Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη*
«Η τραγωδία πεθαίνει αυτόχειρας, εξαιτίας μιας ανεπίλυτης σύγκρουσης ανάμεσα στην τραγική και τη θεωρητική ιδέα του κόσμου. Η διαλεκτική παρόρμηση προς την γνώση και την αισιοδοξία της επιστήμης την έσπρωξε έξω από την τροχιά της», θα ορίσει προφητικά ο Νίτσε.
Και φαίνεται να έχει δίκιο, γιατί η αρχαία ελληνική τραγωδία που έδωσε παραδειγματική μορφή, αξεπέραστη μέχρι σήμερα, σε μια κεντρική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, το τραγικό δίλημμα που εκφράζει τον διχασμό της ανθρώπινης ψυχής μπροστά στην «τραγική» επιλογή ανάμεσα στην σωτηρία της ή στην σωτηρία του Άλλου, μοιάζει να μην τίθεται πια. Μοιάζει η διλημματική τραγωδία να μην μας αφορά. Λες και μ’ έναν τρόπο μαγικό το «λύσαμε» και πάμε παρακάτω.
Η τραγωδία πέθανε, υποστηρίζει ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος, εξαιτίας της αλαζονείας μιας θεωρητικής γνώσης που επιτέθηκε στην πιο βαθιά και ενδόμυχη αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αυτή η αλαζονεία της θεωρητικής γνώσης, που αποθεώθηκε κυρίως στη γενέτειρα του Φρειδερίκου διεκδικεί, στις μέρες μας, ούτε λίγο ούτε πολύ, χαρακτηριστικά παγκόσμιας κυριαρχίας, απαιτώντας να εξοστρακίσει το ίδιο το δίλημμα από τον υπαρξιακό πυρήνα. Να μην τίθεται καν. Σαν να ζητά να σκοτώσει την ίδια την υπαρξιακή τραγωδία. Να ανακουφίσει την ενδοψυχική σύγκρουση, μηδενίζοντας τον ένα όρο του διλήμματος.
Απορεί κανείς πώς ένας Γερμανός πατέρας μπορούσε χωρίς κανένα δίλημμα να καταγγείλει την κόρη του στις αστυνομικές αρχές, μόνο και να υποψιαζόταν πως μπορούσε να είναι μέλος καμιάς Baander Meinhof. Λες και η φαντασιωσική ισχύς του πρωσικού κράτους ήταν τέτοια, που το υπαρξιακό δίλημμα, όπως πραγματεύεται στην τραγωδία της Αντιγόνης, είχε πάψει να υφίσταται. Η Αντιγόνη δεν είχε πια νόημα και έχασκε απλά ως ένα μελό συναισθηματικό αριστούργημα, ικανό να συγκινήσει μόνο στιγμιαία το ρημαγμένο γερμανικό ψυχισμό. Μια παράσταση της Αντιγόνης σ’ ένα βερολινέζικο θέατρο θα ήταν πάντα μια ευκαιρία επίδειξης ενός νεοπλουτίστικου ψυχισμού, που «δεν καταλάβαινε Χριστό», αλλά θα είχε κάτι να διηγηθεί στην μπιραρία. Ανυποψίαστοι όλοι, πως δίχως να ακούσουν «κανένα ήχο κτιστών», είχαν μπει για τα καλά στο ρόλο της Ισμήνης και βέβαια, ο κάθε Κρέοντας έτριβε, ανακουφισμένος, τα χέρια του. Οι νόμοι του Κράτους, η ακατάβλητη και πνιγηρή ισχύς της συλλογικότητας πάνω στο άτομο, είχε επιτευχθεί πανηγυρικά. Το «κοινό καλό», ορισμένο από τον Κρέοντα και τα media του, ήταν ικανή συνθήκη για να σκοτώσει το ανθρώπινο πρόσωπο.
Όμως, τόσο στον καρδιακό ελλαδικό χώρο, όσο στην ευρύτερη συναισθηματική αυλή της Μεσογείου, αλλά και στο σωματικό μπαλκόνι των Βαλκανίων, η Αντιγόνη, ήταν πάντα ένα αρχετυπικό πρότυπο, που δεν μπορούσε να παρακαμφθεί με μερικά κιλά καταναλωτικής αποχαύνωσης. Ισμήνες, βέβαια, υπήρχαν πάντα. Φοβισμένες εξαιρέσεις, συμμορφωμένοι Βασίληδες, που κάθονταν φρόνιμα μπας και γίνουν νοικοκύρηδες. Αλλά, ήταν εξαιρέσεις.
Κρέοντες, υπήρξαν, επίσης, αρκετοί. Τη δουλειά τους έκαναν. Τον τραγικό ρόλο τους έπαιζαν κι αυτοί, «περιμένοντας» κάποια Μήδεια να τους κάψει ζωντανούς, λυτρώνοντας τους από την εξουσιαστική ύβρη τους.
Αλλά, στον χώρο αυτό, η Αντιγόνη θα ανακοινώνει πάντα με παρρησία την απόφασή της να θάψει τον Πολυνείκη, σύμφωνα με τους θεϊκούς άγραφους νόμους που επιβάλλουν κανένα πτώμα να μην μένει άταφο, χωρίς νεκρικές τιμές. Κι όλο και κάποια Ισμήνη θα αρνείται να την υποστηρίξει, φοβούμενη την εξουσία του Κρέοντα.
Όμως, σ’ αυτήν τη γεωγραφία, ποτέ, μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, η Ισμήνη δεν αναγορεύτηκε σε κεντρικό πρωταγωνιστή της τραγωδίας. Ποτέ, μέχρι την τρέχουσα συριζέϊκη υπαρξιακή υποστροφή, η «σύνεση» δεν υπήρξε μεγαλύτερη μάστιγα.
Πλημμύρισαν τα κοινωνικά δίκτυα με λογής-λογής Ισμήνες, απολογητές και απολογήτριες, του βίαιου τιμωρητικού εγκλεισμού ενός 6χρονου παιδιού και της απομάκρυνσής του από τα οικεία και φροντιστικά του πρόσωπα. Τι καινοφανείς νομολογίες επικαλέστηκαν, τι «ευγονικές» υποστήριξαν, τι «παιδαγωγική» χολή ξέρασαν, τι «παιδοψυχολογία» σπούδασαν, όλες στην υπηρεσία ενός άθλιου Κρέοντα που -τι τραγωδία- ονόμασε το παιδί του Ερνέστο!
Πως πλήθυναν οι Ισμήνες σ’ αυτό τον τόπο! Πως δεν έχουν δίλημμα κανένα! Πώς τόσος φθόνος για το παιδί του «αντι-κοινωνικού» Άλλου, που πρέπει, του αξίζει, να αφεθεί βορά στους μηχανισμούς του «θεραπευτικού κράτους»; Και πόσος κατακερματισμένος θαυμασμός αποκρύπτεται, άραγε, κάτω από τη φθονερή αυτή επίστρωση; «Ο Πολυνείκης πρέπει να μείνει άταφος», αναφωνεί ο σύγχρονος χορός των Ισμηνιδών. Να μείνει αχάιδευτο το παιδί! Αυτό του αξίζει. «Ας πρόσεχαν», δηλώνει χαιρέκακα ο εσωτερικευμένος μικροαστός των Μνημονίων. Ο «επιτυχημένος» γονιός της μνημονιακής δουλοπαροικίας, διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για την αμετροέπεια των «τρομοκρατών» γονέων! Για το θράσος τους να θέλουν και παιδί! Αυτός που αδίστακτα παραδίδει τα παιδιά του – και τα παιδιά των παιδιών του – στο έλεος της αποικιοκρατικής χρεωκοπίας.
Ο σπαρακτικός θρήνος της Αντιγόνης ακούγεται, ως φαίνεται, κάπως σαν μεξικανική σαπουνόπερα ή Ζουράρια υπερβολή. «Άκλαυτος, άφιλος, ανυμέναιος, ταλαίφρων άγομαι ταν δ΄ετοίμαν οδόν..».
Αλλά, δεν είναι! Δεν είναι, γιατί παραμένει, παρ’ όλα αυτά, αξιοπρεπής.
Αγνοούμε, ως φαίνεται, ότι, εν τέλει, ο μάντης Τειρεσίας προφητεύει – και καλώς προφητεύει – μεγάλες συμφορές για τον οίκο του Κρέοντα, ενώ επιφυλάσσει για τη ρεαλίστρια Ισμήνη αιώνιες ερινύες, άσβεστες ενοχές, για την τύχη της αδερφής της. Αυτό, δεν είναι η κόλαση;
Φαντάσου τώρα τι θα προμήνυε ο μάντης, αν ήξερε πως το τραγικό δίλημμα δεν υφίσταται καν για αρκετούς, και πως ακόμη και η τραγωδία αυτοκτόνησε. Ακόμη και ο Σοφοκλής δεν θα είχε λόγο να γράψει γι’ αυτήν… Αφού, οι Ισμήνες δεν πάνε καν στο θέατρο. Δεν έχουν χρόνο γιατί ασχολούνται με την καθώς πρέπει ανατροφή των παιδιών τους. «Να σωθούμε εμείς, τους λένε. Το τι κάνει ο Άλλος είναι δικιά του δουλειά», παραφράζοντας τον Λουντέμη.
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής