Ο Γιώργος Τράγκας πέθανε την περασμένη Τρίτη, σε ηλικία 72 ετών, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου είχε διασωληνωθεί λόγω κορωνοϊού. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική καριέρα του στη Μεσημβρινής, έπειτα στη Βραδυνή και τον Ελεύθερο Τύπο, ενώ αργότερα έβγαλε και δικά του έντυπα. Πολύ γνωστότερος όμως έγινε όταν πέρασε στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, είτε με δικές του εκπομπές είτε ως σχολιαστής σε δελτία ειδήσεων, ενώ για μια σχεδόν δεκαετία ήταν και ιδιοκτήτης του Καναλιού 10. Όμως ο Τράγκας δεν ήταν απλά μια δημοσιογραφική περσόνα με κατά καιρούς «ακραίες» απόψεις, αλλά κάποιος που αναδείχθηκε μέσα από τα σπλάχνα του σκληρού καθεστωτικού πυρήνα μιας αχαλίνωτα αντικομμουνιστικής μετεμφυλιακής Δεξιάς, στης οποίας τους δημοσιογραφικούς «θεσμούς» ανδρώθηκε.
Για δεκαετίες αποτέλεσε αγαπημένο παιδί ισχυρών πτερύγων του μιντιακού, επιχειρηματικού και πολιτικού συστήματος, και για μεγάλο διάστημα στηρίχτηκε γενναιόδωρα από αυτό: αρκεί να θυμηθεί κανείς τα εκατομμύρια ευρώ με τα οποία επιδοτούνταν κάθε χρόνο οι εφημερίδες που εξέδιδε, παρόλο που μετά βίας έφταναν τριψήφιο αριθμό φύλλων. Σταδιακά απέκτησε πολλαπλές διασυνδέσεις: γνώριζε καλά τους σημαντικότερους πολιτικούς και επιχειρηματίες, αλλά και άλλους παράγοντες που δεν διαφημίζουν την ύπαρξή τους, και κατείχε πληροφορίες που χρησιμοποιούσε ως όπλο. Χαρακτηριστικά ήταν τα «χαιρετίσματα» που έστελνε κατά καιρούς από τα ερτζιανά σε ξένες μυστικές υπηρεσίες, όπως και οι «προειδοποιήσεις» σε ισχυρούς παράγοντες του πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου, να μην στραφούν εναντίον του.
Όταν ξεκίνησε η περίοδος των μνημονίων, αποστασιοποιήθηκε από τον επίσημο πολιτικό κόσμο, τον οποίο κατακεραύνωνε, ενώ για μεγάλο διάστημα «διαφήμιζε» και στελέχη της Χρυσής Αυγής. Από τότε επέδειξε αντιγερμανικό μένος, επιλέγοντας φιλοαμερικανική στάση. Τότε άρχισαν να του χτυπούν και τα πρώτα καμπανάκια: από αποκαλύψεις για λογαριασμούς που διατηρούσε στο εξωτερικό, έως πρόστιμα (π.χ. για εξύβριση της Μέρκελ) και ποινική δίωξη για ανακριβή δήλωση πόθεν έσχες. Άρχισε να θεωρείται υπέρ το δέον ενοχλητικός και, παρά την υψηλή ακροαματικότητα που είχε, σταδιακά είδε να κλείνουν γι’ αυτόν οι πόρτες των μεγάλων ΜΜΕ. Το 2017, μετά από δεκαετή σχεδόν παρουσία στον Real FM του Χατζηνικολάου, «διεκόπη η συνεργασία». Ο ίδιος το απέδωσε στο ότι «δεν ήμουν στη γραμμή του σταθμού». Η κόντρα του με πτέρυγες που κυριάρχησαν στη Δεξιά κορυφώθηκε μετά την ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ. κι έπειτα στην πρωθυπουργία.
Όντας γόνος της λεγόμενης λαϊκής Δεξιάς και εχθρικός προς τον οίκο Μητσοτάκη, σπρώχτηκε οριστικά στο περιθώριο με «άνωθεν εντολές» όταν η πολεμική του εναντίον της σημερινής κυβέρνησης (σχετικά με την πανδημία και όχι μόνο) θεωρήθηκε ότι υπερβαίνει τα εσκαμμένα. Τρανταχτό παράδειγμα ήταν η εσπευσμένη απόλυσή του, τον Μάιο του 2020, από τον ραδιοφωνικό σταθμό Παραπολιτικά (συμφερόντων Μαρινάκη). Η ηγεσία της Ν.Δ. τον συγκατέλεγε στις σημαντικότερες απειλές, αυτές που προέρχονται από τα δεξιά της. Τελικά αποκλείστηκε από παντού, διατηρώντας μονάχα μια παρουσία σε μικρό ραδιοφωνικό σταθμό (Ελλάδα FM). Πέρυσι ίδρυσε και το δικό του κόμμα, με την ονομασία «Ελεύθεροι Άνθρωποι».
Τώρα ξαφνικά σχεδόν όλοι –περιλαμβανομένων πολλών εξ όσων τον απομόνωσαν σιωπηρά– τον υμνούν. Πλην των φανατικά εκσυγχρονιστών, βέβαια. Χαρακτηριστική από αυτήν την άποψη (και ίσως αναμενόμενη, αφού ο Τράγκας δήλωνε και καραμανλικός…) είναι η δήλωση του Ευάγγελου Αντώναρου: «Έπιανε τον σφυγμό των ανθρώπων και της κοινωνίας, μέχρι το τέλος. Αυτό πρέπει να θυμόμαστε και να καταλαβαίνουμε τι είναι η πραγματική δημοσιογραφία». Όπως και η αντίστοιχη δήλωση του Χατζηνικολάου, που τον χαρακτήρισε «τον πιο ταλαντούχο ραδιοφωνικό παραγωγό των τελευταίων δεκαετιών». Η δε ΕΣΗΕΑ τόνισε ότι «επί δεκαετίες έδινε τις δικές του δημοσιογραφικές μάχες, ως καυστικός σχολιαστής της πολυτάραχης ελληνικής πολιτικής σκηνής». Τελικά, τώρα που πέθανε (αν και διαβητικός, ήταν ανεμβολίαστος, και ίσως δεν είχε την ιδιαίτερη φροντίδα που απόλαυσαν άλλα δημόσια πρόσωπα…), όλοι ήταν πολύ φίλοι του.
Μ.Α.