Του Γιώργου Κατρούγκαλου. Η υπόθεση της ΕΡΤ αποκαλύπτει δύο πράγματα, με πανηγυρικό τρόπο:

Πρώτον, την πολλαπλή αποτυχία της κυβέρνησης. Ο αυταρχικός τυχοδιωκτισμός της επίθεσης στο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό τομέα, δεν ήταν μόνο ένας αντιπερισπασμός που επιχείρησε σπασμωδικά να καλύψει το ράγισμα του success story από το φιάσκο της ΔΕΣΠΑ, αλλά κυρίως μια ομολογία της αβυσσαλέας κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα της δημόσιας διοίκησης.

Όχι μόνον δεν έπραξαν τα κόμματα της συγκυβέρνησης οτιδήποτε για τον ουσιαστικό εξορθολογισμό και εκδημοκρατισμό της τελευταίας (πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, να αναιρέσουν τον πελατειακό εαυτό τους;) αλλά απέτυχαν και να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους έναντι των δανειστών. Επειδή στο κυνήγι κεφαλών, που είχαν αποδεχθεί, δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσουν 2.000 κρανία καρατομημένων δημοσίων υπαλλήλων, επέλεξαν την κατάργηση της δημόσιας τηλεόρασης.

Δεύτερον, την πρόθεση του πρωθυπουργού να κυβερνήσει, στο εξής, ακόμη πιο αυταρχικά, χωρίς κανένα πρόσχημα σεβασμού της συνταγματικής νομιμότητας. Τι κι αν το Σύνταγμα μας κατοχυρώνει στο άρθρο 15 την ευθύνη του κράτους για άμεσο έλεγχο της ραδιοτηλεόρασης, προκειμένου να εξασφαλίζεται αντικειμενική ενημέρωση και ποιοτικές εκπομπές; Ποιος θα τα συζητήσει αυτά, εφόσον οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται πλέον από τη Βουλή, ούτε καν καθ’ υπαγόρευσιν, αλλά επιβάλλονται με τα fiat των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου; (Για την έκδοση των οποίων, βεβαίως, φέρει βαρύτατη ευθύνη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως το μόνο αρμόδιο πολιτειακό όργανο να ελέγξει τη μη συνδρομή κατάστασης επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, στο άρθρο 44 παρ. 1.)

Είναι προφανές ότι όταν το Σύνταγμα καταπατείται με αυτόν τον τρόπο, και η Δημοκρατία υπονομεύεται. Δυστυχώς, δε, και το Συμβούλιο της Επικρατείας, παρά την αρχική θετική προσωρινή διαταγή του προέδρου του, για μια ακόμη φορά, ανέχθηκε το μνημονιακό Παρασύνταγμα. Κατ’ αρχάς πρέπει να γίνει σαφές ότι και η προσωρινή διαταγή και τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν προσωρινές ρυθμίσεις ασφαλιστικών μέτρων, που δεν κρίνουν την ουσία της υπόθεσης.

Από τη φύση τους, λοιπόν, δεν μπορούν να λύσουν οριστικά κανένα θέμα, πολύ λιγότερο να επικυρώσουν τον τερματισμό της λειτουργίας της ΕΡΤ ή τα θέματα της εργασιακής κατάστασης των υπαλλήλων της. Γι’ αυτό το λόγο, ανεπίτρεπτα, η απόφαση αναστολής (σε αντίθεση με την προσωρινή διαταγή) έκανε λόγο για «καταργηθείσα ΕΡΤ», εφόσον αυτό είναι το αντικείμενο της ακυρωτικής δίκης του Σεπτεμβρίου.

Στα θετικά και των δύο αποφάσεων είναι, βεβαίως, ότι αντιμετώπισαν το κενό λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ως ανεπίτρεπτη διακοπή μιας δημόσιας υπηρεσίας με συνταγματικό έρεισμα. Για το σκοπό αυτό διέταξαν την αναστολή της εκτέλεσης της ΚΥΑ, επί λέξει: «Αποκλειστικά ως προς το μέρος της, με το οποίο προβλέπεται: α) ότι διακόπτεται η μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και η λειτουργία διαδικτυακών ιστοτόπων της ΕΡΤ Α.Ε. και β) ότι οι συχνότητες της ΕΡΤ Α.Ε. παραμένουν ανενεργές (άρθρο 2 παρ. 2 περ. β της παραπάνω ΚΥΑ)».

Ο μόνος νόμιμος τρόπος άμεσης εφαρμογής των αποφάσεων αυτών, που έχουν, κατά το Σύνταγμα, άμεση και δεσμευτική ισχύ, είναι η (προσωρινή, έστω, μέχρι τη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης) αναστολής της διακοπής της εργασιακής σχέσης των εργαζομένων της ΕΡΤ, εφόσον η κυβέρνηση δεν είχε φροντίσει να έχει έτοιμη την διάδοχη κατάσταση. (Ορθά επισημάνθηκε το γεγονός αυτό από την εύστοχη, για μία ακόμη φορά, μειοψηφία της συμβούλου, κυρίας Καραμανώφ).

Όσο η κυβέρνηση σχεδιάζει αλλότρια, εξακολουθεί να παρανομεί και έναντι του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και τούτο διότι οτιδήποτε δεν απαιτεί τη λήψη κάποιου πρόσθετου οργανωτικού μέτρου όπως, ιδίως, η εκ νέου επανενεργοποίηση των συχνοτήτων, έπρεπε ήδη να έχει εφαρμοστεί. (Όπως ήδη επαναλήφθηκε η λειτουργία του Καναλιού της Βουλής.) Οι δε Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις, που εκδόθηκαν κατόπιν εορτής και προβλέπουν μεταβατικές προσλήψεις και άλλα σχετικά οργανωτικά μέτρα, είναι επίσης παράνομες, διότι προδήλως κείνται εκτός των ορίων ακόμη και της ευρύτατης νομοθετικής εξουσιοδότησης που παραχώρησε στην κυβέρνηση η αντισυνταγματική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. Άλλωστε, οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ, παρά τα αντίθετα που διαδίδουν τα χαλκεία, δεν είναι ακόμη απολυμένοι, παρά την πρόβλεψη του άρθρου 3 της ΚΥΑ: Σύμφωνα με το Εργατικό Δίκαιο, η εργασιακή σχέση Ιδιωτικού Δικαίου λύεται μόνο μετά την επίδοση της καταγγελίας και την καταβολή της αποζημίωσης. Σύμφωνα, δε, με το Εμπορικό Δίκαιο, ο βίος μιας ανώνυμης εταιρίας, όπως η ΕΡΤ, λήγει μόνον μετά το τέλος της εκκαθάρισης της.

Η ουσία έγκειται στο ότι καμιά θεσμική τομή ή μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει χωρίς δημοκρατία. Η λειτουργία της ΕΡΤ, μέσω της αυτοδιαχείρισής της από τους ίδιους τους εργαζομένους της, έδειξε ότι μια δημόσια ραδιοτηλεόραση, που θα είναι ανοιχτή στην κοινωνία και όχι δέσμια της κυβερνητικής προπαγάνδας, δεν αποτελεί ουτοπία.

Απλώς, δεν μπορούν ποτέ να τη σχεδιάσουν οι πρωτεργάτες των φαύλων πρακτικών του παρελθόντος, οι διαφθορείς και διεφθαρμένοι που –τάχα- ανακάλυψαν την διαφθορά της ΕΡΤ. Ποιος, άραγε, πιστεύει πλέον το αντίθετο;

* Ο Γιώργος Κατρούγκαλος
είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!