Του Στέργιου Θεοδωρίδη
Η μνήμη και η ιστορική εμπειρία των Ελλήνων της Ανατολής δεν καλοπέρασε στην Ελλάδα. Ούτε καλοπερνά.
Το ελληνικό κράτος, στην ουσία, δεν γνωρίζει τους Ρωμιούς της Ανατολής, αν εξαιρέσουμε Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη… πού ζουν… πώς ζουν…
και μόνο στις αρχές του 20ού αιώνα άρχισε να υπάρχει ένα ενδιαφέρον.
Όμως η ενασχόληση των ελληνικών ελίτ εκείνης της εποχής με την Μικρά Ασία και τους Ρωμιούς της Ανατολής αποτελούσε μόνο ένα εργαλείο για την διατήρησή τους στην εξουσία στην Ελλάδα και τις σχέσεις τους με κομμάτια του ιμπεριαλισμού της εποχής και τίποτε παραπάνω.
Φαντάζει παράξενο, όμως αυτή είναι η αλήθεια:
– Ήδη από το 1921 διοικητής μεραρχίας στο μέτωπο ονομάζει τη Μικρά Ασία «γάγγραινα για την Ελλάδα που πρέπει να αποκοπεί».
– Διάταγμα του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β’, μερικές εβδομάδες πριν από το κάψιμο της Σμύρνης από τα κεμαλικά στρατεύματα, απαγορεύει την αποβίβαση προσφύγων στην Ελλάδα που δεν έχουν θεωρημένα διαβατήρια!
– Μερικές ώρες πριν από την καταστροφή της Σμύρνης ο Έλληνας αρμοστής της Σμύρνης, Αριστείδης Στεργιάδης, απαντά στο διοικητή Χίου, Γεώργιο Παπανδρέου, όταν ο δεύτερος του συνέστησε να ενημερώσει άμεσα τον ελληνογενή πληθυσμό για να φύγει.
«Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θ’ ανατρέψουν τα πάντα».
Αργότερα, το ζήτημα της ανάδειξης της ιστορικής εμπειρίας των Ελλήνων προσφύγων της Ανατολής, στο συνολικό νεοελληνικό ιστορικό αφήγημα και ιδιαίτερα η πολιτική ερμηνεία των γεγονότων εκείνης της εποχής, θα προσκρούει πάντα στις εκάστοτε πολιτικές επιλογές της κάθε πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα.
Αρχικά στο σύμφωνο φιλίας Βενιζέλου-Κεμάλ , αργότερα στο φιλοκεμαλισμό του επικεφαλής της φασιστικής δικτατορίας 1936-40 Ιωάννη Μεταξά και τέλος στην πολιτική της δήθεν «συνεργασίας» Ελλάδας-Τουρκίας στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού σχηματισμού του ΝΑΤΟ.
α) Με το σύμφωνο Βενιζέλου-Κεμάλ το 1930 κλείνουν οριστικά πια όλες οι «εκκρεμότητες» και η τραυματική εμπειρία των Ελλήνων του Πόντου και γενικά της Μικράς Ασίας παίρνει άλλα χαρακτηριστικά και η μη επιστροφή γίνεται πια συνείδηση-ταυτότητα. Μέχρι τότε πίστευαν ότι θα γυρίσουν. Την ίδια χρονιά ο Βενιζέλος θα προτείνει τον Μουσταφά Κεμάλ για Νόμπελ Ειρήνης ( ! ).
Είναι η περίοδος που οι πρόσφυγες στρέφονται μαζικά και στελεχώνουν την αριστερά. Οι πρώτοι κομμουνιστές δήμαρχοι στην Ελλάδα θα εκλεγούν στην Μακεδονία και θα είναι Πόντιοι (Καβάλα, Κιλκίς).
β) Ο Ιωάννης Μεταξάς το 1938 θα ονομάσει, τιμής ένεκεν, την οδό Αποστόλου Παύλου στην Θεσσαλονίκη σε οδό Κεμάλ Ατατούρκ, που θα διατηρηθεί έτσι μέχρι το προγκρόμ της Πόλης τον Σεπτέμβρη του 1955.
Και σε συλλυπητήριο τηλεγράφημα προς τον πρωθυπουργό της Τουρκία, Τζελάλ Μπαγιάρ, για τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ θα πει: «Η Ελλάς ουδέποτε λησμόνησε ότι ο πρόεδρος Κεμάλ Ατατούρκ υπήρξε ο κύριος θεμελιωτής της ελληνοτουρκικής συννενοήσεως και σφυρηλάτησε δεσμούς αδιάλυτης φιλίας…».
γ) Αργότερα το 1959, ο Ευάγγελος Αβέρωφ ως υπουργός Εξωτερικών θα παρέμβει στο αυστριακό υπουργείο για να απαγορεύσουν στον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης Πολυχρόνη Ενεπεκίδη να ερευνήσει τα ανέκδοτα διπλωματικά αρχεία της περιόδου 1908-1918 της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας που αφορούσαν τους διωγμούς των Ρωμιών του Πόντου την περίοδο 1915-1918.
δ) Το 1978 ο Νίκος Κούνδουρος σκηνοθετεί μια ταινία, το 1922. Με παρέμβαση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών η ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή δεν δίνει άδεια προβολής της ταινίας και Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου που τη χρηματοδότησε θα το κατασχέσει. Το 1982 η κλεμμένη κόπια στάλθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ της Βουδαπέστης, αλλά μισή ώρα πριν από την προβολή, με παρέμβαση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών η ουγγρική κυβέρνηση εμπόδισε την προβολή της ταινίας.
Μνήμη και αναγνώριση
Και εδώ έρχεται η μνήμη των θυμάτων, έστω καθυστερημένα, έστω με μη συγκροτημένο τρόπο, που μπορεί να «ηττήθηκαν» στο πραγματικό αλλά η αλήθεια τους έρχεται με έναν περίεργο τρόπο να κυριαρχήσει στο συμβολικό. Η αλήθεια τους έρχεται σιγά-σιγά να διαλύσει την ομίχλη της καταραμένης σιωπής.
Η απαίτηση για ένταξη της ιστορικής εμπειρίας των Ελλήνων του Πόντου και γενικά Ανατολής στο συνολικό ιστορικό αφήγημα των Ελλήνων θα εμφανιστεί από τα κάτω, με τη δεύτερη και την τρίτη προσφυγική γενιά.
Είναι αξιοσημείωτη η ένταση αυτή του αιτήματος και της νοσταλγίας για έναν τόπο που ποτέ δεν γνώρισαν, για έναν τόπο που ποτέ δεν περπάτησαν.
Μεγάλωσαν όμως με τις μουσικές , τις μυρωδιές εκείνης της πατρίδας, έζησαν με εκείνο το «αχ, γιάβρουμ» της γιαγιάς.
Αυτό θα οδηγήσει στην διατύπωση του αιτήματος από την ίδια την κοινωνία, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, της αναγνώρισης από την ελληνική πολιτεία της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και στην συνέχεια θα επεκταθεί και στο σύνολο των Ελλήνων της Ανατολής.
Η μνήμη σήμερα στην Ελλάδα
Στο επίπεδο του δημόσιου διαλόγου, η μνήμη των Ελλήνων της Ανατολής βρίσκεται ανάμεσα στην σκύλα ενός πατριδοκάπηλου εθνικισμού, που δεν διστάζει να καταστήσει σύμβολα, πολιτισμό και μνήμες εμπορεύσιμο είδος,
και τη χάρυβδη ενός μετανεωτερικού κοσμοπολίτικου αναθεωρητισμού, δήθεν αντιεθνικισμού.
Και οι δύο αποτελούν τους βασικούς υποστηρικτικούς πυλώνες του σημερινού πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα.
Είναι εκπληκτική η ταύτισή τους στα ουσιώδη μεγάλα πολιτικά ζητούμενα στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων, στην Ελλάδα της κρίσης και της επιτροπείας. Έτσι γίνεται φανερό ότι για την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας και το χτίσιμο του μέλλοντος δεν έχουμε συμμάχους στο επίπεδο της εξουσίας .
Για αυτό, η σημερινή ημερίδα στην Άγκυρα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία και συμβάλλει με ουσιαστικό τρόπο στην πολιτική ερμηνεία των γεγονότων εκείνης της εποχής.
Γιατί απελευθερώνει την ιστορική αλήθεια όχι μόνο των Ελλήνων της Πόντου αλλά όλων των παιδιών αυτής της πονεμένης γεωγραφίας ,
και βοηθάει να διαβεί η μνήμη αλώβητη ανάμεσα στην Σκύλα και την Χάρυβδη και να προδιαγράψει ένα καλύτερο μέλλον για αυτά τα παιδιά.
Στο επίπεδο των απλών ανθρώπων η μνήμη εκφράζεται από την μια μεριά με την διεκδίκηση της ιστορικής τους εμπειρίας στην σύγχρονη συλλογική μνήμη με ερμηνευτικές προσεγγίσεις που δεν είναι αλυτρωτικές, δεν είναι σωβινιστικές.
Και από την άλλη με την επίμονη εκδήλωση σε κάθε ευκαιρία της καθημερινότητας της ταυτότητας του πρόσφυγα.
Εκφράζεται μέσα από τα λόγια εκείνου του ηλικιωμένου άντρα κάπου στα σύνορα Ελλάδας-Σκοπίων που απορημένος απάντησε στην ερώτηση ενός δημοσιογράφου:
«Πώς μπορείτε και φιλοξενείται 14 Σύριους στο σπίτι σας;».
«Μα πως μπορώ να μην το κάνω! Πρόσφυγας είμαι κι εγώ.
Η γιαγιά μου ήταν από την Σμύρνη…..
Είχε τέσσερα παιδιά… τα τρία χάθηκαν στο δρόμο…».