Με αφορμή μια συναυλία…
του Τάσου Βαρούνη
«Όλη η Ελλάδα για τον Μίκη». Αυτό είναι το πρόσωπο της συναυλίας που θα πραγματοποιηθεί στις 19 Ιούνη στο Καλλιμάρμαρο. Δύσκολο να σκεφτείς σήμερα έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να βάλει το όνομά του σε έναν τέτοιο τίτλο, χωρίς αυτό να φαντάζει υπερβολικό, επιτηδευμένο ή γραφικό. Και ακόμα δυσκολότερο όταν η πρόθεση είναι τόσο σαφής και διαυγής: «Κι όλα αυτά μέσα στο σκοτάδι που μας σκεπάζει και που όμως δεν είναι ικανό να πνίξει την ψυχή και τη φωνή μας. Εμείς θα τραγουδήσουμε δυνατά για να μας ακούσουν στα πέρατα της γης. ΟΧΙ! Δεν το βάζουμε κάτω. Και σήμερα και αύριο και πάντοτε! Κι αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι η ίδια μας η μοίρα…».
Δεν είναι καλό αυτό. Γιατί να μην υπάρχουν περισσότεροι; Μπορεί να φταίει το «αυτούσιο» κύρος της μουσικής και των στίχων που δρουν με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο, άλλοτε ορμητικά κι άλλοτε υπόγεια, μα πάντα λίγο βαθύτερα (ή «ψηλότερα»…). Μπορεί πάλι να είναι ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης και το «αυτούσιο» κύρος που η ιστορία του χάρισε. Λάθος. Όχι η ιστορία σκέτη -ως λαμπρό και εμβληματικό παρελθόν- αλλά τα ίχνη της. Αυτά που τα τραγουδούν σήμερα ως αποκούμπι, ελπίδα και ανάταση εκατομμύρια άνθρωποι σε αυτή τη χώρα. Ίχνη τέτοια που κάνουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας –που θέτει υπό την αιγίδα του τη συναυλία- μια φιγούρα αστεία και ανύπαρκτη.
Μια μουσική ενότητα «άσημων» χορωδών και ορχηστρών από όλα τα μέρη της Ελλάδας δεν είναι κάτι το συνηθισμένο. Ούτε τυχαία επιλογή. Κι είναι τελικά τόσοι πολλοί αυτοί που βγάζουν την ψυχή τους στο μαντολίνο και το τραγούδι τους. Έτσι. Χωρίς κανείς να τους το ζητήσει. Χωρίς κανείς να τους στηρίξει. Ή πιο σωστά, «στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις». Δεν είναι εποχή για χοντροκομμένες αναλογίες και λυσάρια. Μα όλο αυτό έχει κάτι από έναν τρόπο γνώριμο στα μέρη μας. Που ενώ υπάρχει και λειτουργεί, μοιάζει πάντα ελλιπής, ανολοκλήρωτος κι ενίοτε παραστρατημένος. Θα δείξει.
Ζούμε μάλλον ένα περίεργο μεσοδιάστημα. Πρωτότυπο όπως όλα τα πραγματικά μεσοδιαστήματα. Τα νέα σημεία αναφοράς δεν έχουν ακόμα δημιουργηθεί κι ούτε θα μοιάζουν με τα παλιά. Οι αγώνες και τα κινήματα όλων αυτών των χρόνων δεν άφησαν πίσω τους «ηγέτες». Σαν με έναν περίεργο τρόπο να ήθελαν έτσι να προστατέψουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Αν κάτι πάντως δεν έχει παγώσει μέσα στην δύσκολη αυτή περίοδο είναι ο πολιτισμός. Ομάδες, θέατρα, πιτσιρικάδες που παίζουν μουσική, παραδόσεις που εμπλουτίζονται. Κι ας μην «κατέχουν» κάμποσοι απ’ αυτούς τον Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί αυτή η έκρηξη; Είναι απλά διέξοδος; Φάρμακο; Λύτρωση; Φύση; Μπορεί. Μα όλα αυτά προϋποθέτουν και γεννούν καημούς και σκιρτήματα, δηλαδή λαϊκή ενέργεια. Κάτι που το υπουργείο Πολιτισμού μιας κυβέρνησης που εξοντώνει το λαό της δεν πρόκειται ποτέ να δημιουργήσει. Κάτι που αποτελεί το μοναδικό λόγο για να παραμένουμε αισιόδοξοι. Κάτι που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις μετατροπές της.
Θα έρθει η ώρα όπου οι διάσημοι και οι «επώνυμοι» αυτού του τόπου θα βγάλουν από τα συρτάρια τους τις φωτογραφίες που κατάφεραν να βγάλουν πλάι στον Μίκη Θεοδωράκη, κλέβοντας λίγη από τη δόξα του. Οι περισσότερες θα είναι από τα παλιά. Γιατί τα τελευταία χρόνια, σαν αναδρομή αλλά και για τον ίδιο προσωπικά, κόπηκαν οι δεσμοί με τους κυβερνώντες και την εξουσία. Χωρίς περιστροφές, ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται «με το μέρος» όχι απλά του πληττόμενου αλλά και του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού. Ό,τι και να γίνει, λοιπόν, η καπηλεία του θα έχει ένα όριο. Αυτό που έθεσε ανεπιστρεπτί η φωτογραφία του μέσα στα δακρυγόνα της Πλατείας Συντάγματος. Μέσα στο κόσμο που μούντζωνε το Κοινοβούλιο. Σε όσα γράφει όλο το τελευταίο διάστημα και θάβονται με μαεστρία από τον επίσημο πολιτικό κόσμο.