Αρχική πολιτισμός Ταξίδι στα βάθη της νύχτας: Χρῖστος Δάλκος

Ταξίδι στα βάθη της νύχτας: Χρῖστος Δάλκος

Γνώση τῆς γλώσσας σημαίνει κατάδυση μέσα στή γλῶσσα

Ἡ ἑλληνική γλῶσσα, κατ᾿ εἰκόνα τῆς εὐρύτερης πολιτισμικῆς μας πραγματικότητας, ἐμφανίζεται συμπιεσμένη ἀνάμεσα σέ δύο ἀλληλοσυγκρουόμενες συμπληγάδες: ἀπ᾿ τήν μιά μεριά οἱ ἐπιβιώσεις ἑνός νευτώνειου ἀττικιστικοῦ γλωσσαμυντορισμοῦ, κι ἀπ᾿ τήν ἄλλη ἡ μεταμοντέρνα «συγχρονική» γλωσσολογία μέ τόν ἀν(θ)ιστορικό της προσανατολισμό πού ἀρνεῖται νά ἀξιοποιήσῃ τήν ὑπερτρισχιλιετῆ γλωσσική καί πολιτισμική μας παράδοση.
Γιά τόν γράφοντα ἦταν πάντα ἀκατανόητο πῶς ἄνθρωποι πού ἔχουν θητεύσει στήν φιλοσοφία τοῦ ἱστορικοῦ – διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ μποροῦσαν νά καταφάσκουν ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ στήν «κατάργηση τοῦ παρελθόντος» καί στήν θεώρηση «ἀπό ἕνα μόνο σημεῖο» πού εὐαγγελίζεται ἡ μεταμοντέρνα «δομική γλωσσολογία» τοῦ Σωσσύρ: «Γι᾿ αὐτό ὁ γλωσσολόγος, πού θέλει νά ἀντιληφθεῖ τήν κατάσταση αὐτή, ὀφείλει νά ἐξαλείψει ἐντελῶς καθετί πού τήν παρήγαγε καί ν᾿ ἀγνοήσει τή διαχρονία. Δέ μπορεῖ νά μπεῖ μέσα στή συνείδηση τῶν ὁμιλούντων παρά μόνο καταργώντας τό παρελθόν. Ἡ παρέμβαση τῆς ἱστορίας δέ μπορεῖ παρά νά κάνει ψεύτικη τήν κρίση του. Θά ἦταν ἀνόητο νά σχεδιάσουμε ἕνα πανόραμα τῶν Ἄλπεων παίρνοντάς το ταυτόχρονα ἀπό πολλές κορυφές τοῦ συγκροτήματος τοῦ Jura· ἕνα πανόραμα πρέπει νά παρθεῖ ἀπό ἕνα μόνο σημεῖο…» (Φ. ντέ Σωσσύρ, Μαθήματα Γενικῆς Γλωσσολογίας, σ. 117).
Ἐπειδή, ἐπιπροσθέτως, προκειμένου περί μιᾶς γλώσσας μέ τεράστιο ἱστορικό / γραμματειακό βάθος ὅπως ἡ ἑλληνική, ἡ ἐπικράτηση μιᾶς τέτοιας ρηχῆς ἄποψης συνιστᾷ φανερά ἕνα εἶδος πολιτισμικῆς αὐτοκτονίας καί ἀκύρωσης τοῦ σημαντικώτερου συγκριτικοῦ μας πλεονεκτήματος, θά ἀναφερθῶ μόνο στίς ἀνακολουθίες τῆς κρατούσας στίς ἱστορικοσυγκριτικές σπουδές «νεογραμματικῆς» θεωρίας καί μεθοδολογίας.
Στήν διαδικασία ἐτυμολογικῆς διερεύνησης νεοελληνικῶν λέξεων ἡ κυρίαρχη μέχρι σήμερα ἀκαδημαϊκή τάση εἶναι ἡ κατ᾿ ἀρχάς ἀναζήτηση τῶν πρωταρχικῶν τους ριζῶν στήν ἀρχαία ἑλληνική, καί, ὅταν αὐτό δέν εἶναι δυνατόν, ἡ προσφυγή κατά κανόνα στόν χῶρο τῶν ξένων γλωσσῶν, ἀποκλειομένης τῆς πιθανότητας νά ὑπῆρξαν καρπός ἀφανῶν ἐσωτερικῶν διεργασιῶν καί ἐξελίξεων.
Εὐτυχῶς, ὅμως, δέν εἴμαστε πιά στήν ἐποχή πού ὁ Γεώργιος Χατζιδάκις κράδαινε τήν «ἐπιστημονική» σπάθη τῶν αὐστηρῶν ἕως ἀπαράβατων «φθογγολογικῶν νόμων» παίρνοντας κεφάλια ἀδιακρίτως, καί συνειδητοποιοῦμε μέσα ἀπό ἁπλᾶ παραδείγματα παράλληλης συνύπαρξης τῶν θέλω νά καί θά, κυλῶ καί τσουλῶ κ.λπ., ὅτι ἡ ἐξέλιξη ἑνός τύπου δέν συνεπάγεται τήν ἐξαφάνιση αὐτοῦ ἀπό τόν ὁποῖο προῆλθε.
Ἀπ᾿ τήν στιγμή πού εἶναι δυνατό κάτι τέτοιο, δέν θά ἦταν παράλογο νά ὑποθέσῃ κανείς ὅτι ἡ καταχρηστικῶς ὀνομαζομένη «νέα ἑλληνική» συντηρεῖ παμπάλαιες μνῆμες διαφορετικῶν ἐναλλακτικῶν ἐκδοχῶν μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ρίζας πού γίνονται ἀντιληπτές -ὅταν γίνωνται- ὡς εὐρεῖα πολυτυπία ἤ πολυδιάσπαση.
Τήν μελέτη αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς πολυδιάσπασης (πρβλ. γαργαλίζω καί γαγγαλίζω, τανταλόομαι καί ταλαντόομαι, σκυλεύω, συλεύω καί συλέω | κουτσοπόδης καί κοψοπόδης, κουτρουβάλα, κουρτουμπέλλα καί μπουρδουκέλα) καί ἑπομένως τήν ἑστίαση τῆς ἔρευνας στό ἐσωτερικό τῆς γλώσσας προτείνει ἡ «ἐνδοσυγκριτική» μεθοδολογία τήν ὁποία εἰσηγούμαστε.
Μιά τέτοια πολυδιάσπαση, φωνητική καί σημασιολογική, μπορεῖ νά ἐντοπίσῃ κανείς στά παρακάτω, συνοπτικῶς ἐκτιθέμενα παραδείγματα:
● Στήν περίπτωση τῶν ποιμενικῶν ὅρων ροῦντος-α-ο (= πρόβατο μέ κοντό, σγουρό μαλλί), ρούντα (= μακρά κόμη ἀνδρός || χαίτη κ.λπ.) ἡ ἐνδοσυγκριτική διερεύνηση ἀποδεικνύει πώς ἡ νέα ἑλληνική διαθέτει τούς παράλληλους τύπους γροῦντος (= «ἐπί ἐρίου, βραχύ, οὖλον καί σκληρόν»), γρούντα / βρούντα (= «μακρά κόμη ἤ χαίτη, ἀφέλεια, τούφα μαλλιῶν»), γρουντιάζω (= γιά ἀραβόσιτο, ἀποκτῶ «ρούντα», φούντα). Ἄν μάλιστα λάβουμε ὑπ᾿ ὄψει μας ὅτι τά ρούντικος καί ρούτικος χρησιμοποιοῦνται γιά πρόβατα μέ κοντό καί ἁπαλό μαλλί, μποροῦμε νά συσχετίσουμε τά ἐπίσης ξεχωριστά καταχωριζόμενα ρούντα (= προβατίνα μέ κοντό μαλλί) ρούτα (= κοντόμαλλη προβατίνα || κουρέλι || πουκαμίσα κ.λπ.), ρουτί (= πουκαμίσα || ροῦχο γενικῶς || κουρέλι) κ.ἄ.
● Τό ἀ.ἑ. φυτό τιθύμαλ(λ)ος (= «εὐφόρβιον τό δενδροειδές», κοιν. γαλατσίδα) ἀπαντᾷ ὡς ἀτσουτσούμαλ-λος Τῆλ. τσουτσουμάλλα Νίσυρ. τσουτσούμαλλη Ρόδ. τσουτσούμαλλι Κῶς Σύμ. τσουτσουμάλλι Νίσυρ. καί μέ οἱονεί ἁπλοποίηση τῆς ἀναδιπλασιασμένης ρίζας ἀτσουμαλιά Κρήτ.
Τό γεγονός ὅτι ὁ γαλακτώδης χυμός τοῦ τιθυμάλλου προκαλεῖ ἐρεθισμό σάν ἔγκαυμα καί εἶναι πικρός ὁδηγεῖ κατά συνεκδοχήν σέ σημασίες ὅπως «κατάπικρος», πρβλ. πικρό τσουτσούμαλλη! Ρόδ. πικρό(ν) τσουτσούμαλλιν Σύμ. πικρό τσουτσουμάλλι Νίσυρ.
Εἶναι λοιπόν ἐνδεικτικό τῆς εὐρύτατης καί παλαιότατης, ἀσφαλῶς, ἐσωτερικῆς πολυδιάσπασης τῆς ἑλληνικῆς ὅτι ἴχνη τῆς ἁπλοποιημένης ρίζας τοῦ τιθυμάλλου / ἀτσουτσούμαλ-λου ἀνευρίσκονται σέ λέξεις ἠπειρωτικῶν περιοχῶν πού ὑποδηλώνουν τήν πικρότητα, ὅπως: τσουμέρι (= «φαρμάκι πικρόν») Ἤπ. | τσιμέρ᾿ Μακεδ. Φαρμάκι: Τού γάλα π᾿ σ᾿ ἔδουσα τσιμέρ᾿ νά σί γέν΄᾿ Βόϊον | τσιόμιρ᾿, τσιούμιρ᾿ (= πολύ πικρό) Μακεδ. |τσιμιρώνου (= πικραίνω) Μακεδ. | τσ΄ιουμιρ(γ)ιάζου, τσιουμιργιάζουμι (= πικραίνω: Μί τσ΄ιουμίριασις τή ψ᾿χή μ᾿ || καίω: Πώ, πώ μί τσ΄ιουμίργιασιν οὑ ἥλιους) Μακεδ. (Καταφύγ.).
Ἡ δεύτερη αὐτή σημασία «καίω» πού ἔχει τό τσ΄ιουμιργιάζου στό Καταφύγιο ἀποτελεῖ πανηγυρική ἐπιβεβαίωση τῆς προέλευσης τῶν σχετικῶν λέξεων ἀπό τήν ρίζα τῶν τιθύμαλλος, τσουτσούμαλλη, ἀτσουμαλιά κ.λπ., μιᾶς καί ὁ χυμός τοῦ φυτοῦ δέν εἶναι μόνο πικρός ἀλλά προκαλεῖ καί ἐγκαύματα.
Ἄν ἐπρόκειτο ἁπλῶς γιά τέτοιες «περιθωριακές» λέξεις, ἡ «ἐνδοσυγκριτική» μεθοδολογία ἴσως καί νά μή μᾶς ἀπασχολοῦσε ἰδιαίτερα, ὡς ἀφορῶσα φαινόμενα «περιθωριακοῦ» χαρακτῆρα. Τί θά γινόταν ὅμως ἄν ἐπεκτεινόταν στήν ἐτυμολόγηση πάγκοινων λέξεων ὅπως μπουνιά [ἐκ τοῦ ἠχοποίητου μπουμπουνιά (= βροντή, πλῆγμα, μπουνιά), πρβλ. bουbνιά Θράκ. bουμνιά Προπ. π-πουνιά Κύπρ.], μπάτσος, μπάτσα (ἐκ τοῦ ματσούκι ~ μπατσούκι: ξύλο, πρβλ. μπατσούτσ΄ι = ματσούκι, μπατσουτσ΄άζου = ματσουκιάζω Τσακων.), καλαμπόκι ἐκ τοῦ καλαμούκι (= καλάμι, πρβλ. καλαμοκάνι ~ καλαbοκάνι), παξιμάδι ἐκ τοῦ καψιμάδι (= καψαλισμένο ψωμί) κ.λπ.; Τότε ἴσως νά ἀρχίζαμε νά ὑποψιαζώμαστε πόσο ἀφάνταστα ἔχουμε περιφρονήσει τήν ζῶσα, αὐθεντική γλωσσική μας παράδοση καί νά ἀποφασίζαμε νά καταδυθοῦμε στά βαθιά, ὑπόγεια ρεύματά της.

* Ο Χρῖστος Δάλκος είναι φιλόλογος

Σχόλια

Exit mobile version