάζεται σαφώς να έχουμε κατά νου ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται με τους ίδιους ακριβώς όρους, όμως νομίζω πως οι τρεις εναλλακτικές εκείνης της περιόδου -έστω και με μερικές παραλλαγές- έρχονται ξανά στο προσκήνιο: Ένα πρώτο σενάριο οδηγεί στον προστατευτισμό, στην πάλη για τον έλεγχο των νεοαποικιακών περιοχών, στην φασιστικοποίηση, στον πόλεμο. Το δεύτερο σενάριο χαρακτηρίζεται από την απόπειρα «εκπολιτισμού» της παγκοσμιοποίησης μέσω διαφόρων συμφωνιών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και μια σειρά παραχωρήσεων στις υποτελείς τάξεις προκειμένου να εκμαιευτεί η συναίνεση τους. Και ένα τελευταίο σενάριο, αφορά στην εντατικοποίηση της ταξικής πάλης και τη διεύρυνση της δυνατότητας περάσματος σε μια μετα- καπιταλιστική κοινωνία.

Με δεδομένο πως σήμερα, όπως σωστά τονίζει ο τίτλος της εισήγησης που αναφέρεται στον Γκράμσι, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου «το παλιό πεθαίνει, αλλά το καινούριο δεν μπορεί ακόμη να γεννηθεί», πρέπει να κατανοήσουμε πως μπορούμε να εργαστούμε ώστε να επιταχύνουμε τη γέννηση αυτή, προσδιορίζοντας πρώτον το σε ποια κοινωνικά υποκείμενα πρέπει να απευθυνθούμε, δεύτερον το ποια θα είναι η κατάλληλη πολιτική μορφή που πρέπει να υιοθετήσουμε για να τα οργανώσουμε και τρίτον, με ποιούς άμεσους και μεσοπρόθεσμους στόχους πρέπει να τα κινητοποιήσουμε.

 

Τα σύγχρονα κοινωνικά υποκείμενα

Για το πρώτο σημείο, προτείνω συνοπτικά εδώ, τα σημεία της πολεμικής που ασκώ εδώ και μερικά χρόνια απέναντι στους μετα-εργατιστές διανοούμενους. Στον Φράνκο Μπίφο Μπεράρντι πρέπει να αναγνωρίσω πως συνόψισε τα σημεία αυτά σε μια πρόσφατη παρέμβαση του. Και αυτός βρίσκει ομοιότητες με την κατάσταση που επικρατούσε πριν έναν αιώνα, διατυπώνοντας καταστροφολογικές προβλέψεις σχετικά με την φασιστικοποίηση, γράφοντας πως «κάθε δημοκρατική απόπειρα να ξεμπερδεύουμε με την νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση, έχει αποτύχει: η συνειδητή θέληση του κοινωνικού σώματος αδυνατεί να συλλάβει τη χρηματιστικο-οικονομική διάσταση, και για τούτο αντιδρά προς μια αντιπαγκοσμιοποιητική κατεύθυνση».

Έχουμε να κάνουμε με μια υπερ-οικονομίστικη αντίληψη που δίνει υπόσταση σε μια ανίκητη δύναμη της χρηματιστικο-οικονομικής διάστασης, στην οποία μπορεί να αντιπαρατεθεί μόνο η υποτιθέμενη χειραφετητική δύναμη της διαδικτυακής επανάστασης, σύμφωνα με την οποία ο Μπίφο θεωρεί πως μια «πλανητική Σίλικον Βάλλεϋ» προσφέρεται σαν το μοναδικό πεδίο δυνατότητας αντιστροφής της κατάστασης. Μόνο η γνωστική τάξη μπορεί να μας σώσει από την καταστροφή επειδή «μόνο όταν το πολιτικό υποκείμενο αντιστοιχεί στις κοινωνικές δυνάμεις που κινούν την κοινωνική μηχανή, καθίσταται δυνατή μια συνειδητή αλλαγή. Μόνο η ανασύνθεση της κοινωνικής μειοψηφίας που αποτελείται από τους γνωστικούς εργαζόμενους, δηλαδή εκείνους που προγραμματίζουν την πλανητική μηχανή και της επιτρέπουν να αναπτύσσεται και να λειτουργεί, θα μπορεί να βάλει σε κίνηση ένα προτσές πραγματικής αλλαγής».

Οι μετα-εργατιστές ενώ ξαπόστειλαν πολλά από τα δόγματα του μαρξισμού, βλέπουμε εδώ πως υπερασπίζονται όσα ήταν αρκετά αμφισβητούμενα: Την ιδέα σύμφωνα με την οποία η επανάσταση είναι εφικτή μόνο αν και εφόσον οι παραγωγικές δυνάμεις είναι αρκούντως ανεπτυγμένες (αντίληψη που εμφανίζεται και σε μερικά σημεία του εισαγωγικού κειμένου του Φόρουμ μας). Την ιδέα πως η ανταγωνιστική συνείδηση πρέπει να επικεντρώνεται στα κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται πιο κοντά στο απόγειο της καπιταλιστικής ανάπτυξης (και λίγο ενδιαφέρει αν τα στρώματα αυτά είναι σήμερα τα περισσότερο ενσωματωμένα στο κυρίαρχο σύστημα). Την ιδέα πως η επιστήμη και η τεχνική είναι «ουδέτερες», πως εμπεριέχουν δηλαδή μια ικανότητα χειραφετητική, την οποία μπορεί κανείς να αποκτήσει σχετικά εύκολα.

Πρόκειται για θεώρηση, σύμφωνα με την οποία οι δυναμικές του μετασχηματισμού εμπεριέχονται όλες, είναι σύμφυτες – εγγενείς στη σχέση κεφάλαιο-, που κάνει όποιον την αποδέχεται να στέκεται εκστατικός μπροστά στα οπίσθια του κεφαλαίου, θεωρώντας τα σαν τον ήλιο του μέλλοντος.

Πρόκειται τέλος για μια αριστοκρατική αντίληψη που εκλαμβάνει μια τεχνο-ελίτ σαν το μοναδικό υποκείμενο που είναι ικανό να αντιμετωπίσει την καταστροφή της φασιστικοποίησης, ενώ υποτιμά βαθιά τα στρώματα των κατώτερων τάξεων και των περιθωριοποιημένων. Οι φτωχοποιημένοι εργάτες που ψήφισαν τον Τραμπ κατηγορούνται πως είναι έτοιμοι να ενταχθούν σε έναν «εθνικιστικό εργατισμό», απότοκο του εθνικο-σοσιαλισμού. Φτάνουμε στο σημείο να γίνεται λόγος για έναν «τραμπισμό που τροφοδοτείται από την ανίκανη οργή του παράφρονα λαού». Προφανώς, για μερικούς διανοούμενους ο λαός είναι παράφρων όταν δεν αποδέχεται μοντέλα συμπεριφοράς που να επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες τους, επειδή όλη η ταξική σύνθεση που δεν εμπεριέχεται στα σαλόνια τους είναι πλέμπα αντιδραστική.

Όμως εγώ πιστεύω, για να αναφέρω ένα κείμενο του Μίμμο Πορκάρο, που επαναλαμβάνει τις απόψεις από το τελευταίο βιβλίο μου, πως «το υποκείμενο δεν έχει να κάνει με κοινωνικές κατηγορίες, δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις γενικές δυναμικές του κεφαλαίου, μπορεί να εντοπιστεί μόνο στη βάση μιας “συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης”, σε κάθε ειδική συγκυρία της ταξικής πάλης. Έτσι, δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιο είναι το υποκείμενο (ή καλύτερα ο συνδυασμός των υποκειμένων) που σε κάθε περίπτωση παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις συγκρούσεις. Η εξέγερση και οι διάφορες μορφές της, εξ ορισμού, δεν μπορούν να προβλεφθούν, ακριβώς επειδή ξεπερνούν – υπερβαίνουν την ρουτίνα της αναπαραγωγής του καπιταλισμού».

Στη βάση αυτής της μεθοδολογίας, πιστεύω πως πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας κύρια προς τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, προς τις αντιστάσεις στον εκσυγχρονισμό, κι όχι προς την κορυφή αυτού του εκσυγχρονισμού. Προς την περιφέρεια, το «εκτός» του καπιταλισμού, προς μια περιφέρεια που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με προκαπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, αλλά, όπως λέει πάλι ο Πορκάρο, «μπορεί να είναι το προϊόν της αέναης κίνησης του εκσυγχρονισμού που διαρκώς καταστρέφει ή καθιστά περιφερειακές τις προηγούμενες μορφές ύπαρξης (ακόμη και τις καπιταλιστικές που όμως δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες της συσσώρευσης)».

Θεωρώ αυτονόητο πως αυτό το ζήτημα χρειάζεται εμβάθυνση, που αδυνατώ να κάνω στην παρέμβασή μου, γιατί είμαι πεπεισμένος πως οι νέες μορφές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ακόμη και στο εσωτερικό των λεγόμενων ανεπτυγμένων χωρών, χαρακτηρίζονται από μια νεοαποικιακή λογική. Τέλος, θέλω να διευκρινίσω πως η προσοχή μας «προς τα κάτω» δεν προκύπτει επειδή πιστεύω πως εκεί είναι η «φυσική» έδρα του ανταγωνισμού, αλλά επειδή σήμερα βρίσκεται καθαρά στο επίκεντρο των μοναδικών ορατών εκδηλώσεων εξέγερσης.

 

Ταξική πάλη και λαϊκισμός

Περνώντας από το υποκείμενο στην οργανωτική μορφή: Όσα ανέφερα ως τώρα με κάνουν να συνδέω τις πιο αποτελεσματικές εμπειρίες της ταξικής πάλης με τη μορφή του λαϊκισμού, ιδιαίτερα με τις μπολιβαριανές παραλλαγές της Λατινικής Αμερικής, με το φαινόμενο Σάντερς στις ΗΠΑ και με τις ευρωπαϊκές εμπειρίες των Podemos της Ισπανίας και του ΣΥΡΙΖΑ της Ελλάδας, πριν τη μετάλλαξη του.

Αυτό σημαίνει ότι σκέφτομαι πως ο λαϊκισμός είναι από μόνος του σε θέση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έχουμε απέναντι μας και να μας οδηγήσει σε μια προοδευτική διέξοδο; Σίγουρα όχι, αλλά πιστεύω πως ο λαϊκισμός είναι η ιστορικά προσδιορισμένη μορφή που παίρνει σήμερα η ταξική πάλη, σαν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που κατέλυσε την κοινωνιολογική συνεκτικότητα της τάξης και κατέστρεψε τις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης και εκπροσώπησης σε σημείο που σήμερα η ίδια η ταξική πάλη εμφανίζεται σαν λαϊκισμός. Πιστεύω λοιπόν πως ο λαϊκισμός δεν είναι κάποιος εχθρός που πρέπει να ξορκίσουμε, αλλά ένα πεδίο όπου εμείς οι κομμουνιστές πρέπει να κινηθούμε χωρίς δισταγμό προκειμένου να προωθήσουμε τον αγώνα για την ηγεμονία με στόχο να ωθήσουμε τον λαϊκισμό προς μια αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Τέλος οι άμεσοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι: Νομίζω πως ο πρώτος πρέπει να είναι η έξοδος από την Ε.Ε., στόχος που δεν μπορεί να εμφανίζεται παρά σαν ένας αγώνας για την ανάκτηση της λαϊκής και εθνικής ανεξαρτησίας. Οι διάφορες συλλογικότητες της αριστεράς έχουν εγκαταλείψει κάθε σκέψη για το εθνικό ζήτημα ήδη από τη δεκαετία του 1970, τότε που φαινόταν ότι οι αγώνες των λαών του Τρίτου Κόσμου για εθνική απελευθέρωση από την αποικιοκρατία είχαν πετύχει το στόχο τους, και δεν ξαναασχολήθηκαν με αυτό το ζήτημα όταν εμφανίστηκαν νέες μορφές αποικιοκρατίας και ημι-αποικιοκρατίας (και όχι μόνο στον Τρίτο Κόσμο, δείτε την περίπτωση της Ελλάδας!).

Από τους «κλασσικούς», τόσο τον Μαρξ όσο και τον Λένιν, το εθνικό ζήτημα αντιμετωπιζόταν πάντα με πραγματισμό, συνδέοντάς το με τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία και τις πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες. Ούτε ο Μαρξ ούτε ο Λένιν είχαν κάποια αφηρημένη αντίληψη του διεθνισμού, και προσπαθούσαν πάντα με πολλή προσοχή να διαχωρίζουν τον αστικό κοσμοπολιτισμό από τον προλεταριακό διεθνισμό:

Ο αστικός κοσμοπολιτισμός τείνει προς το γκρέμισμα των συνόρων για την προώθηση της διεθνοποίησης της παραγωγής και των εμπορικών και χρηματιστικών ανταλλαγών, ενώ ο προλεταριακός διεθνισμός εννοείται ως οικοδόμηση της αλληλεγγύης ανάμεσα σε εθνικούς αγώνες, μιας και η ταξική πάλη μπορεί να αναπτυχθεί μόνο σε εθνικά πλαίσια. Όποιος σήμερα αμφισβητεί αυτό το τελευταίο σημείο, αγνοεί το γεγονός πως η ταξική πάλη είναι βασικά και κύρια σύγκρουση ανάμεσα σε χώρους (εδάφη – χώρες), και ροές (κεφαλαίου, εμπορευμάτων, πληροφοριών και ελίτ) που αποικιοποιούν και εκμεταλλεύονται τους χώρους και ταυτόχρονα, τείνει αντικειμενικά να εμφανίζει μια ανύπαρκτη σύγκλιση ανάμεσα στην κινητικότητα των κεφαλαίων και την κινητικότητα της εργατικής δύναμης.

Με δεδομένο πως μόνο οι ηλίθιοι θεωρούν πια τον νεοφιλελευθερισμό ταυτόσημο με το τέλος του κράτους, και πως όλοι καταλαβαίνουν ότι το κράτος έπαιξε και παίζει βασικό ρόλο στην οικοδόμηση του ορντοφιλελεύθερου*   συστήματος, το θέμα αφορά μάλλον το διαζύγιο των δύο όρων του ζεύγους κράτος-έθνος. Δεν βγαίνει στη σύνταξη το κράτος, που αντίθετα πρέπει να προωθήσει και να εξασφαλίσει τη λειτουργία της αγοράς και να παραμυθιάσει το λαό με το αφήγημα του αυτόνομου ατόμου, αλλά και να αφαιρέσει όλα τα μέσα αυτοάμυνας των υποτελών τάξεων, αλλά και την χώρα σαν νομικό, οικονομικό και πολιτικό πεδίο όπου εξασφαλίζονται τα συλλογικά δικαιώματα του λαού. Γι’ αυτό η υπέρβαση του κράτους-έθνους εμφανίζεται σαν ιστορική οπισθοδρόμηση και όχι σαν ένα προοδευτικό άλμα προς τα εμπρός, όπως λαθεμένα έχουν υποστηρίξει (σχεδόν) όλες οι συλλογικότητες της Αριστεράς, που, όχι τυχαία, χάρισαν βλακωδώς στη Δεξιά το μονοπώλιο του αγώνα ενάντια στην απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας.

Οι λαϊκισμοί της Δεξιάς και της Αριστεράς συγκλίνουν στην άποψη πως είναι απαραίτητο να διεκδικηθεί το δικαίωμα πολιτικής κοινότητας σε χωρική βάση, και να διαχειρίζονται τη συλλογική τους ζωή αυτόνομα και ανεξάρτητα από εξωτερικές επεμβάσεις, πως πρέπει να αγωνίζονται για μια ορισμένη ανεξαρτησία από διεθνείς δυνάμεις και ροές που θέτουν εμπόδια σε οποιαδήποτε προσπάθεια αυτοκαθορισμού της κοινότητας, αλλά οι αντιλήψεις τους περί κυριαρχίας είναι ριζικά διαφορετικές:

Από τη μια, έχουμε ένα εθνικό φαντασιακό με τη σφραγίδα του αίματος και του χώρου, από την άλλη μια θεώρηση της λαϊκής κυριαρχίας ως μέσου επανένταξης στην ιδιότητα του πολίτη που νοιώθει όλο και πιο αποκλεισμένος όσο εξασθενούν ή καταργούνται οι θεσμοί της πολιτικής συμμετοχής και εκπροσώπησης. Μια κυριαρχία που εκλαμβάνεται σαν εργαλείο αγώνα του λαού ενάντια στις ολιγαρχίες, των πολλών ενάντια στους λίγους, των φτωχών ενάντια στους πλούσιους.

Σε αυτή την κατάσταση, οι δυνάμεις που προώθησαν την εκστρατεία υπέρ του ΟΧΙ  στην Ιταλία, από μια συνεπή αντικαπιταλιστική σκοπιά, θα έπρεπε να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν ένα πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο που να στηρίζει τους αγώνες ενάντια στις κοινωνικές αντιμεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών, συνδυάζοντας την ταξική πάλη με τους γενικότερους αγώνες ενάντια στους νέας μορφής αποκλεισμούς που πλήττουν πλατιά στρώματα της μεσαίας τάξης. Θα έπρεπε να δουλέψουν για την οικοδόμηση ενός κοινωνικού συνδικαλισμού που να μπορέσει να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων, οι οποίες έχουν λησμονηθεί από έναν συνδικαλισμό που όλο και περισσότερο συνεργάζεται με τις κυρίαρχες ελίτ. Εν τέλει, λέω πως πρέπει να συσπειρώσουμε σε ένα ενιαίο μέτωπο αγώνα ενάντια στις τρεις μορφές με τις οποίες εμφανίζεται ο ενιαίος εχθρός που στηρίζεται από τους θεσμούς του διεθνούς κεφαλαίου: το πολιτικό καθεστώς, τις κοινωνικές αντιμεταρρυθμίσεις και τον ευρωπαϊκό βραχνά.

 

Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση

 

* Ως ορντοφιλελευθερισμός ορίζεται η τάση εκείνη του φιλελευθερισμού που θέλει την οικονομία της αγοράς να μην παρεκκλίνει από αποφασισμένες κατευθύνσεις και νόρμες. Πρόκειται για έναν «κανονιστικό», θα λέγαμε, φιλελευθερισμό, σύμφωνα με τον οποίο οι νόμοι της αγοράς πρέπει να θωρακίζονται θεσμικά, αποκλείοντας και «τιμωρώντας» όσους παρεκκλίνουν από αυτούς ή τους αμφισβητούν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!