Ο Γιώργος Μητσάκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μάλλον το 1921. Το μάλλον μπαίνει γιατί από τότε που τον γνώρισα, πριν από 50 περίπου χρόνια, έκρυβε χρόνια! Έδινε μεταγενέστερη χρονολογία γέννησης και στις συνεντεύξεις. Το έλεγε και σε μας που ασχολούμαστε με τους καλλιτέχνες. Αλλά αυτό συνήθιζαν να το κάνουν πολλοί άνθρωποι, από παλιά και ήταν εν γένει αποδεκτό. Γιατί με το προσδόκιμο ζωής που ήταν στα 50 χρόνια και κάτι, στη δεκαετία του 1950, και λίγο παραπάνω στη δεκαετία του 1960, ο πενηντάρης θεωρείτο γέρος, με το ένα πόδι στον τάφο που έλεγαν. Δεν το εξομαλύνει και ο Ζαμπέτας που τραγουδάει, στην αρχή της δεκαετίας του 1970, τους στίχους του Ναπολέοντα Ελευθερίου «ο πενηντάρης είναι ένας νέος της εποχής»; Ένα τραγούδι που θύμιζε ότι «όταν έφτανες πενήντα, την παλιά την εποχή, σου φωνάζαν όλοι γέρο, άντε και καλή ψυχή»!
Οπότε, πολλοί έκρυβαν χρόνια για να μην θεωρούνται γέροι. Γυναίκες και άντρες. Και οι καλλιτέχνες που έπρεπε να δείχνουν μια φρεσκάδα, ότι είναι επίκαιροι, είχαν περισσότερους λόγους να μικραίνουν την ηλικία τους. Πολλοί, μάλιστα, ένιωθαν ότι κρύβοντας χρόνια διατηρούσαν και την ομορφιά τους. Ίσως να είχαν δίκιο. Η ψυχολογία στον καθένα παίζει μεγάλο ρόλο όχι μόνο στο πώς αισθάνεται, αλλά και στο πώς μεγαλώνει και στο πώς γερνάει. Κι ο Μητσάκης ήταν πολύ όμορφος άντρας, είχε και αέρα, ήταν σικάτος και είχε ταλέντο. Όλα του τα είχε δώσει η φύση. Οπότε γιατί να μην κάνει κάποια οικονομία στα χρόνια του;
Ο Ζαμπέτας δεν ήταν φειδωλός στην περιγραφή του Μητσάκη, ούτε εγκρατής στη γλώσσα του! «Ωραίος ο Παπαϊωάννου, πολύ ωραίος, κιμπάρης. Όχι όμως καλύτερος απ’ τον Μητσάκη. Ο Παπαϊωάννου ήταν σαν βρικόλακας, αδελφάκι μου. Ενώ ο Μητσάκης είχε αρχοντιά. Γιόμιζε το μαγαζί από γκόμενες κάθε βράδυ, γκόμενες που γουστάρανε Μητσάκη. Πολλές επιτυχίες είχε. Τις περισσότερες απ’ όλη τη μπουζουκοφάρα τις είχε ο Μητσάκης. Ήτανε κι ωραίος αυτός, όμορφος, κυριλέ. Ψηλός, κατάμαυρα μαλλιά, κορακίσια, μαύρα μάτια και παράστημα αρρενωπό κάργα. Απ’ τον Μητσάκη είχα κι εγώ δυο-τρεις γκόμενες. Πέφτανε στον Μητσάκη, δεν βρίσκανε προσφορά από κει, δεν είχε χρόνο και για τέτοια, πρόσεχε πολύ, και πέφτανε μετά σε μένα.» (Ιωάννας Κλειάσιου «Γιώργος Ζαμπέτας – Βίος και πολιτεία – Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου», εκδόσεις «ντέφι»)
Έλληνες στην Πόλη
Η Κωνσταντινούπολη είναι καθοριστική στη διαμόρφωση του Γιώργου Μητσάκη, όπως και άλλων σημαντικών δημιουργών που ήρθαν από την Ανατολή στο ακόμα ανολοκλήρωτο ελληνικό κράτος. Η Κωνσταντινούπολη ήταν μεγαλούπολη, με ένα εκατομμύριο κατοίκους ενώ, με τα ευρωπαϊκά στάνταρντ, η Αθήνα ήταν ακόμα σε ανάπτυξη. Για πολλούς αιώνες η Πόλη ήταν μία από τις πέντε μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο όσον αφορά τον αριθμό των κατοίκων της. Και στην Ευρώπη, ήταν μαζί με το Παρίσι οι δύο μεγαλύτερες και οι δύο σημαντικότερες, η μία στην καρδιά της Δύσης και η άλλη στην είσοδο της Ανατολής. Η Πόλη είχε κατοίκους απ’ όλο τον κόσμο και, βέβαια, πολλούς από τις ελληνοκρατούμενες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ των οποίων αρκετοί παρέμειναν ως Πολίτες και μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Ανάμεσά τους και ο παππούς του Μητσάκη που έφυγε απ’ την Ευρυτανία και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Σαν τους παππούδες μου, που κατάγονταν από την Καππαδοκία. Αυτές οι μεταναστεύσεις δεν ήταν η εξαίρεση, ήταν κανόνας.
Η Ελλάδα ήταν μια πολύ φτωχή χώρα όταν δημιουργήθηκε μετά την Επανάσταση του 1821. Για τα περισσότερα από τα εκατό πρώτα της χρόνια ήταν σε μεγάλη οικονομική δυσχέρεια. Σήμερα, ακούγεται περίεργο ότι Έλληνες έφευγαν από το νέο ελληνικό κράτος για το οποίο είχε χυθεί τόσο πολύ αίμα και πήγαιναν να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη ή στη Σμύρνη και σε άλλα μέρη της οθωμανικής επικράτειας. Όταν η Κωνσταντινούπολη, το 1912, είχε περισσότερους από 300 χιλιάδες Έλληνες ήταν η μεγαλύτερη «ελληνική» πόλη στον κόσμο. Και απ’ αυτούς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ήταν Ελλαδίτες, που είχαν φύγει όχι μόνο από την επαρχία αλλά και από την Αθήνα. Απλοί αγρότες κι εργάτες οι οποίοι εύρισκαν καλύτερες δουλειές και περισσότερες ευκαιρίες ανέλιξης με ένα πιο σύγχρονο τρόπο ζωής στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και εύποροι πολίτες που διαπρέψανε στον οικονομικό τομέα καθώς και διανοούμενοι που είχαν αηδιάσει με την ξενοκρατία, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά στο υπό ξένη κηδεμονία ελληνικό κράτος.
Συγκεκριμένα, οι Ευρυτάνες στην Πόλη αποτελούσαν μια υπολογίσιμη κοινότητα. Όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Μπαλωμένος («Των Αποδήμων Ευρυτάνων Έργα…»), στην πρώτη περίοδο της μετανάστευσης από την Ευρυτανία, μετά την άλωση της Πόλης, 5-10.000 Ευρυτάνες εγκαταστάθηκαν στην Πόλη. Στη δεύτερη περίοδο, από τα 1850 περίπου μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους το 1912-13, άλλη μια μεγάλη φουρνιά Ευρυτάνων μετανάστευσε στην Πόλη. Ζούσαν, μάλιστα, σαν παροικία μέσα στην πολυεθνική Πόλη. Στην αρχή είχαν μια τάση να φτιάχνουν μπακάλικα και γενικά να επιδίδονται στο εμπόριο τροφίμων. Ο παππούς του Μητσάκη ήταν φούρναρης. Βέβαια, στη νεότερη εποχή επεκτάθηκαν και σε άλλα επαγγέλματα κι έβγαλαν αρκετούς αξιόλογους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.
Γέννημα της παράδοσης
Γέννημα αυτής της κατάστασης είναι ο Μητσάκης και μ’ αυτήν την παράδοση μεγαλώνει. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία για να καταλάβει κανείς πώς ένας τόσο σπουδαίος καλλιτέχνης, συνθέτης, στιχουργός, οργανοπαίχτης και τραγουδιστής, έχει τέτοια μουσική κατάρτιση και είναι εξαιρετικός χρήστης της ελληνικής γλώσσας ενώ πήγε μόνο μερικά χρόνια σ’ ένα ελληνικό δημοτικό σχολείο της Κωνσταντινούπολης, χωρίς άλλες σπουδές! Μάλιστα, ενώ έλεγε ότι στα τουρκικά μαθήματα ήταν καλύτερος από τα ελληνικά! Στις πάμπολλες συνομιλίες μας, οι τελευταίες ήταν το τελευταίο διάστημα πριν φύγει από τη ζωή, το Νοέμβριο του 1993, ο Γιώργος Μητσάκης χρησιμοποιούσε πολλές λέξεις τούρκικες∙ επειδή ήμασταν συμπατριώτες με κάθε ευκαιρία μιλούσε τούρκικα με τη θαυμάσια προφορά του.
Ο Μητσάκης έμοιαζε πολύ με τη μητέρα μου που κι αυτή μιλούσε πολύ όμορφα ελληνικά, αν και είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό σχολείο στο Φερίκιοϊ. Επίσης, έγραφε καλλιγραφικά γιατί στα ελληνικά σχολεία μάθαιναν οι μαθητές να πιάνουν σωστά το μολύβι, που είναι κι αυτό ένα στοιχείο του πολιτισμού χαρακτηριστικό. Πολύ ωραία έγραφε και μιλούσε κι ο πατέρας μας ο οποίος πήγε και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Τι ήταν, λοιπόν, αυτό το πολύ σημαντικό, πέρα από τη διδασκαλία στα σχολεία, που έκανε τους Κωνσταντινουπολίτες να είναι καλοί γνώστες της ελληνικής γλώσσας; Είναι μία τεράστια παράδοση παιδείας, λόγιας και λαϊκής, εκκλησιαστικής και κοσμικής. Η προφορική παράδοση του λαϊκού πολιτισμού, που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, από τον παππού στα παιδιά και τα εγγόνια, έχει μια ευεργετική επίδραση στα καλά κι ανήσυχα μυαλά. Έτσι εξηγούνται οι πολύ ωραίοι στίχοι του Μητσάκη. Κατ’ αναλογία έτσι βγαίνει και η μουσική του, από την αντίστοιχη παράδοση που συνεχώς εμπλουτίζεται από τα νέα μουσικά και κοινωνικά ρεύματα.
Δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, το 1983, είχαμε καταγράψει με τον Γιώργο Κοντογιάννη μια αναλυτική αφήγηση της ζωής του. Οι συζητήσεις, στην αυλή του σπιτιού του στο Πόρτο Ράφτη ήταν πολύωρες, από το πρωί μέχρι το βράδυ, και το υλικό πολύτιμο γιατί η μνήμη του ήταν πολύ ισχυρή και η όρεξή του να τα πει πολύ μεγάλη. Δημοσιεύσαμε στο περιοδικό «ντέφι» τα δύο πρώτα μέρη αυτών των συζητήσεων που κάλυψαν είκοσι πυκνές σελίδες του περιοδικού! Τα υπόλοιπα μέρη δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ γιατί μεσολάβησαν άλλα γεγονότα, πιο επείγοντα και πιο επίκαιρα, που ανέβαλαν επ’ αόριστον τη συνέχεια. Είναι κι αυτή μία από τις πολλές εκκρεμότητες της ζωής μας…
Αναχώρηση από την Πόλη
Η Κωνσταντινούπολη ήταν φιλόξενη και ξανάγινε φιλόξενη μετά τους πολέμους 1912-1922. Η περίοδος που ζει η οικογένεια του Μητσάκη στην Κωνσταντινούπολη δεν είναι περίοδος συστηματικών διωγμών. Οι διωγμοί για την Ελληνισμό και άλλες μειονότητες, ιδίως τους Αρμένιους, έχουν παύσει μαζί με το τέλος της πολεμικής περιόδου. Όμως, υπάρχουν πολλά προβλήματα επειδή οι Τούρκοι στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ένα καινούργιο εθνικό κράτος κάνουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο εμπόριο, στις υπηρεσίες, στις χρηματιστικές εργασίες κ.λπ. Για να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν το τουρκικό στοιχείο, σε ορισμένα επαγγέλματα που ασκούνταν σε σημαντικό βαθμό από τους Έλληνες, τους Αρμένιους και τους Εβραίους, εφαρμόζονται περιορισμοί υπέρ των Τούρκων.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, το 1914, οι ελληνικές και αρμενικές κοινότητες έλεγχαν τα 4/5 της οθωμανικής οικονομίας στον χρηματιστικό τομέα, τη βιομηχανία και το εμπόριο με πρώτους –και με μεγάλη διαφορά- τους Έλληνες που είχαν παραγκωνίσει και τους Ιταλούς, Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς και άλλους Δυτικούς. Ούτε οι Ρώσοι και Ουκρανοί που κατέφυγαν μαζικά στην Πόλη, ιδίως κατά την περίοδο 1917-22, είτε επειδή ήταν πλούσιοι είτε επειδή συμμετείχαν στο πλευρό των ξένων στρατευμάτων και των στρατηγών του τσάρου που προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανατρέψουν την εξουσία των μπολσεβίκων, δεν επηρέασαν τις ισορροπίες.
Όμως, από το 1922 και μετά, οι ισορροπίες άλλαζαν σταδιακά από τη νέα Τουρκική Δημοκρατία. Για παράδειγμα, η καινούργια νομοθεσία για τα επαγγέλματα που άρχισε να ισχύει από τα τέλη του 1933 ανάγκασε περίπου 10.000 Πολίτες με ελληνική υπηκοότητα να φύγουν από την Πόλη. Ο νόμος δεν απαγόρευε στους ξένους υπηκόους, όπως ο παππούς μου -από την πλευρά της μητέρας μας- που ήταν από τη Χίο, και ο πατέρας του Μητσάκη που ήταν από την Ευρυτανία με ελληνική υπηκοότητα, να παραμείνουν και να εργαστούν στην Πόλη. Αν, όμως, το επάγγελμά τους ανήκε στην κατηγορία που δεν επιτρεπόταν στους ξένους υπηκόους να το ασκούν, έπρεπε ή να αλλάξουν επάγγελμα ή να μεταναστεύσουν. Χημικοί, οδοντίατροι, χειρουργοί, δικηγόροι, μηχανικοί , αλλά και κάποια χειρονακτικά και εμπορικά επαγγέλματα μπορούσαν να τα ασκούν μόνο Τούρκοι υπήκοοι. Ακόμα και σήμερα, ορισμένα επαγγέλματα υφίστανται παρόμοιους περιορισμούς στην Τουρκία. Ο δικός μας παππούς που έφτιαχνε σόμπες δεν θίχτηκε. Για τον πατέρα του Μητσάκη ήταν έτσι κι αλλιώς δύσκολη η επιβίωση γιατί η δουλειά του ψαρά ήταν βαριά και μη επικερδής. Στο πολύ σημαντικό βιβλίο του μεγάλου συγγραφέα Γιασάρ Κεμάλ, η «Θυμωμένη Θάλασσα», περιγράφεται πόσο δύσκολη ήταν η ζωή των ψαράδων στην Προποντίδα και το Βόσπορο, που με το ζόρι εξασφάλιζαν το βιος και την επιβίωση τους. Μ’ αυτές τις συνθήκες, η οικογένεια του Μητσάκη, φορτώνει τα λιγοστά υπάρχοντά της, κυρίως τα δίχτυα του ψαρέματος, στο πλοίο «Μεράνο» που κουβαλούσε ξυλεία από την Πόλη και μετά από 17 μέρες ταξίδι, γονείς και παιδιά φτάνουν μπαϊλντισμένοι με τα «γκιότσια» τους στην Καβάλα. Αλλά και στην Ελλάδα η ζωή ήταν δύσκολη για τους μικρούς ψαράδες, όπως διαπίστωσε ο πατέρας του Μητσάκη στην Καβάλα αρχικά και στο Βόλο στη συνέχεια.
Πολυδιάστατος
Για να ξεφύγει από την ανέχεια, ο Μητσάκης, έφηβος ακόμα, εγκαταλείπει τη φτωχική στέγη τους, «την κοπάνησα» έλεγε, με ένα παλιό μπουζούκι που το είχε αγοράσει ο πατέρας του για 300 δραχμές, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Ξεκινάει από την πιο κοντινή στο Βόλο Θεσσαλονίκη όπου μετά από ένα πρώτο βάπτισμα μερικών μηνών στη «ζητιανιά» κατεβαίνει στον Πειραιά με το πλοίο «Κέρκυρα». Ήταν το 1938 ή 1939, χοντρικά ένα χρόνο πριν επιτεθούν οι Ιταλοί στην Ελλάδα.
Ο Μητσάκης είναι άγνωστος και άφραγκος, αλλά είναι πλούσιο το ατομικό του φορτίο γιατί έχει αφομοιωμένα στοιχεία από τον πληθωρικό λαϊκό πολιτισμό της Πόλης. Έχει τα πολίτικα χασάπικα και ζεϊμπέκικα στο δισάκι του, έχει και τις ευρωπαϊκές μουσικές, τα ελαφρά τραγούδια, ελληνικά και ξένα, που ακούει από μικρός στην κοσμοπολίτικη Πόλη. Έχει και τους αμανέδες που αποτελούν τη βάση, το θεμέλιο, το σημείο εκκίνησης της σοβαρής λαϊκής μουσικής, που βγαίνει από τα σπλάχνα του τραγουδιστή και αγγίζει τα σώψυχα του ακροατή. Κανείς δεν «παίζει» με τους αμανέδες, είτε είναι Έλληνας είτε Τούρκος. Γι’ αυτό όταν συζητούσαμε με τον Μητσάκη, από τα ακούσματα του στην Πόλη, αναφέρει πρώτα-πρώτα τον περίφημο Χαφίζ Μπουρχάν, γεννημένο στην Πόλη το 1897, που είχε ηχογραφήσει πολλούς δίσκους με αμανέδες στη σχετικά σύντομη ζωή του, αφού πέθανε το 1943 στην Άγκυρα. Ο Μητσάκης απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις τακτικές επισκέψεις του στο Γιουκσέκ Καλντερίμι, που κατέβαινε κι ανέβαινε τα ατελείωτα σκαλάκια για να ακούει τους τούρκικους και ελληνικούς αμανέδες, τα ταταυλιανά χασαποσέρβικα, τις ιταλικές άριες και τις γαλλικές οπερέτες που έπαιζαν οι δίσκοι 78 στροφών από τα μαγαζιά που πουλούσαν τα καλοκουρδισμένα γραμμόφωνα με τα χρωματιστά χωνιά.
Στα χρόνια που έζησε ο Μητσάκης στην Πόλη, ο Μπουρχάν Μπέη ήταν διάσημος στους μερακλήδες που προτιμούσαν τα συναισθηματικά βαριά τραγούδια, Τούρκους, Αρμένιους, Εβραίους, Έλληνες και άλλους ανατολίτες που ζούσαν στην πολυπολιτισμική πρωτεύουσα. Ταυτόχρονα, εκείνα τα χρόνια, ο Μητσάκης έπαιζε με τη φυσαρμόνικα γαλλικά τραγούδια και ελαφρά τραγούδια από τις οπερέτες που παίζονταν στην Ελλάδα και κυκλοφορούσαν σε δίσκους 78 στροφών από τούρκικες, γερμανικές κ.λπ. εταιρίες δίσκων. Να σημειωθεί ότι η Πόλη είχε εργοστάσιο εκτύπωσης δίσκων από το 1911-12, δηλαδή είκοσι χρόνια πριν η Κολούμπια ιδρύσει το εργοστάσιο την Αθήνα. Το αντίστοιχο της Κολούμπια στην Πόλη, στο Φερίκιοϊ, κοντά στο πατρικό της μητέρας μας, το θυμάμαι, γιατί σε μια αλάνα πίσω από το κτήριο υπήρχαν πάντοτε σωροί από χαλασμένα αντίτυπα δίσκων με τα οποία έπαιζαν τα παιδιά της γειτονιάς. Έτσι, γνωρίζαμε την ετικέτα Columbia πολύ πριν αρχίσουν να μας ενδιαφέρουν τα τραγούδια.
Στους κορυφαίους
Ο Μητσάκης φέρνει από την Πόλη την αισθητική της. Από την προφορά του και τους τρόπους του μέχρι το ντύσιμό του. Και ο πατέρας μου με τους φίλους του όταν πήγαιναν στα μπουζούκια φορούσαν ακριβά κοστούμια, γραβάτες και παπιγιόν και πάντα τα παπούτσια τους άστραφταν και δεν επιτρεπόταν να έχουν ούτε έναν κόκκο σκόνης. Ο Ζαμπέτας λέει «Ο Μητσάκης ήταν ο πιο μοντέρνος, αυτός χρησιμοποιούσε γραβάτα, πού και πού το κόλλαγε και το παπιόν».
Οι μουσικές επιρροές που έχει δεχτεί ο Μητσάκης θα φανούν αργότερα στην άνεση που έχει να γράφει μουσικές και τραγούδια ώριμα, από βαριά ρεμπέτικου ύφους μέχρι ανάλαφρα που μπορούν να παιχτούν και σε μια επιθεώρηση ή να ενταχθούν στο σενάριο μιας κινηματογραφικής ταινίας. Από στέρεα ζεϊμπέκικα μέχρι ακουστικές μπαλάντες. Όταν τα στοιχεία που είχε από την Πόλη συνδυάστηκαν με την εντόπια λαϊκή κουλτούρα όπως αυτή εκφραζόταν από τους σπουδαίους λαϊκούς καλλιτέχνες εκείνης της εποχής που βρίσκονταν στα ντουζένια τους, γεννιέται ο τραγουδοποιός Γιώργος Μητσάκης. Καθώς συγχρωτίζεται με τον Μάρκο και τον Τσιτσάνη, αλλά και με τον Χατζηχρήστο που ως άνεργο και άστεγο τον φιλοξενεί σε μια παράγκα στην προσφυγική Δραπετσώνα και με τον Παπαϊωάννου που τον εντυπωσιάζει με την «Φαληριώτισσα», ο Μητσάκης, μέσα απ’ όλο αυτό το χαρμάνι, βρίσκει εκφραστικά το δικό του δρόμο που τον αναδεικνύει γρήγορα και δίκαια στη λίστα των κορυφαίων λαϊκών δημιουργών.
Θρίαμβος στην Πόλη
Ο Μητσάκης πήγε ξανά στην Πόλη το 1954. Μεγάλος και τρανός. Οι επιτυχίες του ήταν πολλές και τις ήξεραν όλοι οι Ρωμιοί, αλλά και οι Αρμένιοι, Εβραίοι και Τούρκοι που αγαπούσαν την ελληνική λαϊκή μουσική. «Το κομπολογάκι», «Όταν καπνίζει ο λουλάς», «Ψιλή βροχούλα έπιασε», «Μού ’φαγες τα δαχτυλίδια», «Στα μπουζούκια να με πας», «Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος σου», «Βαλεντίνα» και πολλά άλλα παίζονταν στα γραμμόφωνα και τραγουδιόνταν στις σπιτικές γιορτές και τα γλέντια, στις κοινωνικές εκδηλώσεις στους συλλόγους, στα κοσμικά κέντρα, τις ταβέρνες, τα καφενεία, τα βαπόρια και τα εξοχικά μέρη που παραθέριζαν οι Πολίτες. Και, βέβαια, το ότι ήταν Πολίτης, αναγνωρισμένος στην Ελλάδα, ενίσχυε παραπέρα το θαυμασμό της τοπικής κοινωνίας. Εμφανίστηκε για αρκετά μεγάλο διάστημα σε ένα από τα πιο γνωστά κέντρα της Πόλης, το «Γκιουνέι Παρκ». Όλος ο καλός ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης τον τίμησε και διασκέδασε με τα τραγούδια του και το μπρίο του. Ο πατέρας μου σίγουρα θα χόρεψε αρκετά χασάπικα μπροστά του!
Στέλιος Ελληνιάδης