Υλική βάση της αντίστασης, το δυναμικό του ενεργείν και η πρώτη εκδήλωση της αντίστασης στο θάνατο είναι η ίδια η Ζωή και η τάση της, η προσπάθεια να παραμείνει μέσα στο είναι της, ό,τι ο Baruch Spinoza ονομάζει conatus, η τάση εμμονής στο ίδιο της το είναι, in suo esse perseverare. Μια διαρκής προσπάθεια που δεν είναι άλλο από την actualem essentiam, την ενεργό ουσία της Ζωής και παντός πράγματος.

Από τη σκοπιά αυτή του σοφού Εβραίου του Άμστερνταμ, όλες οι προσπάθειες των μισοζώντανων εγκλείστων στα στρατόπεδα του θανάτου να καταφέρουν να ζήσουν δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται απαξιωτικά, όσο κι αν φαίνονται ευτελείς, σε όσους δεν γνώρισαν τη φρίκη. Λόγου χάρη, αυτό που ονομαζόταν στο ιδίωμα του Άουσβιτς με τη γερμανική λέξη «organisieren» και τη συνώνυμη διαδεδομένη από τους πρωταγωνιστές Έλληνες Εβραίους, έκφραση «κλέψει-κλέψει», ή, η παρωδία αγοράς με την ανταλλαγή κλοπιμαίων ανάμεσα σε κρατούμενους, ή οι δωροδοκίες κι άλλα πολλά που μαρτυρά και η Πίνχας (με εξαιρετικές επιδόσεις η ίδια, από ό,τι φαίνεται, στο «organisieren»). […]

Ενάντια στον ανθρωποφαγικό ατομικισμό, η αντίσταση μπορεί να εκδηλωθεί ως αγάπη και μέριμνα σε γνωστά αγαπημένα πρόσωπα. «Πρέπει κανείς να ζήσει μακριά, στην απόλυτη δυστυχία», γράφει η Λίζα Πίνχας, «για να νιώσει τη δύναμη της αγάπης». Τέτοια ήταν η αγάπη και η φροντίδα της Λίζας για την αδελφή της Μαρί και την ανιψιά της, αγάπη κυριολεκτικά σωτήρια για όλες τους.

Ζεις για τον Άλλο. Ζεις μέσα από τον Άλλο, χάρη στον Άλλο. Ζεις. Κι ο διαρρηγμένος κοινωνικός δεσμός υφαίνεται ξανά, σιωπηλά, μέσα στο σκοτάδι, ενάντια στο σκοτάδι, απρόβλεπτα. Η αγάπη για τα γνωστά σου πρόσωπα εκδιπλώνεται και απλώνεται σε αγάπη για τους αγνώστους που παύουν να είναι ξένοι στον αποτρόπαιο Τόπο της άκρας αποξένωσης. Γράφει η Λίζα: «Η κοινή μας δυστυχία μας έφερνε κοντά και δημιουργούνταν μεταξύ μας δεσμοί αδερφικοί. Δεν υπήρχε για εμάς κανενός είδους διάκρισης, φυλής ή θρησκεύματος, ήμασταν κάτω από τον ίδιο βάρβαρο ζυγό των Ναζί κι αυτό ήταν αρκετό για να μη νιώθουμε ξένοι ο ένας για τον άλλο.»

Έτσι ακόμα και στο ίδιο το σατανικό άντρο του Μέγνκελε και του Clauberg, το Μπλοκ 10 των φοβερών ιατρικών πειραμάτων, θα εμφανιστεί ο αγγελικός Πολωνοεβραίος καθηγητής Samuel που θα χειρουργήσει γοργά, κατά την απουσία του Κλάουμπεργκ, τις γυναίκες-πειραματόζωα, μαζί και τη Λίζα, σώζοντας τη ζωή τους και χάνοντας τη δική του. Τα λόγια του αποχαιρετισμού του ήταν τα εξής: «Ξέρω ότι μια μέρα θα με κρεμάσουν γι’ αυτό που μόλις έκανα, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Εάν όμως εσείς καταφέρετε να βγείτε ζωντανές από αυτήν την κόλαση και μια μέρα μία από εσάς φέρει στον κόσμο ένα αγόρι, θα ήθελα να του δώσετε το όνομά μου». Τον καλό καθηγητή Σαμουέλ τον κρεμάσανε για σαμποτάζ, αλλά μια από τις νεαρές γυναίκες που επέζησαν κράτησε, αργότερα, στα χέρια της ένα μωρό που το έλεγαν Σαμουέλ. Το αίτημα ζωής του καθηγητή Σαμουέλ εισακούστηκε (όπως δείχνει και το όνομά του στα εβραϊκά – Ο Θεός τον εισάκουσε). […]

Το ανθρώπινο αντιστέκεται στην καταστροφή του. Δημιουργεί αυτό που χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε. Ανθίζει σαν έρωτας που αψηφά τον θάνατο, όπως με την ηρωική Μάλα και τον Πολωνό σύντροφό της. Γίνεται μουσική και τραγούδι. «Τραγούδα Gretchinka» θα παρακαλέσει η θαλαμάρχισσα τη Λίζα. «Greco μπορείς να τραγουδήσεις» θα πουν και στον νεαρό Θεσσαλονικιό Εβραίο, που σαν μαραγκός τρύπωσε στον θάλαμο των κρατουμένων γυναικών.

Απόσπασμα από ομιλία του Σάββα Μιχαήλ στην παρουσίαση του βιβλίου «Αντιμέτωπη με το Ολοκαύτωμα – Η Λίζα Πίνχας διηγείται», το 2014. Δημοσιεύτηκε στο «Homo Liber», εκδόσεις Άγρα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!