«Προφάσεις εν αμαρτίαις» της κυβέρνησης για τα ΜΜΕ

της Βασιλικής Σιούτη

 

Το Μέγαρο Μαξίμου κατάφερε με μεγάλη επιτυχία να δημιουργήσει ένα σημαντικά ισχυρό δίκτυο επιρροής στα ΜΜΕ μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τα πράγματα στράβωσαν όμως εν μέρει, όταν αποφάσισαν να ασχοληθούν με τον έλεγχο των τηλεοπτικών σταθμών, καθώς μια σειρά ατυχών χειρισμών αποτέλεσαν την αιτία να τους απομακρύνει από το επιθυμητό, για αυτούς αποτέλεσμα.

Το βασικό κλειδί για την ερμηνεία όσων συνέβησαν ήταν η αλλαγή της αρχικής θέσης του ΣΥΡΙΖΑ (και) στο ζήτημα αυτό. Έτσι η «πάταξη της διαπλοκής» έγινε «τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο» που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Αντί να τους «ταράξουν στη νομιμότητα», όπως έλεγε κάποτε ο Αλέξης Τσίπρας, αποφάσισαν ότι το σημαντικότερο ήταν «να τους πάρουν λεφτά».

Συγκεκριμένα ο Αλέξης Τσίπρας είχε δηλώσει πριν από τον διαγωνισμό ότι «τις άδειες θα τις πάρουν αυτοί οι οποίοι θα πληρώσουν περισσότερο και οι οποίοι όμως θα είναι εντάξει, τα χαρτιά τους θα είναι εντάξει, θα έχουν ασφαλιστικές ενημερότητες, θα έχουν φορολογικές ενημερότητες». Μια δήλωση ωστόσο, η οποία δεν καλύπτει το θέμα της προέλευση των χρημάτων. Τότε είχε υπενθυμίσει τα αυτονόητα ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Κώστας Χρυσόγονος, επισημαίνοντας ότι «οι τηλεοπτικές άδειες δεν μπορεί να έχουν μόνο οικονομικά κριτήρια, αλλά και κριτήρια, τα οποία να θωρακίζουν το δημόσιο βίο της χώρας απέναντι στο κίνδυνο να βρεθούν Μέσα Ενημέρωσης υπό τον έλεγχο προσώπων τα οποία, για παράδειγμα να σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα». Ο Αλέξης Τσίπρας ωστόσο ως προς αυτό είχε δηλώσει, ότι δεν είχε καμία εντύπωση «ότι θα έρθουν ευαγή ιδρύματα να καταθέσουν ευγενικές προσφορές», προσθέτοντας: «Ούτε μας ενδιαφέρει στο τέλος-τέλος ποιοι θα είναι αυτοί οι οποίοι θα πάρουν τις άδειες».

 

Ο ορισμός της διαπλοκής

Διαπλοκή όμως, όπως την είχε -σωστά- περιγράψει και ο ίδιος ο Τσίπρας, είναι «το αμαρτωλό τρίγωνο που στη μια κορυφή έχει το πολιτικό σύστημα, στην άλλη εκδότες ή ιδιοκτήτες ΜΜΕ και τις τράπεζες με τα θαλασσοδάνεια». Για την πάταξη της διαπλοκής και το σπάσιμο του αμαρτωλού τριγώνου, αρκεί η απόσυρση της μίας πλευράς, του πολιτικού συστήματος δηλαδή. Τόσο απλό είναι, αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση. Εδώ ωστόσο δεν φαίνεται να υπάρχει αυτή η βούληση. Είδαμε επιχειρηματίες-ιδιοκτήτες ΜΜΕ να επισκέπτονται το Μέγαρο Μαξίμου και όχι μόνο οι συζητήσεις αυτές να μην γίνονται δημόσια, ως όφειλαν, αλλά να μην ανακοινώνεται ούτε καν το πλαίσιο των συναντήσεων αυτών.

Είδαμε εργολάβους-υποψήφιους καναλάρχες, να παρακολουθούν στην πρώτη σειρά δίπλα σε κυβερνητικούς βουλευτές, κομματικές ομιλίες του αρμόδιου υπουργού για τις άδειες. Πληροφορηθήκαμε ότι υποψήφιοι καναλάρχες έχουν προσωπικές σχέσεις (όπως κουμπαριές τις οποίες θα αφήναμε πίσω) με υπουργούς, οι οποίοι τους δίνουν και δημόσια έργα. Αποκαλύφθηκε ότι υποψήφιοι καναλάρχες που παίρνουν δημόσια έργα, λαμβάνουν ταυτόχρονα τεράστια δάνεια δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, σε μία περίοδο που είναι δύσκολη-αν όχι αδύνατη, η αντίστοιχη δανειοδότηση ακόμα και για κερδοφόρες επιχειρήσεις. Και αυτά από μία τράπεζα που ελέγχεται από την κυβέρνηση. Αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της διαπλοκής στην πράξη, τότε ποιος είναι;

Η κυβέρνηση βρήκε ως δικαιολογία, μετά το τσουνάμι των αποκαλύψεων σχετικά με τον Ι. Καλογρίτσα που θα έφτιαχνε το φιλικό κανάλι, ότι αφού τελικά δεν πήρε την άδεια, αυτή είναι η απόδειξη ότι είναι αμερόληπτοι. Την άδεια όμως τελικά δεν την πήρε επειδή δεν κατάφερε να πληρώσει μετά τις αποκαλύψεις για την Τράπεζα Αττικής και τα εμπόδια που προέκυψαν -όχι βεβαίως από την κυβέρνηση- σχετικά με τον δανεισμό του.

Εδώ να επισημάνουμε ότι η κυβέρνηση ισχυριζόταν πως οι καναλάρχες στο νέο τηλεοπτικό τοπίο δεν θα έπρεπε να βασίζονται σε θαλασσοδάνεια χωρίς αξιόπιστες εγγυήσεις, γιατί τότε τα κανάλια δεν θα είναι βιώσιμα και έτσι θα πέφτουν στον πειρασμό της διαπλοκής… Αντίθετα με όσα ισχυριζόταν, όμως, καμία πρόνοια δεν υπήρξε εκ μέρους της, ώστε να αποτραπούν τα «θαλασσοδάνεια χωρίς αξιόπιστες εγγυήσεις». Όσο για τη βιωσιμότητα των καναλιών, το τίμημα που προέκυψε, δεν επιτρέπει την απόσβεσή του τα επόμενα χρόνια. Άρα όταν κάποιος επενδύει χρήματα που γνωρίζει ότι δεν θα καταφέρει να αποσβέσει, τότε πιθανόν προσβλέπει σε άλλα οφέλη και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μία πολύ ισχυρή ένδειξη διαπλοκής.

Τέλος πολύ σοβαρό είναι το ζήτημα με το Πόθεν Έσχες των λεγόμενων υπερθεματιστών, καθώς όλες οι υπάρχουσες ενδείξεις και μαρτυρίες καταδεικνύουν ότι δεν έγινε ουσιαστικός έλεγχος σε βάθος, άρα δεν υπάρχουν εγγυήσεις για την προέλευση των χρημάτων.

Όσο για το τίμημα που καταβλήθηκε ήδη ή θα καταβληθεί με τις επόμενες δόσεις, εκφράζονται σοβαρές ενστάσεις ότι η απώλεια εσόδων από το κλείσιμο των υπόλοιπων σταθμών (συν τα της άδειας) και το κόστος της ανεργίας που θα προκληθεί, δημιουργούν μεγαλύτερη ζημιά από το κέρδος.

 

Το χρήμα στο τιμόνι

Υπήρχε άλλος τρόπος; Η απάντηση είναι ναι, υπήρχε ο θεσμικός τρόπος, που θα συνδύαζε την πάταξη της διαπλοκής με τη νομιμότητα και την υποχρέωση όσων θα έπαιρναν άδεια να πληρώσουν. Η πρώτη προτεραιότητα μιας δημοκρατικής κυβέρνησης όμως, σε κάθε περίπτωση έπρεπε να είναι η θωράκιση του δημόσιου βίου απέναντι στον κίνδυνο να βρεθούν Μέσα Ενημέρωσης υπό τον έλεγχο προσώπων που έχουν τελέσει αδικήματα ή έχουν βλάψει το δημόσιο συμφέρον.

Στη συνέχεια η κυβέρνηση έπρεπε να θέσει σειρά ποιοτικών κριτηρίων που θα εξασφάλιζαν μία στοιχειώδη ποιότητα του προγράμματος και πλουραλισμό και να έδινε τη δυνατότητα στα κανάλια που είχαν τις προσωρινές άδειες –προκειμένου να μην μείνουν μεσούσης της συνεχιζόμενης κρίσης αρκετές εκατοντάδες εργαζομένων ακόμα χωρίς δουλειά- να πληρώσουν το τίμημα που θα έκριναν ότι αναλογεί για μία άδεια, σύμφωνα και με την περιβόητη μελέτη που οι ίδιοι έκαναν και μιλάει για μία διαφημιστική πίτα περιορισμένων ορίων.

Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση έπρεπε να προχωρήσει σε ουσιαστικό έλεγχο του Πόθεν Έσχες των καναλαρχών και να αποκλειστούν όσων η προέλευση των χρημάτων είναι αμφίβολη.

Κι ακόμα, μια κυβέρνηση που θέλει να αποκαλείται αριστερή, δεν μπορεί να θέτει ως αποκλειστικό κριτήριο το χρήμα και να αποκλείει π.χ. έναν φορέα σύμπραξης πανεπιστημίων, σωματείων και τοπικής αυτοδιοίκησης. Με ποια λογική απέκλεισε εκ των προτέρων μια τέτοια δυνατότητα όπως και π.χ. και ένα συνεταιρισμό άνεργων δημοσιογράφων, σε μια χώρα που μαστίζεται από την ανεργία;

Και φυσικά μία κυβέρνηση που θέλει να πατάξει τη διαπλοκή δεν επιτρέπει να λάβει άδεια επιχειρηματίας που σχετίζεται με το δημόσιο. Οι δικαιολογίες που ψέλλιζαν κυβερνητικά στελέχη ότι δεν επιτρέπει ο νόμος την απαγόρευσή αυτή, δεν είναι αληθείς και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Όμως η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά και προτίμησε να συνεχίσει στην ίδια λογική με του προηγούμενου καθεστώτος, δίνοντας απλώς τη δυνατότητα στη διαπλοκή να είναι νόμιμη. Όσο για το υψηλό τίμημα, που επαίρονται στο Μαξίμου, είναι εντελώς σχετικό το κέρδος της πολιτείας όσο συνεχίζει να υπάρχει η διαπλοκή, καθώς με μία μόνο υπόθεση π.χ. εύνοιας ή φοροαπαλλαγής, τα χρήματα που ένας επιχειρηματίας δίνει από τη μία τσέπη, μπορεί να τα πάρει διπλά από την άλλη. Όσο η διαπλοκή ζει και βασιλεύει, καμία εγγύηση δεν υπάρχει για τίποτα.

Το μόνο που πέτυχε η κυβέρνηση δηλαδή, εκ του αποτελέσματος είναι να χάσουν τις τηλεοπτικές άδειες τους οι Βαρδινογιάννης και Κοντομηνάς και να πάρουν τη θέση τους στο «πάνθεον» των καναλαρχών οι Μαρινάκης και Σαββίδης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!