της Μαρίνας Μπρέστα

 

Εισαγωγική παρατήρηση: γιατί μια πολιτική εφημερίδα, να φιλοξενεί στις σελίδες της την παρουσίαση ενός βιβλίου με τίτλο: Ψυχρή τρυφερότητα; Σύντομη εξήγηση: Οποιοσδήποτε σήμερα θέλει να στοχαστεί κριτικά προς την υπάρχουσα πραγματικότητα και αναζητώντας μια άλλη πολιτική, θα σκοντάψει σε ένα ερώτημα που χρήζει νέας απάντησης: ποιος είναι ο άνθρωπος σήμερα… Το βιβλίο αποτελεί μια συμβολή σε αυτή την αναζήτηση, μια «κατάδυση» στην πραγματικότητα, σε αυτό που συντελείται σήμερα στο επίπεδο των συναισθημάτων.

Με έναν τίτλο οξύμωρο, γραμμένο από την κοινωνιολόγο Ίβα Ελούζ (Eva Illouz), το βιβλίο ακολουθεί όπως η ίδια αναφέρει «την αμφιλεγόμενη λογική που ενώνει τα συναισθήματα με το κεφάλαιο».

Στους μεν φίλα προσκείμενους στην επιστήμη της ψυχολογίας, η συζήτηση της Ελούζ θα κεντρίσει την σκέψη αφού αμφισβητεί πολλά από όσα λαμβάνονται ως θετική συμβολή της στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες.

Ο τρόπος που αναπτύσσεται το σκεπτικό της Ίβα Ελούζ έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, κυρίως επειδή συνίσταται σε έναν μη κατηγορηματικό και μη απόλυτο λόγο ο οποίος όμως περιλαμβάνει πολλαπλά επίπεδα και εις βάθος συμπεράσματα

Για τους δε «αντιπαθούντες», το Ψυχρή τρυφερότητα παρέχει πλούσιο υλικό, όχι προς επιβεβαίωση ή ενίσχυση της αντιπάθειας τους, αλλά υλικό ανάδειξης της συμβολής της και της αναγκαιότητάς της ψυχολογίας, επιχειρήματα και γραμμές σκέψεις που αποδεικνύουν πως τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα απ’ ότι πίστευαν.

 

Η Ίβα Ελούζ, μέσα από τρία κεφάλαια, με τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις, αναπτύσσει τον βασικό της ισχυρισμό ότι «η άνοδος του καπιταλισμού συμβάδισε με την δημιουργία μιας έντονα εξειδικευμένης συναισθηματικής κουλτούρας». Θέτοντας στο επίκεντρο της ανάλυσης της τα συναισθήματα ως κεντρικούς χαρακτήρες στην ιστορία του καπιταλισμού και της νεωτερικότητας καταλήγει σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον συμπέρασμα: «ο συναισθηματικός καπιταλισμός είναι μια κουλτούρα εντός της οποίας ο συναισθηματικός και οικονομικός λόγος και οι αντίστοιχες πρακτικές, αλληλοδιαμορφώνονται, παράγοντας μία ευρεία, σαρωτική τάση, μέσα στην οποία το αίσθημα αποτελεί μια σημαντική πλευρά της οικονομικής συμπεριφοράς και μέσα στην οποία η συναισθηματική ζωή, κυρίως της μεσαίας τάξης, ακολουθεί την λογική των οικονομικών σχέσεων και της συναλλαγής.»

 

* * *

 

Στο πρώτο κεφάλαιο ακολουθώντας μια ιστορική αναδρομή της ψυχολογίας στον 20ο αιώνα, διερευνά πώς αυτή συνέβαλε αλλά και επηρεάστηκε από την λογική της επιχείρησης, της αγοράς και από τις εργασιακές σχέσεις στην αμερικανική κοινωνία: ένα νέο συναισθηματικό στυλ, ο λόγος του «επιχειρηματικού» εαυτού, η «θεραπευτική» ικανότητα των μάνατζερ, η επικοινωνιακή ηθική ως πνεύμα της επιχείρησης, το πολιτισμικό μοντέλο της οικειότητας. Αναλύει την επίδραση που είχε η ψυχολογία στο ζήτημα της εργασίας υπερβαίνοντας και παραμερίζοντας τον ταξικό χαρακτήρα της και στο ζήτημα φύλου, καθιστώντας δυσδιάκριτους τους έμφυλους διαχωρισμούς, με στόχο και στα δύο ζητήματα την καλύτερη αποδοτικότητα για το «καλό της επιχείρησης».

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «ο συναισθηματικός καπιταλισμός αναδιοργάνωσε τις συναισθηματικές κουλτούρες κάνοντας τον οικονομικό εαυτό συναισθηματικό και τα συναισθήματα να ταυτίζονται με την εργαλειακή δράση».

Από την κριτικής της διερεύνηση, δεν ξεφεύγει ούτε ο φεμινισμός (χωρίς όμως να προσδιορίζει περισσότερο την έννοια· μόνο μία φορά σε ολόκληρο το βιβλίο, μιλώντας για την ψυχολογία και τον φεμινισμό ως κυρίαρχες πολιτισμικές θεωρήσεις στον 20ο αιώνα, προσδιορίζει τον φεμινισμό ως φιλελεύθερο).

Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναλύει πώς η ψυχολογία έγινε στοιχείο της αμερικανικής λαϊκής κουλτούρας μέσα από το θεραπευτικό αφήγημα, το αφήγημα της αυτοπραγμάτωσης και της αυτοβοήθειας και πως σε αυτή την διαδικασία « εκδημοκρατισμού του ψυχικού πόνου», όπου οι ανάγκες ψυχικές και υλικές αντιμετωπίζονται ως «δημοκρατικές ασθένειες»-υπό την έννοια ότι δεν έχουν πλέον καθαρούς ταξικούς διαχωρισμούς- η θεραπεία έγινε η ίδια μια πολύ προσοδοφόρα και ακμάζουσα βιομηχανία, με αποτέλεσμα η ψυχολογία να « υποταχτεί » στον καταναλωτισμό και στους κανόνες της αγοράς και να παρέχει εν τέλει ένα από τα βασικά μοντέλα του ατομικισμού.

Το τρίτο κεφάλαιο, ίσως το πιο ευανάγνωστο υπό το πρίσμα του οικείου αλλά και του πιο κοινού, μιλώντας για τον ρόλο του διαδικτύου στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων και κυρίως στην αναζήτηση ερωτικού συντρόφου, αποτελεί μια συμβολή στην προσπάθεια ανάγνωσης των σύγχρονων σχέσεων και της ουσίας τους και σε μεγάλο βαθμό δικαιολογεί τον τίτλο του βιβλίου. Μέσα από θεωρητική ανάλυση συνοδευόμενη από ερευνητικά δεδομένα , η συγγραφέας αναλύει τους μηχανισμούς με τους οποίους το διαδίκτυο οδηγεί στην «κειμενοποίηση της υποκειμενικότητας, δηλαδή σε έναν τρόπο αυτοαντίληψης στον οποίον ο εαυτός εξωτερικεύεται και αντικειμενοποιείται μέσω οπτικών μέσων απεικόνισης και της γλώσσας».

 

* * *

 

Ο τρόπος που αναπτύσσεται το σκεπτικό της έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, κυρίως επειδή συνίσταται σε έναν μη κατηγορηματικό και μη απόλυτο λόγο ο οποίος όμως περιλαμβάνει πολλαπλά επίπεδα και εις βάθος συμπεράσματα. Οι διαδικασίες και οι διεργασίες που περιγράφει είναι πολύ απλά –τρομακτικά– αληθινές. Ο αναγνώστης/στρια του βιβλίου, συχνά-πυκνά θα χρειαστεί μια παύση και χρόνο για περεταίρω επεξεργασία όσων διαβάζει. Είναι ένα βιβλίο που συνεχώς γεννά προβληματισμούς, που ανοίγει την σκέψη και δεν την κλείνει. Γεννά πολλαπλά ερωτήματα με πιο κυρίαρχο εκείνο του ποιοι τελικά είμαστε και πως γινόμαστε αυτό που είμαστε.

Οι ιδιαίτερες αναφορές στον Φρόυντ, στον Μαρξ καθώς και σε άλλους στοχαστές από ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών αντικειμένων τόσο του 20ουαιώνα, αλλά και σύγχρονους, ενισχύουν την επιχειρηματολογία της κυρίως με ένα πνεύμα αναγνώρισης της ιδιαίτερης συνεισφοράς του εκάστοτε στοχαστή προς μια πιο πλούσια και τελικά σφαιρική οπτική.

Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο η Ίβα Ελούζ ασκεί την κριτική της αλλά και αντιλαμβάνεται την κριτική. Σε ένα σύντομο υποκεφάλαιο εντός του τρίτου κεφαλαίου, αναπτύσσει την στοχαστική της προσέγγιση και παρουσιάζει δύο βασικές της προτάσεις, οι οποίες μάλιστα διαπνέουν όλο το βιβλίο: 1) «δεν υπάρχει άμεση συνέχεια ανάμεσα στις κοινωνικές σφαίρες και δεν αντανακλούν απαραίτητα η μία την άλλη (…) η κουλτούρα είναι προέκταση των κοινωνικών μας σχέσεων –με τις συστηματικές σιωπές, κλεισίματα και αντιθέσεις που περιέχουν– ωστόσο δεν μπορεί να περιληφθεί πλήρως στην πολιτική και να υπαχθεί σ’ αυτή» και 2) «να αναλύσουμε το κοινωνικό χωρίς να θεωρήσουμε εκ των προτέρων το χειραφετητικό και το καταπιεστικό, αλλά αντίθετα να προκύψουν από μια βαθιά σφαιρική κατανόηση των κοινωνικών πρακτικών».

Εν κατακλείδι, για όσους-ες νιώθουν την ανάγκη να κατανοήσουν τι είναι αυτό που «μας συμβαίνει» σε αυτό το βιβλίο θα βρουν πολλές απαντήσεις και ταυτόχρονα, θα βγουν λίγο διαφορετικοί ως προς τον τρόπο αντίληψης του εαυτού τους αλλά και των άλλων. Ίσως και με λίγο άγχος σχετικά με το ερώτημα: «πόσο υπερ-ορθολογικός βλάκας είμαι;»…

 

INFO

Ψυχρή τρυφερότητα

Η άνοδος του συναισθηματικού καπιταλισμού

Σελ. 176, Εκδόσεις Oposito, Αθήνα 2017

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!