Τα επίσημα ελληνικά ΜΜΕ δεν φημίζονται για την ελευθερία γνώμης. Αντιθέτως, φημίζονται για τη δουλικότητα στις εξουσίες και την άκριτη αναπαραγωγή ειδήσεων που διασπείρουν τα διεθνή πρακτορεία, ως αδιαμφισβήτητων αληθειών. Το ίδιο επαναλήφθηκε και ως προς την κάλυψη του φρικιαστικού γεγονότος της δολοφονίας 68 (μέχρι τώρα) ανθρώπων στη Νορβηγία από τον ακροδεξιό χριστιανό φονταμενταλιστή Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ. Την περασμένη Παρασκευή τα ελληνικά κανάλια μιλούσαν, μετά πάσης βεβαιότητος, για πράξη εκδίκησης σχετικά με την αναδημοσίευση, από νορβηγικές εφημερίδες, των σκίτσων του Μωάμεθ, τα οποία είχε πρωτοδημοσιεύσει η δανέζικη εφημερίδα Jullands-Posten, πριν από λίγα χρόνια.
Έσπευσαν, ως συνήθως, να ακολουθήσουν κατά πόδας τα μεγάλα δυτικά δίκτυα που πριν καν εξακριβωθεί η ταυτότητα του δράστη απέδωσαν τις επιθέσεις σε μουσουλμάνους τζιχαντιστές και παρέταξαν στα πάνελ όλους τους σχετικούς ειδήμονες. Κανένα από αυτά τα Μέσα δεν μπήκε στον κόπο να εξετάσει τη σοβαρότητα του ισχυρισμού και να ανιχνεύσει πόσο βάσιμες είναι οι πληροφορίες. Απλώς δέχθηκαν ως φυσιολογικό το ότι κάτι τόσο αποτρόπαιο μόνο ισλαμιστές μπορούσαν να διαπράξουν, μέχρι που αποκαλύφθηκε από τη νορβηγική αστυνομία ότι δράστης ήταν ένας νεοναζί λευκός και ξανθός, ιδεολογικά συγγενής της Σάρα Πέιλιν (και θα μπορούσε να προσθέσει κανείς της Μέρκελ, του Σαρκοζί και του Κάμερον) και όχι κάποιος μαυριδερός Άραβας.
Το φαινόμενο δεν είναι νέο. Χρονολογείται από το 1995 ήδη, όταν το αμερικανικό δίκτυο CBS, ύστερα από τη βομβιστική ενέργεια στην Οκλαχόμα από τον χριστιανό φονταμενταλιστή Τίμοθι ΜακΒέι, μετέδωσε ότι τη διέπραξαν «Μεσανατολίτες τρομοκράτες» και έφτασε στο απόγειό του με τα ψεύδη που διέσπειραν για το Ιράκ παραμονές της αμερικανικής εισβολής μέχρι τα σημερινά για μαζικούς βιασμούς Λίβυων γυναικών από στρατιώτες του Καντάφι.
Τα πρώτα ρεπορτάζ μεγάλων δικτύων και εφημερίδων όπως των BBC, New York Times, Guardian και Washington Post για το νορβηγικό φονικό ανέφεραν ότι ο βομβιστής του Όσλο ήταν οπαδός της τζιχάντ, άποψη που εξακολούθησαν να διαχέουν ακόμη και μετά τις αποκαλύψεις της νορβηγικής αστυνομίας. Οι αναφορές τους στηρίχθηκαν σε πληροφορίες που διοχέτευσε στο Τουίτερ ένα καθόλου τυχαίο άτομο, ο καθηγητής Γουίλ ΜακΚαντ, πανεπιστημιακός του Τζονς Χόπκινς και όπως αυτοσυστήνεται «ανώτατος σύμβουλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με αρμοδιότητα το βίαιο εξτρεμισμό, διευθυντής προγράμματος στην Πρωτοβουλία Μινέρβα του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ και συνεργάτης του Κέντρου Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας στο Γουέστ Πόιντ». Ο εν λόγω κύριος με τους βαρείς τίτλους απέδωσε τελείως αβάσιμα την ευθύνη σε μια οργάνωση ονόματι Ansar al-Jihad al-Alami, άγνωστη και ανύπαρκτη, όπως έγραψαν οι Times στη συνέχεια, αναίσχυντα για όσα είχαν υποστηρίξει λίγο πριν.
Αν κάτι αποκάλυψε το σκάνδαλο Μέρντοχ με εξαιρετικά ανάγλυφο και αδιαμφισβήτητο τρόπο αυτό είναι η διαπλοκή των ΜΜΕ με τα εξουσιαστικά κέντρα. Το νορβηγικό φονικό έρχεται λίγες ημέρες μετά να το επιβεβαιώσει. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το κλίμα ισλαμοφοβίας που καλλιεργούν, η παρουσίαση του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» ως μιας σύγχρονης σταυροφορίας και η διασπορά ψευδών ειδήσεων σχετικά με τους πολέμους της Δύσης καθιστούν τα ΜΜΕ όχι απλώς αναξιόπιστα, αλλά αναντικατάστατη δύναμη κρούσης της πολιτικής των ισχυρών κρατών. Το ότι αναπαράγουν αντανακλαστικά τις απόψεις των κυρίαρχων για τους προκαθορισμένους εχθρούς είναι προϊόν του ρόλου τους μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και αντανάκλαση των συμφερόντων των ιδιοκτητών τους. Δεν αναιρείται ούτε με την ύπαρξη μεμονωμένων έντιμων αρθρογράφων, ούτε με την επίφαση αλήθειας με την οποία ενδύονται όταν τα γεγονότα είναι αδιάψευστα.
Το φαινόμενο δεν είναι νέο. Χρονολογείται από το 1995 ήδη, όταν το αμερικανικό δίκτυο CBS, ύστερα από τη βομβιστική ενέργεια στην Οκλαχόμα από τον χριστιανό φονταμενταλιστή Τίμοθι ΜακΒέι, μετέδωσε ότι τη διέπραξαν «Μεσανατολίτες τρομοκράτες» και έφτασε στο απόγειό του με τα ψεύδη που διέσπειραν για το Ιράκ παραμονές της αμερικανικής εισβολής μέχρι τα σημερινά για μαζικούς βιασμούς Λίβυων γυναικών από στρατιώτες του Καντάφι.
Τα πρώτα ρεπορτάζ μεγάλων δικτύων και εφημερίδων όπως των BBC, New York Times, Guardian και Washington Post για το νορβηγικό φονικό ανέφεραν ότι ο βομβιστής του Όσλο ήταν οπαδός της τζιχάντ, άποψη που εξακολούθησαν να διαχέουν ακόμη και μετά τις αποκαλύψεις της νορβηγικής αστυνομίας. Οι αναφορές τους στηρίχθηκαν σε πληροφορίες που διοχέτευσε στο Τουίτερ ένα καθόλου τυχαίο άτομο, ο καθηγητής Γουίλ ΜακΚαντ, πανεπιστημιακός του Τζονς Χόπκινς και όπως αυτοσυστήνεται «ανώτατος σύμβουλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με αρμοδιότητα το βίαιο εξτρεμισμό, διευθυντής προγράμματος στην Πρωτοβουλία Μινέρβα του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ και συνεργάτης του Κέντρου Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας στο Γουέστ Πόιντ». Ο εν λόγω κύριος με τους βαρείς τίτλους απέδωσε τελείως αβάσιμα την ευθύνη σε μια οργάνωση ονόματι Ansar al-Jihad al-Alami, άγνωστη και ανύπαρκτη, όπως έγραψαν οι Times στη συνέχεια, αναίσχυντα για όσα είχαν υποστηρίξει λίγο πριν.
Αν κάτι αποκάλυψε το σκάνδαλο Μέρντοχ με εξαιρετικά ανάγλυφο και αδιαμφισβήτητο τρόπο αυτό είναι η διαπλοκή των ΜΜΕ με τα εξουσιαστικά κέντρα. Το νορβηγικό φονικό έρχεται λίγες ημέρες μετά να το επιβεβαιώσει. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το κλίμα ισλαμοφοβίας που καλλιεργούν, η παρουσίαση του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» ως μιας σύγχρονης σταυροφορίας και η διασπορά ψευδών ειδήσεων σχετικά με τους πολέμους της Δύσης καθιστούν τα ΜΜΕ όχι απλώς αναξιόπιστα, αλλά αναντικατάστατη δύναμη κρούσης της πολιτικής των ισχυρών κρατών. Το ότι αναπαράγουν αντανακλαστικά τις απόψεις των κυρίαρχων για τους προκαθορισμένους εχθρούς είναι προϊόν του ρόλου τους μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και αντανάκλαση των συμφερόντων των ιδιοκτητών τους. Δεν αναιρείται ούτε με την ύπαρξη μεμονωμένων έντιμων αρθρογράφων, ούτε με την επίφαση αλήθειας με την οποία ενδύονται όταν τα γεγονότα είναι αδιάψευστα.
Αρ. Α.
Σχόλια