Τα μεγάλα στοιχήματα του ΣΥΡΙΖΑ. Της Έλενας Πατρικίου
Το είπε, άραγε, επειδή πέρασε τη ζωή του περικυκλωμένος από τέσσερις δύσκολες γυναίκες ο Μαρξ, πως το επίπεδο πολιτισμού μιας κοινωνίας μετριέται με γνώμονα τη θέση των γυναικών σ’ αυτήν; Καημένη κυρία Μαρξ, με τη μανία των καλών παρθεναγωγείων και το πάθος για πορσελάνινα μπιμπλό μες στην πομπή παιδικών φερέτρων· καημένη Λώρα, αυτόχειρ μπροστά στο φάσμα των γηρατειών μες στη φτώχεια· καημένη Τζένυ, με τις ατελείωτες γέννες και τους οδυνηρούς θηλασμούς θνησιγενών μωρών, καημένη Έληνορ, με τον μεγάλο έρωτα διωγμένο από τη ζήλεια του μπαμπά, με τις φεμινίστριες φίλες που δεν τις έφερνες στο σπίτι και με το πρωσσικό οξύ αγορασμένο από τον εραστή σου.
Σε λογικές συνθήκες αριστερού κομματικού μορφώματος, το ζήτημα της γυναικείας ποσόστωσης θα έπρεπε να είναι τελειωμένο ως υπό διαπραγμάτευσιν ζήτημα. Δεν είναι. Σε «φυσιολογικές» ιστορικές συνθήκες ανάπτυξης του γυναικείου κινήματος και του φεμινιστικού λόγου, θα έπρεπε να είμαστε υπέρ της ποσόστωσης και να βαριόμαστε να εξηγήσουμε γιατί. Αλλά υπάρχουν, καθώς φαίνεται, σύντροφοι που ζουν ακόμα στα 1950 σ’ ένα κολχόζ έξω από το Νίζνι Νόβγκοροντ.
Ξανά, λοιπόν, να ξαναθυμηθούμε θεωρητικά ζητήματα που έχουν οριστικά λυθεί: ότι οι γυναίκες βρίσκονται σε θέση καταπιεσμένου ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης των αντρών που τις προσδιορίζουν κοινωνικά, ότι υφίστανται παντοιοτρόπως και πανταχόθεν μια ιδεολογικά επικυρωμένη καταπίεση που τους κλείνει το στόμα και τους περιορίζει ριζικά τη δυνατότητα δράσης. Φτου κι απ’ την αρχή: όχι, δεν έχουμε τις ίδιες δυνατότητες λόγου, δράσης και «ανάδειξης» με τους άντρες, ναι χρειάζεται δεκαπλάσιο κόπο μια γυναίκα για να υπάρξει στο φαλλοφασιστικό αριστερό σύμπαν, ναι οι γυναίκες δεν έχουν συνήθως κάποιον να τους απαλλάσσει από τις τετριμμένες φροντίδες του βίου προκειμένου να επιδίδονται ανενόχλητες στις ευγενείς αντρικές ενασχολήσεις του χασίματος χρόνου σε ατελείωτες συνεδριάσεις, του χαζολογήματος σε προεκλογικές διαπραγματεύσεις.
Το υφέρπον επιχείρημα κατά της γυναικείας ποσόστωσης είναι η δυνατότητα των κομματικών μηχανισμών να τη χρησιμοποιούν επ’ ωφελεία τους. Το διατρανωμένο επιχείρημα είναι πως οι εκλεγόμενοι, ανεξαρτήτως φύλου, πρέπει να εκλέγονται με κριτήριο την αξία τους. Το άρρητο επιχείρημα είναι πως οι άντρες δικαιούνται το 100% των υπό εκλογήν θέσεων και το 30% των γυναικών που, ενδεχομένως, δεν πιάσουν το μέτρο αλλά εκλεγούν εκ της ποσοστώσεως είναι για τα χειραγωγούμενα σκουπίδια. Τι κρίμα: τόσοι ευφυείς, μαχητικοί, κοινωνικά καταξιωμένοι και κομματικά επικυρωμένοι άντρες να στριμώχνονται στο 70%, αντί να απλώνονται χαλαρά, όπως κάποτε οι μπαμπάδες τους, στο 100% με κριτήριο την τεστοστερόνη τους. Αλλά σε σχέση με τους μπαμπάδες τους, οι σύντροφοι άντρες έχουν τη μοναδική ευκαιρία να κερδίσουν μια θέση στον ήλιο της αντρικής κυριαρχίας του 70% με την αξία τους ως ανθρώπινα πλάσματα και όχι στηριγμένοι σε γυναικείες πλάτες. Ας τη χρησιμοποιήσουν όσο είναι καιρός.
Τα κατά της ποσόστωσης επιχειρήματα συνοδεύονται, συνήθως, από ειρωνείες περί μιας αντίστοιχης ποσόστωσης υπέρ των εργαζομένων. Αλλά τι ποσόστωση υπέρ των εργαζομένων μπορεί να θεσμοθετήσει ένα κόμμα όταν δέχεται να συζητάει το ενδεχόμενο της κατάργησης των επαγγελματικών και κλαδικών οργανώσεων προς όφελος της διαταξικής σούπας των τοπικών; Και είναι σοβαρό επιχείρημα υπέρ της κατάργησης των κλαδικών το ότι θα διασπείρουμε τάχα τους «επιστήμονες εργαζόμενους» στις Τοπικές, ώστε αυτοί με τη σειρά τους να σπείρουν τα επιστημονικά φώτα και τον υψηλό θεωρητικό τους λόγο στις τοπικές κοινωνίες; Ή ότι έτσι θα διαμορφώνουν τάχα οι τοπικές κοινωνίες θέσεις, άρα και αγώνες, για τοπικά ζητήματα Υγείας, πολεοδομίας και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ή Παιδείας, ως τα ζητήματα αυτά και τα σημερινά κρίσιμα επίδικά τους να είναι τοπικού επιπέδου; Και ποιος θα μείνει στη θέση των καταργημένων κλαδικών για να επεξεργαστεί και να διεκδικήσει τα άκρως κρίσιμα τοπικώς και εθνικώς, μερικώς και γενικώς, ζητήματα της Υγείας και των εργαζόμενων σ’ αυτήν, της Παιδείας και των εργαζόμενων σ’ αυτήν ή της Πολεοδομίας και της χρήσης της γης; Μήπως οι πολιτικοί (πλατωνικώς ανειδίκευτοι!) του κόμματος; Μήπως οι Τοπικές Οργανώσεις, με τη διαταξική σύνθεση, άρα την έλλειψη άμεσου «συμφέροντος», άρα, αναγκαστικά, την έλλειψη κινήτρου; Για να το πούμε απλούστερα, σοσιαλιστικοτέρα και οδυνηρότερα, ποιος θα διαχειριστεί τα ταμεία των εργαζόμενων: το μνημονιακό κράτος, το αντιμνημονιακό κόμμα ή οι εργαζόμενοι;
Χωρίς δημοκρατικοφανείς τζιριτζάντζουλες: Άλλο είναι η κατάργηση των κλαδικών οργανώσεων, άρα η κατάργηση του στοιχειώδους σεβασμού ενός αριστερού κόμματος προς την κρίση των εργαζόμενων και άλλο πράγμα η δυνατότητα την οποία οφείλει να δώσει ένα αριστερό κόμμα στην κοινωνία, δηλαδή στον κάθε άνθρωπο, προκειμένου να αρθρώσει άποψη και να διεκδικήσει τρόπους συμμετοχής στην επαγγελλόμενη θέσμιση ενός νέου τρόπου συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης στα μεγάλα ζητήματα της ίδιας μας της ανασυγκρότησης ως κοινωνία (άρα ως σύστημα παιδείας, ως σύστημα υγείας, ως σύστημα Δικαιοσύνης ή ως σύστημα αξιοποίησης της γης).
Εν κατακλείδι, τι αριστερό κόμμα θα φτιάξουμε, αν καταργήσουμε την δυνατότητα των εργατών και των εργαζόμενων να οργανώνονται πολιτικά με βάση τα εργατικά τους διακυβεύματα;
Τι αριστερό κόμμα θα φτιάξουμε αν καταργήσουμε την ίδια την αναφορά στην εργατική τάξη και στις τάξεις των εργαζομένων, προς όφελος ασαφών σοσιαλδημοκρατικών επικλήσεων σε μη προνομιούχους, καταπιεσμένους και άλλους αναξιοπαθείς;
Ποσόστωση, κλαδικές… Ίσως το βασικό πρόβλημα να παραμένει το πρόβλημα της ύπαρξης ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού, που όχι μόνο καταφέρνει να επιβιώνει ακμαιότατος ερήμην της εσωτερικής δημοκρατίας, αλλά, κυρίως, που καταφέρνει να λυμαίνεται και να διαφθείρει την εσωκομματική δημοκρατία. Ίσως το θεμελιώδες πρόβλημα να είναι το αίνιγμα του πώς, όσο περισσότερο ψηφίζουμε σ’ αυτό το κόμμα, τόσο περισσότερο ενισχύεται η αυθεντία και η μονοκρατορία του κομματικού γραφειοκρατικού μηχανισμού.
Ίσως η μόνη απάντηση στο αίνιγμα της γραφειοκρατικής αλλοίωσης της δημοκρατίας να είναι η αναρχική κραυγή του αισυμνήτη κωμικού και της νιότης μας: «Κάτω οι διαλεκτικές των τεχνικών της εξουσίας! Φίλε θεατή, Έξοδος!»