Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη*

 

Όπως και σ’ ένα παιδί, η αυτο-έκφραση, η ελευθερία να εκφράζει τον εαυτό του, τις ανάγκες του, τα συναισθήματά του και τις φυσικές κλίσεις του είναι μια πυρηνική ανάγκη, έτσι και στις συλλογικότητες. Είναι υπαρξιακή ανάγκη η ελευθερία να συμπεριφερόμαστε αυθόρμητα, χωρίς υπερβολικές αναστολές. Να επιδιδόμαστε στις δραστηριότητες και τα ενδιαφέροντα που ικανοποιούν εμάς τους ίδιους, συμπεριλαμβάνοντας την εδραιωμένη πεποίθηση ότι οι ανάγκες μας είναι, τουλάχιστον, το ίδιο σημαντικές, όσο και αυτές άλλων συλλογικοτήτων.

Όμως, η νεοελληνική συλλογικότητα δεν ενθαρρύνθηκε ποτέ στην έκφραση των ουσιαστικών αναγκών της. Δεν είναι λίγες οι κρίσιμες ιστορικές στιγμές στις οποίες όταν, με χίλια βάσανα, κατόρθωσε να εκφραστεί το συλλογικό μας «συναίσθημα» ή πετάχτηκε στο διεθνές καλάθι των αχρήστων ή τιμωρήθηκε σχεδόν παραδειγματικά, κάνοντας το λαό μας να νιώθει αδύναμος και ματαιωμένος. Το δημοψήφισμα του περυσινού Ιούλη, τα συναισθήματα που το συνοδεύουν, έχουν πια καταγραφεί και αυτά στη μακρόσυρτη συλλογική μας συνείδηση, ενισχύοντας τη χρόνια ενοχική και καταθλιπτική συμπτωματολογία μας.

Με ψυχαναλυτικούς όρους, η «Ευρώπη», για την ακρίβεια η Ευρώπη και η Ευρώπη «Εσωτερικού», σαν μια αυταρχική μητέρα, δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένη από μας. Πάντα προσπαθούσε να μας αλλάξει, να μας εξηγήσει, με το καλό ή με το στανιό, πως θα έπρεπε να είμαστε. Η δική μας ταυτότητα δεν είχε και πολύ μεγάλη σημασία. Εκπαιδευτήκαμε να απωθούμε τις ανάγκες μας για να μην ξεσηκώσουμε την οργή του Οθωμανού «πατέρα» ή να μην προκαλέσουμε την απόρριψη από την ευρωπαϊκή μητέρα. Ίσως, μ’ έναν τρόπο, από το ανολοκλήρωτο ‘21 και μετά, να μην υπήρξαμε σχεδόν ποτέ. Να μη νιώσαμε ότι υπάρχουμε ως διακριτή συλλογική οντότητα με τα δικά της διαρκή ταυτοτικά χαρακτηριστικά, γιατί κάθε προσπάθεια συλλογικής αυτοέκφρασης πνίγηκε, κυριολεκτικά, στην κούνια της ή και στο αίμα της, αφήνοντας μια πικρή γεύση διάψευσης και απογοήτευσης.

Αυτό το κατακάθι της καταπιεσμένης έκφρασης του συλλογικού μας εαυτού, θρέφει την υποταγή, την υποχώρηση μπροστά στη βούληση του ντόπιου και ξένου εξουσιαστή. Ακόμη και η μειονεκτική προβολική ταύτιση με τον κυρίαρχο Ευρωπαίο Άλλο, η ψευδαίσθηση ότι #Μένουμε Ευρώπη και παρατηρούμε τα ελληνικά πράγματα κάπου από το Café De La Paix, τροφοδοτείται από αυτό το θεμελιωδώς ανεκπλήρωτο.

Εκεί ακριβώς ανάγεται και το σημερινό μας αδιέξοδο. Κατά συνέπεια, κάθε συλλογική μας έκφραση θα αποτελεί ρήγμα στον παγιδευτικό τοίχο της υποτακτικότητας μας. Και εδώ έγκειται ο ρόλος της Αριστεράς, με το α κεφαλαίο και χωρίς εισαγωγικά. Να οργανώσει συστηματικά τις δομές, τα μέσα, τους πόρους και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες η χρόνια απωθημένη έκφραση του Λαού μας θα αναγνωριστεί, θα κατατεθεί και θα εκπληρωθεί. Ας ρωτήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, εκεί έξω, πώς φαντάζονται τον εαυτό τους, τον τόπο τους, ποιες είναι οι αληθινές ανάγκες τους, πώς ονειρεύονται να τις ικανοποιήσουν και τί είναι διατεθειμένοι να χάσουν για να τις υπερασπιστούν. Αν τους εμπιστευόμαστε. Αν έχουμε, πραγματικά, απογαλακτιστεί από τις νευρωτικές υπερ-αναπληρώσεις των φωτισμένων πρωτοποριών και τα εξουσιαστικά τερτίπια της ψευδο-συμμετοχικότητας. Η ανάγκη είναι για μετοχή και όχι για «επίθετα» και τριμμένα «ρήματα». Ένα προσεκτικά δομημένο ερωτηματολόγιο και κάμποση δόση σύγχρονης τεχνολογίας, ίσως να είναι αρκετά για να πυροδοτηθεί η αποπαγίδευση του λαού, του τόπου και του τρόπου μας.

*Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!