Σύμφωνο συμβίωσης με το σύστημα
Η αναγνώριση της δομικής ανεπάρκειας πρώτο καθήκον για όποιον ενδιαφέρεται για μια διαφορετική πορεία
Του Ρούντι Ρινάλντι
Είναι αναγκαίο να κατανοηθεί το γεγονός της χρεοκοπίας της Αριστεράς, όσο οδυνηρή κι αν είναι η διαπίστωση αυτή για τους αριστερούς ανθρώπους και να περιγραφούν οι σημερινοί όροι της χρεοκοπίας, σε σχέση με τη στάση της στο νέο καθεστώς που έχει επιβληθεί μέσα από τη «μνημονιακή θεραπεία».
Σύστημα αγάπη μου…
Η Αριστερά ως δύναμη ελπίδας, ως φορές του «νέου» αλλά και χάραξης μιας εναλλακτικής πορείας δεν υφίσταται αυτή την στιγμή. Οι επιλογές που έγιναν από τον ΣΥΡΙΖΑ και η διαχείριση του ριζοσπαστισμού που αναδύθηκε στην περίοδο 2010-2015, διαχείριση που επέλεξε συνειδητά η ηγεσία του, οδήγησαν στην πλήρη ενσωμάτωση, τη μετάλλαξη και τη μετατροπή του οργανισμού σε πυλώνα της μνημονιακής και μεταπρατικής Ελλάδας, μέσα από τη φόρμουλα της Κεντροαριστεράς. Η εκτίναξη μιας δύναμης από το 4%-5% στη διακυβέρνηση θα ήταν ανεξήγητη αν δεν υπήρχε το πλαίσιο μιας καθολικής κρίσης που περικύκλωσε την χώρα οδηγώντας σε κατάρρευση το σύστημα των «παλιών» κομμάτων. Η απόσταση, όμως, από το αριστερό κόμμα καταγγελίας και ριζοσπαστικής κριτικής έως το συστημικό κυβερνητικό μόρφωμα διαχείρισης της κρίσης με δουλοπρεπή τρόπο προς την πραγματική εξουσία, όπως φάνηκε, δεν ήταν μεγάλη.
Ο ευρωπαϊσμός, ο κυβερνητισμός και οι γέφυρες με τα κέντρα εξουσίας (τράπεζες, ΗΠΑ κ.λπ.) έπαιξαν την κατάλληλη στιγμή το ρόλο που είδαμε. Η πρόσφορά του ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα είναι μεγάλη, γιατί με την επαναδιατύπωση μιας κεντροαριστερής φόρμουλας, καταλάγιασε την λαϊκή ορμή, έσπειρε αυταπάτες και τώρα διεκπεραιώνει όλη την βρόμικη δουλειά που ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος αδυνατούσε να προσφέρει στο σύστημα. Το πραγματικό σύμφωνο, το σύμφωνο των συμφώνων, είναι αυτό της συμβίωσης και ενσωμάτωσης της Αριστεράς στον αστικό κεντροαριστερό κόσμο, στην άθλια μορφή που έχει σήμερα, η οποία συμπυκνώνεται στο απόφθεγμα: «Υπηρετώ ό,τι διατάξουν στο Χίλτον, στις Βρυξέλλες, στην Ουάσιγκτον, στην Άγκυρα» φΤάνει να σφετερίζομαι την «εξουσία».
Η χώρα κυβερνιέται από ένα μείγμα ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ που εφαρμόζει την πολιτική «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική», εκμεταλλευόμενο την πολυδιάστατη αναξιοπιστία του υπόλοιπου πολιτικού κόσμου. Πλάι στο μείγμα ΠΑΣΟΚων και ΣΥΝασπισμένων που διεκπεραιώνουν τα μνημόνια υπάρχουν και ορισμένοι «ριζοσπάστες» που είδαν εξουσία και «τρελάθηκαν», αυτοαναγορεύοντας την άθλια πολιτική τους διεκπεραίωση σε «ταξική» συνηγορία υπέρ των αδυνάτων. Ο Τσακαλώτος, ασφαλώς, ψεύδεται για το πρόσημο της ταξικής πολιτικής που προωθεί και των υπογραφών που βάζει στα μνημόνια και τα προαπαιτούμενα. Γιατί είναι μεν ταξικότατη πολιτική, υπέρ του Σόιμπλε και των άλλων παιδιών της ευρωκρατίας, και ως τέτοια βυθίζει και καταστρέφει τη χώρα και το λαό (αλλά αυτή η έννοια δεν του αρέσει ούτε τον ενδιαφέρει φυσικά). Σε ένα μόνο έχει δίκιο ο ταξικιστής κ. Ευκλείδης. Ο Κέινς έχει πεθάνει. Σωστό, αλλά στη θέση του τι μπαίνει; Τι εφαρμόζεται με τα μνημόνια; Καθαρός νεοφιλελευθερισμός! Δείτε τι όμορφα ενσωματώθηκαν η δικαιωματική Αριστερά και ο κύκλος της Εποχής στο μνημονιακό σύστημα, σαν έτοιμοι από καιρό. Τόση ζημιά προκάλεσε ο κυβερνητισμός. Κρίμα!
Ε, δεν έγινε και τίποτα, τα ’λεγα εγώ, δεν τα ’λεγα…
Υπάρχει κι ένα τμήμα της Αριστεράς που νομίζει ότι αυτοδικαιώνεται απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ γιατί είχε προαναγγείλει την κατάληξή του. Πρόκειται για την Αριστερά της μακαριότητας, που τίποτα δεν έκανε τα 5 χρόνια της καταστροφής, που δεν αντιλήφθηκε τι έγινε και τι γίνεται. Μακάρια, λοιπόν, στην ψυχή και την πολιτική της φαντασίωση, θεωρεί την ύπαρξή της εντός συστήματος, μακριά από αναστατώσεις και εκρήξεις ως υπέρτατο στόχο. Υπάρχουμε, αντέχουμε, βαδίζουμε μπροστά, για την πλήρη ανατροπή, τον πλήρη σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, λες κι όλα αυτά θα γίνουν με κάποια μορφή αυτοματισμού. Η κύρια, αποκλειστική μορφή πάλης είναι η ψήφος. Ναι η ψήφος. Γιατί για να υπάρχεις χρειάζεσαι τις ψήφους, τα ποσοστά, τις έδρες κ.λπ. Αλλιώς δεν υπάρχεις. Αφού εξασφαλιστούν αναγκαία ψηφαλάκια για το Δ.Σ., την ομοσπονδία, το δήμο, την περιφέρεια και κυρίως τη Βουλή, όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα. Μένει μόνον η εξήγηση της υπαρκτής κατάστασης: Φταίνε κάποιοι άλλοι και όχι οι ίδιοι, ο λαός δεν καταλαβαίνει τη γραμμή μας – παρασύρεται, η ελληνική κοινωνία είναι συντηρητική, η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική χώρα, οπότε εξαγοράζονται ορισμένα στρώματα, δεν έχουμε σαφή σοσιαλιστική στρατηγική, κάποιοι πρόδωσαν κ.λπ., κ.λπ.
Η Αριστερά που νομίζει ότι δικαιώθηκε είναι νυχτωμένη, για τέσσερις λόγους:
Πρώτον, δεν κατάλαβε ότι κάτι «παίχθηκε» στη χώρα τα 5 τελευταία χρόνια και αυτό δεν ήταν ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν η επανεμφάνιση του λαϊκού κινήματος μέσα από μια ακηδεμόνευτη μορφή (απαράδεκτη συνθήκη για τις «πρωτοπορίες») και ο πρωταγωνιστικός ρόλος που αυτό έπαιξε.
Δεύτερον, η χώρα βρέθηκε στο επίκεντρο επιλογών ιστορικής σημασίας και γεγονότων τόσο για την ίδια όσο και συνολικά για την Ευρώπη. Ούτε αυτό το κατάλαβε η Αριστερά της καταγγελίας. Η Ελλάδα αποτέλεσε και αποτελεί ένα πρωτόγνωρο πείραμα για τη διαχείριση των νέων μορφών ιμπεριαλισμού εντός Ευρώπης.
Τρίτον, η καρδιά του προβλήματος στη χώρα εντοπίζεται στο άρρωστο διαβρωμένο διαπλεκόμενο πολιτικό σύστημα. Αυτή η αχίλλειος πτέρνα του συστήματος συνολικά, που είναι αντιληπτή από το μέσο πολίτη ως πηγή κακοδαιμονίας, ως διά μαγείας λησμονιέται ως στόχος, ως αίτημα, ως ανάγκη ριζικής τροποποίησης. Τα πάντα διά της ψήφου, διότι έως εκεί φτάνει το πνεύμα ουραγού της -κατά τα άλλα- θορυβώδους Αριστεράς.
Τέταρτον, η μνημονιακή και αλυσοδεμένη Ελλάδα (μισο-αποικία και όχι ιμπεριαλιστική δύναμη – άλλος παραλογισμός της «ατίθασης» Αριστεράς) βρίσκεται στη δίνη μεγάλων γεωπολιτικών αναταράξεων και αυτό ουδόλως ανησυχεί τη μακαριότητά της.
Ίδια γεύση…
Δεν είναι ασήμαντο το τμήμα της Αριστεράς που διαχωρίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η διαφοροποίηση 30-40 βουλευτών που δεν ψήφισαν το 3ο Μνημόνιο, μπορούσε να γίνει αφετηρία άλλων εξελίξεων. Αν, φυσικά, υπήρχε μια πρόταση για ανοικτή διεργασία, για την έκφραση ενός μεγάλου διάχυτου τμήματος του κόμματος αλλά κι ένα σήμα στην ευρεία εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ και του «όχι». Εδώ, όμως, υπερίσχυσαν οι ιδιομορφίες. Πρώτον, ένα τμήμα, το μεγαλύτερο, κινήθηκε με τρόπο «κλασικό» ως κόμμα μέσα στο κόμμα. Μιλάμε για το Αριστερό Ρεύμα που ήρθε μεν σε ρήξη με επιλογές της ηγεσίας, αλλά δεν είδε αυτοκριτικά τις ευθύνες που φέρει το ίδιο για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Είχε τη δύναμη να αποτρέψει επιλογές και δεν το έκανε, μπορούσε να διαχωριστεί από τις 20 Φλεβάρη και δεν το έκανε, συνέχισε να κρατά υπουργικές θέσεις και πόστα στο μηχανισμό. Η γραμμή «στηρίζω την κυβέρνηση – καταψηφίζω το μνημόνιο» ήταν εντελώς αδιέξοδη. Δεύτερον, δημιουργήθηκε εξαρχής ως κλειστό σχήμα και όχι ως ένα ενδιαφέρον εγχείρημα, ανοικτό, πληθυντικό, ενωτικό. Η κυρίαρχη ομάδα του Αριστερού Ρεύματος συμπεριφέρεται όπως ο ΣΥΝ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ των πρώτων χρόνων. Τρίτον, κινήθηκε με κύρια έγνοια και στόχο την κοινοβουλευτική αναπαραγωγή (έτρεφε αυταπάτες για ποσοστά του 8% και άνω) ενός υπαρκτού μηχανισμού εντός ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ και νόμισε ότι με την μονοκαλλιέργεια γύρω από το νόμισμα (ευρώ) θα εμφανιστεί ως κληρονόμος του «όχι».
Τώρα, βρίσκεται αντιμέτωπο με προβλήματα όπως ο μη διαχωρισμός από τον ΣΥΡΙΖΑ σε συνδικαλιστικό και αυτοδιοικητικό επίπεδο αλλά και με προβλήματα χαρακτήρα και φυσιογνωμίας του εγχειρήματος. Το τελευταίο μάλλον θα σέρνεται ως πρόβλημα και θα ενώνει η αναμονή μιας νέας εκλογικής αναμέτρησης που ίσως λύσει το πρόβλημα της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Βλέποντας και κάνοντας, δηλαδή, απλώς να υπάρχουμε. Παρενθετικά, η ιστοσελίδα Ιskra, βλέπει παντού μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις, απεργίες, εκδηλώσεις (κραυγαλέα εκδήλωση αυτοαναφορικότητας και ψευδαίσθησης) διορθώνοντας την άτιμη πραγματικότητα που επιμένει πως δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Άλλες μικρότερες κινήσεις (κυρίως από τον χώρο των «53») παίρνουν κάποιες πρωτοβουλίες συνεννόησης και συντονισμού, χωρίς όμως να δίνουν ένα κεντρικό πολιτικό στίγμα. Η ύπαρξή τους δείχνει ότι ο χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αυτός ενός συνηθισμένου παραδοσιακού κόμματος της Αριστεράς.
Συστημισμός και δομικές ανεπάρκειες
Στα διάφορα πολιτικά συμβόλαια που συνάφθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, η Αριστερά, έστω του 10%, δεν ήταν εκτός συστήματος, ούτε κοντά στα κινήματα, τις εξεγέρσεις, τα σκιρτήματα. Ο ρόλος, βέβαια, που είχε ήταν δευτερεύουσας σημασίας (αυτό δεν την ενοχλούσε και ίσως να ξαφνιάστηκε και η ίδια όταν μέσα από τις δυνάμεις της ορθώθηκαν φωνές ότι θα αναλάβουμε την διακυβέρνηση – πρώτα ο Αλαβάνος και ύστερα σε πιο ώριμες συνθήκες ο Τσίπρας) αλλά, πάντως, ήταν εντός συστήματος. Η πολιτική συμπεριφορά ενός τμήματός της τροποποιήθηκε εν μέρει στις περιπτώσεις του άρθρου 16, στην εξέγερση του 2008 (θυμάστε τι είχε πει τότε η Παπαρήγα;) στη μη καταγγελία-αποχώρηση από τις πλατείες (γιατί άλλοι έφευγαν κι άλλοι έδιναν τη μάχη να υπάρχει το κομματικό τους πανό στην πλατεία και όλοι μα σχεδόν όλοι διαφωνούσαν με το πολιτικό «πλαίσιο» των πλατειών). Αυτά επέτρεψαν στον ΣΥΡΙΖΑ να εκτιναχθεί, ανεξάρτητα από το πού την «πήγε την δουλειά».
Ο συνδυασμός, επομένως, του συστημισμού μαζί με τη δομική ανικανότητα να συλλάβει την ελληνική πραγματικότητα, ζώντας μέσα σε σχήματα και στερεότυπα που δεν έχουν σχέση με τις τεκτονικές αλλαγές που εξελίσσονται σε όλες τις σφαίρες της διεθνούς ζωής, αναδεικνύουν την Αριστερά ως πρόβλημα και όχι ως λύση ή εναλλακτική.
Η αναγνώριση αυτής της δομικής ανεπάρκειας της υπαρκτής Αριστεράς είναι το πρώτο καθήκον για όποιον ενδιαφέρεται για μια διαφορετική πορεία. Δεν είναι εποχή για κάποιον «αριστερό πόλο» ή για την «ενότητα της Αριστεράς». Δεν είναι ώρα ενός νέου φορέα της Αριστεράς. Ούτε καν ενός «αριστερού μετώπου». Δεν είναι ώρα γενικά μιας αυτοαναφορικής στάσης. Είναι εποχή τομών και ρήξεων – πολιτικών, θεωρητικών, ενώ ταυτόχρονα είναι στιγμή κατεπειγουσών επιλογών και θέσεων για την χώρα και το λαό. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να προβληθούν στόχοι πραγματικοί που έχουν σχέση με τα καίρια ζητήματα του τόπου και του λαού και όχι η σπατάλη του καθενός με όσα και όπως καταγίνεται η Αριστερά που περιγράψαμε.
Αυτό είναι μια επιλογή που πρέπει να προωθηθεί με πλήρη συνείδηση της σημασίας της και βεβαίως με διαλεκτικό τρόπο, σε συζήτηση, σε επαφή και σε αντιπαράθεση με απόψεις, σκέψεις, με άνοιγμα νέων θεματικών, δοκιμάζοντας και επιβεβαιώνοντας. Γιατί έχει πλήρη εφαρμογή στην περίπτωσή μας και στις συνθήκες που βρεθήκαμε το «κατανοώ σημαίνει ξεπερνώ».
Υ.Γ. Υπάρχει ένα ερώτημα ίσως αυθόρμητο: μα εσείς πού ήσασταν, δεν ήσασταν εκεί; Δεν φέρετε κάποια ευθύνη; Για αυτά, στο επόμενο σημείωμα.