του Ορέστη Σταμόπουλου
Πέθανε στις 9 Ιανουαρίου ο παγκοσμίου εμβέλειας ακαδημαϊκός και διανοητής, Ζίγκμουντ Μπάουμαν, που εκτός των άλλων, υπήρξε Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λιντς. Η σκέψη του επηρεάστηκε βαθιά από στοχαστές όπως οι Μαρξ και Βέμπερ αλλά και από τους Αντόρνο, Καστοριάδη και Λεβινάς. Μελέτησε συστηματικά, άοκνα και με εμβρίθεια θέματα όπως ο σύγχρονος καπιταλισμός, οι ανθρώπινες – κοινωνικές σχέσεις, ο καταναλωτισμός, η παγκοσμιοποίηση και η ηθική.
Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν, από διάφορες εκδόσεις, αρκετά βιβλία του. Το τελευταίο, που τιτλοφορείται Πλούτος και Ανισότητα, μας ωφελεί όλους ο πλούτος των ολίγων; (εκδόσεις Οκτώ), αν και «μικρό το δέμας» καταπιάνεται με ποικιλία θεμάτων.
Το βιβλίο αποτελείται από μια σύντομη εισαγωγή και από τέσσερα μεστά νοημάτων κεφάλαια.
Από την εισαγωγή ακόμα ο Μπάουμαν μας «βομβαρδίζει» με πλήθος σοκαριστικών στοιχείων και πληροφοριών αλλά και με διεισδυτικές φιλοσοφικοκοινωνικές αναλύσεις. Επίσης, βάλλει ευθέως κατά διεθνών καπιταλιστικών οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), από την «εργαλειοθήκη» του οποίου ζητούσε λύσεις ο… αριστερός πρωθυπουργός μας.
Από την πρώτη κιόλας σελίδα μας πληροφορεί ότι το πλουσιότερο 1% των ενηλίκων κατέχει το 40% (σ.σ. το ποσοστό έχει σκαρφαλώσει στο 50% σήμερα) των παγκόσμιων περιουσιακών στοιχείων, εν αντιθέσει με το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού που κατέχει μόλις το 1% του παγκόσμιου πλούτου.
Προς επίρρωση της κατάδειξης των ακραίων διαστάσεων που έχει πάρει στις μέρες μας η κοινωνική ανισότητα, μας γνωστοποιεί, ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε υπάρξει ένα τέτοιων, κολοσσιαίων, διαστάσεων χάσμα. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι την περίοδο του Διαφωτισμού το επίπεδο διαβίωσης οπουδήποτε πάνω στη Γη δεν ήταν ποτέ παραπάνω από διπλάσιο σε σχέση με την φτωχότερη περιοχή της. Στις μέρες μας το Κατάρ -η πλουσιότερη χώρα- έχει κατά κεφαλήν εισόδημα 428 φορές υψηλότερο από εκείνο της φτωχότερης, της Ζιμπάμπουε.
«Ο πλούτος που συγκεντρώνεται στην κορυφή της κοινωνίας έχει ολοφάνερα αποτύχει να διαχυθεί προς τα κάτω και να κάνει εμάς τους υπόλοιπους πιο πλούσιους, πιο ασφαλείς, πιο αισιόδοξους για το μέλλον, το δικό μας ή των παιδιών μας, ή και πιο ευτυχισμένους…», σημειώνει ο συγγραφέας λίγο παρακάτω. Η ανισότητα, αναντίρρητα, αυτοαναπαράγεται σε μια ολοένα και πιο εκτεταμένη και επιταχυνόμενη βάση, συμπληρώνει.
Στο πρώτο κεφάλαιο, του βιβλίου, καταπιάνεται με το μέγεθος και το εύρος που έχει αποκτήσει η ανισότητα σήμερα σε πλανητικό επίπεδο. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας υπολογίζει πως 3 δισεκατομμύρια ζουν σήμερα κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας -έχει καθοριστεί στα 2 δολάρια ημερησίως-, αναφέρει ο συγγραφέας. Πλέον, δεν φτάνει να μιλάμε για το πλουσιότερο 10% αλλά για το πλουσιότερο 1% και 0,1%, αυτή η αλλαγή συνίσταται στην υποβάθμιση των «μεσαίων τάξεων» στα επίπεδα του «πρεκαριάτου», τονίζει.
Ακόμα, μας αποκαλύπτει ότι ο λόγος που οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι είναι η ίδια τους η κοινωνική κατάσταση, τα πλούτη και η φτώχεια δηλαδή. Καταρρίπτεται, έτσι, ο αστικός μύθος περί της δυνατότητας κοινωνικής – ταξικής ανέλιξης των πολιτών μέσω των «ευκαιριών» που «ενδημούν» εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Την σύγχρονη εποχή οι πάμπλουτοι μπορούν να ζουν, αποκλειστικά, με εισόδημα προερχόμενο από τους τόκους που γεννά ο πλούτος τους, συμπληρώνει.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Μπάουμαν απαντά, βασιζόμενος και στη μελέτη του Daniel Dorling, στο ερώτημα: γιατί οι άνθρωποι στις πλούσιες χώρες ανέχονται την πρόδηλη και εξωφρενική υφιστάμενη κοινωνική ανισότητα; Οι λόγοι, είναι βασικά ιδεολογικοί, ισχυρίζεται. Οι άνθρωποι βαθιά μέσα τους, πιστεύουν στις αρχές της αδικίας. Αυτό οφείλεται, εν πολλοίς, σε υπόρρητες υποθέσεις και αστόχαστες πεποιθήσεις των ιδίων των πολιτών. Κάτι το οποίο και εκμεταλλεύτηκαν, αριστοτεχνικά, πολιτικοί όπως η Θάτσερ (σ.σ. και που εκμεταλλεύονται πλήθος κυβερνήσεων σήμερα) για να εφαρμόσουν «αναίμακτα» τις νεοφιλελεύθερες – αντικοινωνικές πολιτικές τους.
Εξόχως κυνικά, η Θάτσερ, εγκαινίασε την προσπάθεια «φυσικοποίησης» των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω του νεοφιλελεύθερου δόγματος ως εξής: παρομοιάζοντας τις διαφορετικές ατομικές ικανότητες του καθενός μας με το διαφορετικό φυσικό μας ύψος. Υποδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αδυναμία μας να πάμε κόντρα στην ίδια μας την φύση, στην ίδια μας την «μοίρα», εν ολίγοις.
Στο τρίτο και μεγαλύτερο κεφάλαιο, ο διανοητής, αποδομεί πειστικά κάποια από τα μεγάλα ψέματα, όπως τα αποκαλεί, πάνω στα οποία επικάθονται όλες οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες προβαίνοντας παράλληλα σε μια δυστοπική περιγραφή των συνθηκών που μας περιβάλλουν.
«Σε τούτη την πραγματικότητα δεσπόζουν η απληστία και η διαφθορά, ο ανταγωνισμός και η ιδιοτέλεια απ’ όλες τις πλευρές, και για όλους αυτούς τους λόγους η πραγματικότητα συμβουλεύει και εξυμνεί την αμοιβαία καχυποψία και την διαρκή επαγρύπνηση.(…) Δεν τους μένει (σ.σ. των πολιτών) παρά να ακολουθήσουν τα πρότυπα συμπεριφοράς που, συνειδητά ή μη, βάσει σχεδιασμού ή από λάθος, αναπαράγουν μονότονα τον κόσμο του bellum omniun contra omnes [πολέμου όλων εναντίον όλων]», διατείνεται σε απαισιόδοξο τόνο ο στοχαστής.
Όλοι οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος ωθούν ακατάπαυστα τον «μέσο άνθρωπο», τον «κοινό νου» για να θυμηθούμε και τον Γκράμσι, να συνεχίσει να πιστεύει στο διηνεκές ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι- τελεία και παύλα. «Σε αυτό το είδος κόσμου δεν υπάρχει- δεν μπορεί να υπάρχει καμιά εναλλακτική λύση», καταλήγει ο Μπάουμαν. Άραγε, πόσο διαφορετικά είναι, αυτά που μας λένε εδώ και εφτά συναπτά έτη οι μνημονιακές, και εθελόδουλες κυβερνήσεις μας, ανεξαιρέτως κομματικών και ιδεολογικών αποχρώσεων και οσμώσεων…
Λίγο πιο κάτω, ανάμεσα σε πλήθος κλασικών αλλά και σύγχρονων στοχαστών, αποσπάσματα των οποίων συχνά πυκνά παραθέτει, ο Μπάουμαν αναφέρεται στον οικονομολόγο Τζον Μέυναρντ Κέυνς, ο οποίος και προσδοκούσε διακαώς την ημέρα που η κοινωνία θα επικεντρωνόταν στους σκοπούς (την ευτυχία και την ευημερία, για παράδειγμα) και όχι, όπως τώρα, στα μέσα (την οικονομική μεγέθυνση και την ατομική επιδίωξη του κέρδους).
Σε άλλο χωρίο, ο διανοούμενος, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από τον Stewart Lansley, υπογραμμίζει την ζημία που υπέστη η πραγματική οικονομία από την απορρύθμιση των οικονομιών και των κοινωνιών, στηλιτεύοντας με τον τρόπο του την τυχοδιωκτική-τζογαδόρικη φύση του καζινοκαπιταλισμού. Η διαδικασία αυτή, όμως, επιφύλασσε από την αντίθετη πλευρά υψηλότατες αμοιβές, προμήθειες και μπόνους για τα, περιώνυμα, golden boys, μας υπενθυμίζει.
Η οξεία και ολιστική κριτική του επικεντρώνεται, επίσης, και στην δυτική κοινωνική επιστήμη και την σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη τεχνολογία, στην πρώτη περίπτωση επειδή συχνά υποστηρίζει ότι τα άτομα προηγούνται της κοινωνίας και στη δεύτερη διότι αλλοτριώνει και αποξενώνει τους ανθρώπους.
Τα ηλεκτρονικά γκάτζετ διαστρέφουν και υποκαθιστούν την έννοια της αγάπης, αφού αντί να αγαπάμε τους συνανθρώπους μας, αγαπάμε αυτά τα ίδια, καταγγέλλει σε έντονο ύφος.
Αυτή η «ηλεκτρονικά κατασκευασμένη εκδοχή της αγάπης» αιχμαλωτίζει τους καταναλωτές – πελάτες με δόλωμα την ικανοποίηση του ναρκισσισμού τους. Σε αυτό, άλλωστε, δεν επιδίδονται και τα «έξυπνα κινητά», των ημερών μας, σε αγαστή συνεργασία-συνέργεια με τα κοινωνικά δίκτυα της εικονολατρείας (facebook και instagram); Όπως αναφέρει και ένας άλλος διανοητής, ο Φράνζεν «η προσπάθεια να αρέσουμε συνέχεια δεν συνάδει με μια σχέση αγάπης».
Ακολούθως, μας προειδοποιεί ότι «ο κόσμος μας απαξιοί και δυσφημεί την αμοιβαία εμπιστοσύνη και πίστη, την αμοιβαία βοήθεια, την ανιδιοτελή συνεργασία και φιλία για χάρη των ίδιων. Έτσι γίνεται όλο και πιο ψυχρός, ξένος και απωθητικός.»
Στο τελευταίο κεφάλαιο- επίλογο ο Μπάουμαν κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για όλους μας ανεξαιρέτως. Διατρανώνει πως είναι πολύ δύσκολο να διαφυλάξουμε τα «πιστεύω» και την ακεραιότητά μας μέσα σε έναν απορυθμισμένο και εξατομικευμένο κόσμο που έχει ως κυρίαρχη ιδέα το δόγμα «ο καθένας για τον εαυτό του».
Συμπεραίνει πως πολλύ λίγοι το καταφέρνουν, αφού «η στρατηγική του βίου μας» σπάνια συνάδει με τις διακηρυγμένες αξίες, τις οποίες και επικαλούμαστε ότι πρεσβεύουμε στον δημόσιο λόγο μας.
Σίγουρα, η παρούσα κυβέρνηση δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των ιδιότυπων «ελίτ της συνέπειας»…