Όποιος πέφτει στη θάλασσα κι από το φίδι αρπάζεται

 

Αναδύεται από τα έγκατα της γης, προσπαθώντας να προσανατολιστεί με το βλέμμα. Στην πλατεία -τρόπος του λέγειν -Πλατεία- του Αγίου Νικολάου, ολόγυρα κτίρια από γυαλί και σίδερο. Πολυκατοικίες-συρταροθήκες δίπλα σε σπίτια μισοχτισμένα, ήδη ερειπωμένα. Καταστήματα με απλωμένη την πραμάτεια στα στενά πεζοδρόμια. Λαϊκές ταβέρνες και φτηνές καφετέριες επεκτείνουν το χώρο που τους ανήκει, διεκδικώντας τον με σκονισμένα πλαστικά παραπετάσματα. Φιλοδοξία των πρώην και νυν Αρχόντων της πόλης, η απομίμηση των ήδη παρακμασμένων Λαδάδικων της Θεσσαλονίκης. Στις γωνίες βουνά από χρησιμοποιημένα χαρτοκιβώτια, λάκκοι με λάσπες, μάντρες με βρομιές. Όλα πνιγμένα στο θόρυβο και τη σκόνη. Οι πεζοί ακροβατούν βρίζοντας, τα οχήματα κορνάρουν δαιμονισμένα. Στα ρολά ενός ξενοίκιαστου καταστήματος η κραυγή: Πόσο χειρότερη ακόμα μπορείτε να κάνετε την κοινωνία;

Ο ιερός ναός του θαλασσινού Αγίου, μαρτυρά τις επιστρώσεις της Ιστορίας σ’ αυτήν την πόλη: αρχικώς μοναστήρι του Λαζάρου που φιλοξενούσε γυναίκες, στη θέση του οι τούρκοι έχτισαν τζαμί αφιερωμένο στον βεζίρη Ιμπραχήμ, στη συνέχεια Ελληνικό Μονοπώλιο του πολύτιμου άλατος, τέλος χριστιανικός ναός του Αγίου Νικολάου. Πολιούχος κάποτε της πόλης, καθαιρέθηκε από τον Απόστολο Παύλο. Στη νότια πλευρά του ναού το φανταχτερό ψηφιδωτό αναπαριστά το πρώτο βήμα του Αποστόλου των Εθνών εν Ευρώπη, για να ποζάρουν εμπρός του τα σμήνη των γιαπωνέζων τουριστών.

Στους γύρω στενούς δρόμους πλήθος κόσμου. Αν κάποιος βρεθεί ολομόναχος, το μόνο που του προσφέρουν είναι ακόμα περισσότερη μοναξιά∙ και απορία

Ισορροπεί επικίνδυνα. Οι ανασηκωμένες πλάκες και οι κακοτεχνίες στα πεζοδρόμια δυσκολεύουν την πορεία του. Πλήθος τα ξεθωριασμένα «Πωλείται» και «Ενοικιάζεται» στις προσόψεις των καταστημάτων. Τα πεζοδρόμια της Σπετσών προφυλάσσονται από τσιμεντένια κολονάκια. Σε ένα από αυτά είναι καθισμένος ένας χοντρός εργάτης της ανεγειρόμενης οικοδομής, καπνίζοντας. Οι ευτραφείς γλουτοί του ξεχειλίζουν δεξιά και αριστερά, εξαφανίζοντας το κολονάκι από τη μέση και πάνω. Το θέαμα είναι σοκαριστικό.

Σε κάθε στροφή όλα μεταμορφώνονται, αλλάζουν πρόσωπο και χρώμα. Ένα πολύχρωμο πλήθος, με σαστισμένα πρόσωπα σέρνεται σαν ποτάμι. Σώματα αλλοδαπών τον παρασύρουν σε αντίθετη από αυτή που υπολογίζει κατεύθυνση.

Το κύμα τον ξεβράζει στην οδό Ομονοίας, την ώρα που εμφανίζονται έξι άντρες ντυμένοι στα μαύρα. Τα κεφάλια τους είναι ξυρισμένα. Στα μπράτσα τους διακρίνονται στιγματισμένοι περιμετρικοί μαίανδροι, αριστερόστροφες σβάστικες. Στριμώχνουν στον τοίχο τρεις διερχόμενους μελαψούς αλλοδαπούς. Ένας της ομάδας, σε ρόλο «μεγάλου», σκαρφαλώνει σε ένα αναποδογυρισμένο καφάσι. Οι φλέβες στο μέτωπό του πάλλονται από ένταση. Στρέφεται προς την ομήγυρη που έχει συγκεντρωθεί. Η βραχνή φωνή του ντεραπάρει από οργή.

Έλληνες, βρυχάται, το οικονομικό θέμα θα λυθεί απ’ τη στιγμή που θα φύγουν από τη χώρα οι βρομιάρηδες. Μόλις ξελαφρώσουμε απ’ αυτούς που μας τρώνε το ψωμί, αναπνέουν τον αέρα τον ελληνικό, μας σκοτώνουν. Το θέμα είναι απλό: να φύγει η χολέρα, να μείνουν τα λεφτά σε μας. Κι οι συντάξεις νανέβουν, και να μην έχουμε άνεργους. Αυτοί ρε, δεν είναι άνθρωποι, είναι υπάνθρωποι. Δε μας ενδιαφέρει η ύπαρξή τους.

Οι οπαδοί με τα μαύρα αποχωρούν με στρατιωτικό βηματισμό.

Ανηφορίζει την Θεοδώρου Πουλίδου. Τον έλκει η ιστορική χερσόνησος της Παναγίας, με τη στεφάνη του κάστρου, το φάρο στο τέλος του κόσμου, το κόσμημα του Ιμαρέτ και την πολύχρωμη κίνηση. Περιεργάζεται τις σκονισμένες επιγραφές της Σχολής, αδυνατώντας να διαβάσει τη δυσανάγνωστη αραβική γραφή, ώστε να αναγνωρίσει τα κλέη και την ευσπλαχνία του χεδίβη της Αιγύπτου προς τη γενέτειρά του, τότε που αυτή είχε καταστεί τόπος διαμονής των σοφών. Δεν είναι σε θέση να ανιχνεύσει τον πόθο της αθανασίας του, δεν υποπτεύεται καν τη σημασία του ελάχιστου της ζωής του Μωχάμετ Άλη. Εάν εδύνατο, θα διάβαζε την κτητορική επιγραφή ως ακολούθως:

Ο Βεζύρης του Σουλτάνου Μαχμούτ Χαν, ο οποίος ανήκει στην Μέκκα, στο σπίτι του Θεού, ο Γαζής Αλή Πασάς, ο Βαλής της Αιγύπτου, ο τον κόσμον κοσμών, του οποίου το ένδοξον όνομα αποτελείται από Μουχαμάντ και Άλη, ο κάλαμός μου γράφει με σεβασμόν έκαστον γράμμα του ονόματός του. […]

Ο προορισμός αυτού υπήρξεν εσαεί αγαθοεργία. Οικοδόμησεν τώρα έναν εξαίρετον μεντρεσέ, του οποίου τα πλεονεκτήματα ο κάλαμός μου δεν δύναται να περιγράψει.

Περιλαμβάνει στο εσωτερικό του βιβλιοθήκην, και πλείστα όσα κελλιά και διαμερίσματα με τιμήν ανήγειρεν εκ θεμελίων. Αυτό το ευαγές εγκαθίδρυμα οικοδόμησεν προοριζόμενον διά την ιερή του πατρίδα, ώστε μέχρι την Δευτέραν Παρουσίαν το όνομά του να διαιωνίζεται με αγαθή προσευχή. Αξίζει να γίνει το υπόστεγον τούτο φωλεά φοινίκων. Από κάθε παράθυρόν του πνέει άνεμος ιερός.

Σε κάθε δωμάτιόν του κρύβεται ένας ανεκτίμητος θησαυρός ευτυχίας της αλχημείας, με την οποίαν πάντα οι επιστήμονες ευεργετούνται. Η απαράμιλλος αυτή πόρτα της επιστήμης έγινεν άνευ αντιτίμου. Είθε ο Αλλάχ να ανταποδώσει στον ιδρυτήν του τα ίσα. Αυτόν τον εξαίρετον θησαυρόν της επιστήμης ανοικοδόμησεν ο Μουχαμάντ Αλή Πασάς.

1233 – Οθωμανικού έτους Ρουμί.

*  *  *  *  *

Κάτω στο Λιμάνι Απόστολος Παύλος καταφθάνει το, με σημαία Μπαχάμες, Seven Seas Voyager. Οι επτακόσιοι επιβάτες, στην πλειοψηφία τους αμερικανικής και γερμανικής υπηκοότητας, θα περιηγηθούν την Παλιά Πόλη, θα επισκεφθούν το Βαπτιστήριο της πρώτης Ευρωπαίας χριστιανής Λυδίας και τον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων. Αναχώρηση την επομένη με προορισμό το Λιμάνι της Istanbul, συνεχίζοντας την κρουαζιέρα στην Μεσόγειο.

Ακολουθεί το ταχύπλοο Seajets. Σταθερά δρομολόγια τρεις φορές την εβδομάδα. Σε κάθε ταξίδι αποβιβάζονται πεντακόσιοι Σύριοι. Κυνηγημένοι κάθε ηλικίας, που αφήνουν τα σπίτια και την πατρίδα τους για να σωθούν από την οργή του πολέμου. Χιλιάδες πέρασαν απ’ αυτή την πόλη, με προορισμό την Κεντρική Ευρώπη. Στο πρόσωπό τους ζωγραφισμένος ο τρόμος και πλήθος ερωτηματικών. Κυριαρχεί το κλάμα των μωρών.

Σκέφτεται: Kανείς δεν ρίχνει το παιδί του στη θάλασσα αν δεν έχει γίνει πιο επικίνδυνη η στεριά.

Αυτή η ίδια θάλασσα, στην οποία νοερά ανατρέχει διαρκώς, γίνεται οι εκβολές της καταστροφής. Και η Ευρώπη του Διαφωτισμού στέκει και κοιτά – με τους μισούς να ψαρεύουν στα θολά νερά του εθνικισμού. Φοβάται μήπως πάψει να μπορεί να κοιτάζει αυτή τη θάλασσα. Μήπως γίνει εχθρός του. Αυτή και η Ευρώπη, που δημιούργησε τα κύματα της φυγής. Και δεν του αρκεί να στηθεί στις ακτές βοηθώντας. Δεν φτάνει η κίνηση των συλλόγων ευαισθητοποιημένων πολιτών που συλλέγουν μικρά μπουκάλια νερού, χυμούς, μωρομάντηλα, σταφίδες, ξηρούς καρπούς ανάλατους, μπισκότα χωρίς γέμιση, κρουασάν, αλουμινοκουβέρτες.

Ανασύρει από μια κούτα ένα λούτρινο κουκλάκι και το προσφέρει σε ένα κορίτσι που κρατιέται από τη μακριά φούστα της μάνας του. Εκείνο χαμογελάει αμήχανα. Το βλέμμα του χιλιάδες ευχαριστώ.

Σκέφτεται: Όποιος πέφτει στη θάλασσα κι από το φίδι αρπάζεται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!