Πυρ ομαδόν δέχθηκε -και δικαίως- η ηγεσία της ΓΣΕΕ με αφορμή την πρόσφατη στάση της υπέρ του «ναι» στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Είναι προφανές ότι κάθε συνδικάτο έχει τη δικαιοδοσία να παίρνει θέση για ένα κορυφαίο πολιτικό ζήτημα. Είναι, όμως, εξίσου προφανές ότι κάθε συνδικάτο οφείλει να εκφράζει τα μέλη του. Τόσο ένα τριτοβάθμιο όργανο, όσο όμως και ένα πρωτοβάθμιο. Με αυτή την έννοια, το ερώτημα για ομοσπονδίες ή συνδικάτα που πήραν τη μία ή την άλλη θέση στο πρόσφατο δημοψήφισμα, είναι ξεκάθαρο: ακολούθησαν καμιά διαδικασία μέχρι να φτάσουν στη λήψη απόφασης ή απλώς συνεδρίασαν τα μέλη της Διοίκησης, πήραν μια απόφαση κατά πλειοψηφία κι έβγαλαν μια ανακοίνωση; Γιατί αν είναι έτσι, ποια είναι η νομιμοποιητική βάση για ένα τόσο κορυφαίο ζήτημα; Έγιναν συνελεύσεις; Έγινε συζήτηση; Ή μήπως οι εκπρόσωποι είναι πάντα εξουσιοδοτημένοι να αποφασίζουν, απλώς επειδή εκλέγονται μια φορά στα δύο ή στα τρία χρόνια;
Βέβαια το πράγμα, εκ του αποτελέσματος και μόνο, βοά και για κάτι ακόμη: Οι εργαζόμενοι δημόσιου και ιδιωτικού τομέα τάχθηκαν με συντριπτικό ποσοστό υπέρ του «όχι». Επομένως τα συνδικάτα (πρώτου, δεύτερου ή τρίτου βαθμού) που δεν τοποθετήθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση, είναι φανερό ότι βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με αυτούς τους οποίους υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Ποιον εκφράζουν λοιπόν;
Στην πραγματικότητα, ακόμη και με την ευκαιρία του δημοψηφίσματος, αναδεικνύεται μια ανυπόφορη κρίση εκπροσώπησης στο συνδικαλιστικό κίνημα. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, από τη στιγμή που τα «όργανα» και οι συσχετισμοί στα «όργανα» του ιδιωτικού τομέα της εργασίας, εκπροσωπούν ούτε λίγο ούτε πολύ μια μειοψηφία των εργαζομένων; Εκείνου του ολίγιστου, δηλαδή, ποσοστού των εργαζομένων που είναι μέλη σωματείων. Η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δεν εκπροσωπούνται λοιπόν από οργανώσεις σαν τη ΓΣΕΕ, ούτως ή άλλως: είτε η ηγεσία της τριτοβάθμιας αυτής οργάνωσης σήκωνε τη σημαία του «ναι» είτε σήκωνε τη σημαία του «όχι».
Χρήστος Πραμαντιώτης