του Αλεξάντρ Γκρότεντικ
Ως το 1970, ο Α. Γκρότεντικ, μπορούσε να θεωρηθεί σαν το πρότυπο του καθαρού μαθηματικού, της ιδιοφυΐας που ζει μόνο για τα μαθηματικά, η ίδια η εικόνα της επαγγελματικής επιτυχίας (είχε τιμηθεί με το μετάλλιο Φιλντ, ισοδύναμο με το βραβείο Νόμπελ). Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο «Survivre». Είναι η παρουσίαση, από τον ίδιο τον Γκρότεντικ, της εξέλιξής του, στη διάρκεια μιας δημόσιας συζήτησης με θέμα: «Ο εργαζόμενος στην επιστήμη και η κοινωνική μηχανή», που οργανώθηκε στις 15 Δεκέμβρη του 1970, στην Σχολή Θετικών Επιστημών του Παρισιού, με την συμμετοχή της ομάδας «Survivre». Τον Ιούνη του 1971, ο Α. Γκρότεντικ, καθηγητής εκείνη τη χρονιά στο Collège de France, υπόβαλε στη Σύνοδο Καθηγητών, σύμφωνα με τα έθιμα, το θέμα των μαθημάτων του για το 1971-72. Πρόκειται κανονικά για μια τελείως τυπική διαδικασία γιατί κανείς απ’ αυτούς τους κυρίους δεν μπορεί, και δε θέλει, να κρίνει τις πολύ ειδικευμένες επιλογές των συναδέλφων του. Όμως ο Γκρότεντικ θέλησε να προσθέσει στη «Θεωρία του Ντιεντονέ πάνω στις ομάδες τον Μπαρσόττι-Τέιτ» και συζητήσεις με θέμα: «Η επιστήμη και η τεχνολογία μέσα στην σύγχρονη κρίση: Θα συνεχίσουμε την επιστημονική έρευνα;» Επακολούθησαν θυελλώδεις συζητήσεις και τα τρία τέταρτα της Συνόδου ψήφισαν εναντίον του δεύτερου μέρους του προγράμματος. Και το καταπληκτικότερο γεγονός, που αποκαλύπτει τη σύγχυση που προκάλεσε αυτή η πρωτοβουλία, είναι ότι το ένα τέταρτο των καθηγητών ψήφισε και εναντίον του πρώτου μέρους, καθαρά μαθηματικού, του προγράμματος του Γκρότεντικ! Η στάση του Collège de France ανάγκασε τον Γκρότεντικ να ψάξει άλλου για δουλειά. Απευθύνθηκε στο CNRS, όπου, γεγονός πρωτοφανές, η διεύθυνση απόρριψε την υποψηφιότητά του, παρά την αντίθετη γνώμη της Μαθηματικής Επιτροπής. Η δικαιολογία ήταν ότι «οι θέσεις του ενδέχεται να βλάψουν το κύρος του CNRS στις δημόσιες αρχές»!
Είναι αρκετά ασυνήθιστο να διερωτώνται οι επιστήμονες τι ρόλο παίζει η επιστήμη τους μέσα στην κοινωνία. Έχω μάλιστα ολοκάθαρη αντίληψη πώς, όσο ψηλότερα είναι τοποθετημένοι στην κοινωνική ιεραρχία και συνεπώς περισσότερο συνταυτισμένοι με το κατεστημένο ή τουλάχιστον ικανοποιημένοι με την τύχη τους, τόσο λιγότερο είναι προδιατεθειμένοι να εγκαλέσουν αυτήν τη θρησκεία που μας την στέριωσαν μέσα μας, από τότε που βρισκόμαστε στα θρανία του Δημοτικού Σχολείου: Κάθε επιστημονική γνώση είναι καλή, ανεξάρτητα απ’ το περιεχόμενό της. Κάθε τεχνική πρόοδος είναι καλή. Και το συμπέρασμα: Η επιστημονική έρευνα είναι πάντα καλή. Έτσι, οι επιστήμονες, ακόμα κι εκείνοι με το μεγαλύτερο κύρος, έχουν σχεδόν πάντα, γνώση της επιστήμης τους σχηματισμένη αποκλειστικά «απ’ τα μέσα». Ενίοτε ξέρουν πώς υπάρχουν και κάποιες διοικητικές σχέσεις μεταξύ της επιστήμης τους και του υπόλοιπου κόσμου. Σχεδόν ποτέ δε συμβαίνει να θέσουν στον εαυτό τους ένα ερώτημα, όπως: Η σημερινή επιστήμη, γενικά, ή οι έρευνές μου ειδικά, είναι για το σύνολο του κόσμου ωφέλιμες, ουδέτερες, ή βλαβερές; Η απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα θεωρείται προφανής. Η αντίληψη αυτή προέρχεται απ’ τις συνήθειες της σκέψης που ριζώθηκαν απ’ την παιδική ηλικία και κληροδοτήθηκαν απ’ τους αιώνες. Όσοι από μας είμαστε διδάσκοντες, σπάνια επίσης θέτουμε ερωτήματα σχετικά με τους τελικούς στόχους της διδασκαλίας ή, πιο απλά, για μια προσαρμογή της τέτοια, ώστε ν’ αποβεί χρήσιμη στους απόφοιτους.
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ, δεν αποτελώ κι εγώ εξαίρεση στον κανόνα. Κατά τη διάρκεια είκοσι πέντε περίπου ετών αφιέρωσα στη μαθηματική έρευνα το σύνολο της πνευματικής μου ενέργειας και παρέμεινα σε μια παντελή σχεδόν άγνοια σχετικά με το ρόλο των μαθηματικών μέσα στην κοινωνία, δηλαδή μέσα στο σύνολο των ανθρώπων. Ούτε κι έπαιρνα είδηση πώς υπήρχε εδώ θέμα που άξιζε να το εξετάσω! Η επιστημονική έρευνα εξασκούσε πάνω μου μεγάλη γοητεία και ρίχτηκα σ’ αυτήν απ’ τα φοιτητικά μου χρόνια, αν και πρόβλεπα πώς το μέλλον μου σαν μαθηματικός θα ήταν αβέβαιο, μιας και ήμουν αλλοδαπός για την Γαλλία. Τα πράγματα με τον καιρό εξομαλύνθηκαν. Ανακάλυψα την ύπαρξη τού CNRS (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας) και πέρασα εκεί οκτώ χρόνια της ζωής μου, απ’ το 1950 ως το 1958, πάντα κατενθουσιασμένος με την ιδέα ότι η εργασία που ιδιαίτερα με ενδιέφερε μου παρείχε υλική εξασφάλιση• που εξάλλου από χρόνο σε χρόνο όλο και πιο γενναιόδωρα μου προσφερόταν. Απ’ το 1959 ήμουν καθηγητής στο IHES (Ινστιτούτο Ανωτέρων Επιστημονικών Σπουδών). Πρόκειται για ένα μικρό ινστιτούτο καθαρής επιστημονικής έρευνας που μόλις τότε δημιουργήθηκε και που απ’ την αρχή στηριζόταν οικονομικά σε ιδιωτικές αποκλειστικά πηγές (βιομηχανίες). Μαζί με μερικούς συναδέλφους μου χαιρόμουνα τις εκεί συνθήκες εργασίας, που ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές και που πουθενά αλλού δεν τις βρίσκει κανείς, αν εξαιρέσουμε το Ινστιτούτο Προχωρημένων Σπουδών του Πρίνστον που εξάλλου χρησίμεψε σαν πρότυπο για το IHES. Οι σχέσεις μου με τους άλλους μαθηματικούς (όπως, γενικά, οι σχέσεις μεταξύ μαθηματικών) περιορίζονταν σε μαθηματικές συζητήσεις πάνω σε προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος που μας παρείχαν θέμα ανεξάντλητο. Μια και η διδασκαλία μου ήταν μόνο σε επίπεδο έρευνας και οι μαθητές μου ετοίμαζαν διδακτορικές διατριβές, δε μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία ν’ αντιμετωπίσω κατευθείαν προβλήματα εκπαίδευσης. Την εργασία σε επίπεδο στοιχειώδες τη θεωρούσα, όπως εξάλλου και οι περισσότεροι απ’ τους συναδέλφους μου, σαν ανεπιθύμητο αντιπερισπασμό απ’ την απασχόληση με την έρευνα. Ήμουν ευτυχής που είχα απαλλαγεί από μια τέτοια εργασία.
Σκοπός μου είναι ο αγώνας για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, δηλαδή για τη ζωή, που απειλείται από την αύξουσα έλλειψη οικολογικής ισορροπίας, αποτέλεσμα της ασυλλόγιστης εφαρμογής της επιστήμης, της τεχνολογίας και των κοινωνικών μηχανισμών αυτοκτονίας. Η ζωή απειλείται επίσης απ’ τις στρατιωτικές συρράξεις κι απ’ τους κινδύνους στρατιωτικών συγκρούσεων που είναι δεμένοι με τον ξέφρενο πολλαπλασιασμό των στρατιωτικών μηχανισμών και με τις βιομηχανίες εξοπλισμών
Ευτυχώς, έχει αρχίσει να σχηματίζεται μια μικρή μειοψηφία επιστημόνων που αφυπνίστηκε, λίγο ή πολύ απότομα, απ’ την κατάσταση της απόλυτης ηρεμίας που περιέγραψα. Στην Γαλλία, ο Μάης του 1968 επέδρασε, μ’ αυτήν την έννοια, σα δυνατό διεγερτικό, πάνω σε πολλούς επιστήμονες ερευνητές ή πανεπιστημιακούς. Για μένα, αυτά τα γεγονότα συνετέλεσαν στο ν’ αποκτήσω συνείδηση της σημασίας της πανεπιστημιακής διδασκαλίας και των σχέσεών της με την έρευνα. Πήρα μέρος σε μια επιτροπή εργασίας στην Φυσικομαθηματική Σχολή του Ορσαί που επιφορτίστηκε να ετοιμάσει σχέδια σχετικά μ’ αυτό το θέμα. (Τα συμπεράσματά μας χαρακτηρίζονταν από μια αρκετά καθαρή διάκριση μεταξύ των επαγγελμάτων του διδάσκοντος και του ερευνητή. Τα σχέδια αυτά χτυπήθηκαν γερά και με μια ασυνήθιστη ομοφωνία απ’ τους βοηθούς και τους καθηγητές, καθώς και από μερικούς σπουδαστές που ανακατεύτηκαν στις μάχες). Επειδή όμως δεν είχα για δουλειά μου τη διδασκαλία, η μεγάλη ιδεολογική αναταραχή του Μάη του ‘68 δεν άλλαξε καθόλου την επαγγελματική μου ζωή. Όμως, πριν από έναν περίπου χρόνο, άρχισα σιγά-σιγά να αποκτώ συνείδηση του επείγοντα χαρακτήρα μερικών προβλημάτων. Απ’ το τέλος του Ιούλη του περασμένου χρόνου (1970) αφιερώνω το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου στον αγώνα για το κίνημα «Επιβίωση», που σχηματίστηκε τον Ιούλη στο Μόντρεαλ. Σκοπός του κινήματος είναι ο αγώνας για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, δηλαδή για τη ζωή, που απειλείται από την αύξουσα έλλειψη οικολογικής ισορροπίας, αποτέλεσμα της ασυλλόγιστης εφαρμογής της επιστήμης, της τεχνολογίας και των κοινωνικών μηχανισμών αυτοκτονίας. Η ζωή απειλείται επίσης απ’ τις στρατιωτικές συρράξεις κι απ’ τους κινδύνους στρατιωτικών συγκρούσεων που είναι δεμένοι με τον ξέφρενο πολλαπλασιασμό των στρατιωτικών μηχανισμών και με τις βιομηχανίες εξοπλισμών. Τα προβλήματα, που θέτει η μικρή προκήρυξη που ανάγγειλε τη σημερινή συγκέντρωση, ανήκουν στη σφαίρα ενδιαφερόντων τού κινήματος «Επιβίωση», γιατί μας φαίνονται σταθερά δεμένα με το ζήτημα της επιβίωσής μας. Μου ανατέθηκε να διηγηθώ εδώ, πώς συνέβηκε, σε μένα προσωπικά, να συνειδητοποιήσω τα προβλήματα κατά τρόπο που κατάληξε σε μια σημαντική ανατροπή της επαγγελματικής μου ζωής και του είδους των δραστηριοτήτων μου.
ΑΡΧΙΖΩ ΠΡΩΤΑ απ’ το γεγονός ότι στις σχέσεις μου με τους περισσότερους συναδέλφους μου μαθηματικούς υπήρχε μια στενόχωρη ατμόσφαιρα, που γεννήθηκε απ’ το ότι οι συνάδελφοί μου αυτοί δέχονταν με ελαφρότητα να συνάπτουν συμβάσεις με τον στρατό (συνήθως τον αμερικάνικο) ή δέχονταν να συμμετέχουν σε επιστημονικές συναντήσεις που στηρίζονταν οικονομικά σε στρατιωτικές επιχορηγήσεις. Απ’ ό,τι ξέρω, οι συνάδελφοι που συναναστρεφόμουνα δεν έπαιρναν μέρος σ’ έρευνες στρατιωτικής φύσης, είτε γιατί έκριναν μια τέτοια συμμετοχή σα μη επιτρεπτή, είτε γιατί το αποκλειστικό ενδιαφέρον τους για την καθαρή έρευνα, τους έκανε να είναι αδιάφοροι προς ωφελήματα και γόητρο συνδεδεμένα με την στρατιωτική έρευνα. Έτσι η συνεργασία, των συναδέλφων που γνωρίζω, με τον στρατό, τους πρόσφερε ένα χρηματικό περίσσευμα ή ευκαιρίες συμπληρωματικής εργασίας. Φαινομενικά δεν αρνούνταν τις απόψεις τους – στήριζαν όμως έμμεσα τον στρατό. Αυτό δεν τους εμπόδιζε καθόλου να διδάσκουν «αριστερές» ιδέες ή ν’ αγανακτούν για τους αποικιακούς πολέμους (Ινδοκίνα, Αλγερία, Βιετνάμ), που ο ίδιος ο στρατός διεξήγε και που απ’ αυτόν δέχονταν να εισπράττουν το ευεργετικό μάννα. Συνήθως, προβάλλουν τη στάση τους σα δικαιολογία της συνεργασίας τους με τον στρατό γιατί, σύμφωνα μ’ αυτά που υποστηρίζουν, η συνεργασία τους «δεν περιορίζει καθόλου» ούτε την ανεξαρτησία τους απέναντι στο στρατό ούτε και την ελευθερία γνώμης τους. Αρνούνται να δουν πώς αυτή η συνεργασία συντελεί στην προσφορά ενός φωτοστέφανου τιμής και φιλελευθερισμού στον στρατό, δηλαδή σ’ έναν μηχανισμό υποδούλωσης, καταστροφής και εξευτελισμού του ανθρώπου. Υπήρχε εδώ μια αντίφαση που μ’ ενοχλούσε. Και όμως, συνηθισμένος απ’ την παιδική μου ηλικία στις δυσκολίες που παρουσιάζονται για να πείσει κανείς τον άλλον πάνω σε θέματα ηθικής που του φαίνονται προφανή, απόφευγα, χωρίς να ‘χω δίκιο, συζητήσεις πάνω σ’ αυτό το σημαντικό ζήτημα κι έμενα περιφραγμένος μέσα στον τομέα των καθαρά μαθηματικών προβλημάτων, που ‘χουν τούτο το μεγάλο προσόν: Δημιουργούν εύκολα συμφωνία πνευμάτων. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι το Νοέμβρη του 1969, οπότε πληροφορήθηκα τυχαία ότι, ήδη από τρία χρόνια, ένα μέρος των οικονομικών πόρων του IHES προερχόταν από στρατιωτικά κονδύλια. Εξάλλου αυτές οι επιχορηγήσεις δίνονταν χωρίς να μπαίνει κανένας όρος ή εμπόδιο στην επιστημονική λειτουργία του IHES και η διεύθυνση δεν το γνωστοποίησε στους καθηγητές πράγμα που εξηγεί γιατί επί τόσο μακρό διάστημα αγνοούσα αυτό το ζήτημα. Αντιλαμβάνομαι, τώρα, ότι υπήρξε παράλειψη από μέρους μου. Αφού ήμουν σταθερά αποφασισμένος να μην εργάζομαι σε ίδρυμα που επιχορηγείται απ’ το στρατό, έπρεπε να φροντίσω να πληροφορηθώ ποιοί ήταν οι οικονομικοί πόροι του Ιδρύματος στο οποίο εργαζόμουνα.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, έκαμα αμέσως ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου για να πετύχω την κατάργηση των στρατιωτικών επιχορηγήσεων τού IHES. Απ’ τους τέσσερις συναδέλφους μου, οι δύο ήταν από πεποίθηση ευνοϊκά διατεθειμένοι προς τη διατήρηση αυτών των επιχορηγήσεων, ο ένας ήταν αδιάφορος κι ένας άλλος διστακτικός.
Πάντως, τελικά, προτίμησαν και οι τέσσερις την κατάργηση των στρατιωτικών επιχορηγήσεων απ’ την αποχώρησή μου. Έκαμαν μάλιστα κι ένα διάβημα, μ’ αυτό το πνεύμα, προς το διευθυντή του IHES, έπειτα όμως από λίγο το ανάτρεψαν, γιατί οι δυο απ’ αυτούς τους συναδέλφους μου έκαμαν αντίθετα διαβήματα. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να υποστηρίξει σταθερά την ενέργεια μου, αν κι αυτό θ’ αρκούσε για να κερδίσουμε το ζήτημα. Είναι ανώφελο να μπω εδώ στην λεπτομέρεια της Οδύσσειας, που κατάληξε να πειστώ πως ήταν αδύνατο να εξασφαλίσω κάποια εγγύηση ότι το IHES, δεν θα δεχόταν στο μέλλον επιχορήγηση από στρατιωτικές πηγές. Αυτό με οδήγησε να εγκαταλείψω το IHES τον περασμένο Σεπτέμβρη. Για το ακαδημαϊκό έτος 1970-71 είμαι καθηγητής στο Collège de France.
Το κύριο πρόβλημα της εποχής μας είναι το πρόβλημα της επιβίωσης και ότι μια όψη του απ’ τις πολλές σχετίζεται με τον στρατό και τους εξοπλισμούς. Αυτή η όψη μού φαίνεται ακόμα σαν η πιο αισθητή από ηθική άποψη, όχι όμως κι η πιο θεμελιακή για την αντικειμενική ανάλυση των μηχανισμών που σέρνουν την ανθρωπότητα προς την αυτοκαταστροφή της
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ μερικές βδομάδες πικρίας και απογοήτευσης, κατάλαβα καλά πως ήταν προτιμότερο για μένα που τα πράγματα πήραν την τροπή που περιέγραψα. Πραγματικά, όταν φάνηκε σε μια στιγμή πως η κατάσταση «θα τακτοποιηθεί», ήμουν διατεθειμένος να δοθώ πάλι ολοκληρωτικά στις καθαρά επιστημονικές μου προσπάθειες. Χρειάστηκε να βρεθώ σε μια κατάσταση, που μ’ έκαμε να αισθανθώ πως οφείλω να εγκαταλείψω ένα ίδρυμα που μέσα σ’ αυτό έδωσα το καλύτερο μαθηματικό μου έργο (και όπου πρώτος μαζί με τον Ζ. Ντιεντονέ θεμελίωσα την επιστημονική του φήμη) για να καταληφθώ από έναν κλονισμό τέτοιας έντασης, ώστε ν’ απαγκιστρωθώ από τα καθαρά κερδοσκοπικά κι επιστημονικά μου ενδιαφέροντα και να συνειδητοποιήσω, μετά από συζητήσεις με πολλούς συναδέλφους μου, ότι το κύριο πρόβλημα της εποχής μας είναι το πρόβλημα της επιβίωσης και ότι μια όψη του απ’ τις πολλές σχετίζεται με τον στρατό και τους εξοπλισμούς. Αυτή η όψη μού φαίνεται ακόμα σαν η πιο αισθητή από ηθική άποψη, όχι όμως κι η πιο θεμελιακή για την αντικειμενική ανάλυση των μηχανισμών που σέρνουν την ανθρωπότητα προς την αυτοκαταστροφή της.