«Το τελευταίο κορίτσι» του Γιάννη Ξανθόπουλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τόπος» μάς μεταφέρει στη Μάνη της δεκαετίας του ’80, όπου ένας αστυνομικός πηγαίνει να περάσει τις διακοπές του, όμως τα γεγονότα θα τον αναγκάσουν όχι μόνο να αναλάβει δράση αλλά να βρεθεί και μπροστά σε μεγάλα ηθικά και προσωπικά διλήμματα.

Για μια ακόμη φορά, με τον μανδύα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, ένας συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει με ακρίβεια τον κοινωνικό περίγυρο και ειδικά μέσα σε μια κλειστή κοινωνία. Σκηνοθέτης και σεναριογράφος ο ίδιος μέσα από μια έντονα κινηματογραφική αφήγηση καταφέρνει πράγματι να μας κρατήσει σε αγωνία μέχρι την τελευταία σελίδα, τόσο ως προς τα πραγματικά γεγονότα, όσο και προς την τύχη των ηρώων.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας που διαβάσαμε τη χρονιά που φεύγει. Μιας αστυνομικής λογοτεχνίας που βρίσκεται σε συνεχώς ανοδική πορεία.

«Ο κόσμος έχει εθιστεί στο έγκλημα, στο να βλέπει το έγκλημα και συνεπαγωγικά να διαβάζει γι’ αυτό. Προσωπικά θα έλεγα ότι με απωθεί βαθύτατα όλη αυτή η εκμετάλλευση της βίας από τα ΜΜΕ»

Ποια είναι η έμπνευση πίσω από το πρώτο σας αυτό μυθιστόρημα; Υπάρχει κάποια πραγματική ιστορία;

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 έζησα για δύο χρόνια στην επαρχία, σε ένα σπιτάκι λίγα χιλιόμετρα έξω από ένα χωριό της Αργολίδας στο οποίο ήταν δασκάλα η σύζυγός μου. Κοντά στο σπίτι μας, σε ένα άλλο χωριατόσπιτο απομονωμένο, ζούσε μια οικογένεια – πατέρας, μάνα και κόρη. Το κορίτσι ήταν 19 χρονών και σπανίως έβγαινε στο χωριό. Με τον καιρό αποκτήσαμε κάποιες φιλικές σχέσεις με την οικογένεια. Η κοπέλα ήταν πανέμορφη, «της παντρειάς» όπως μας έλεγε περήφανα η μάνα. Ο πατέρας δεν την άφηνε να τριγυρνά μονάχη στο χωριό μην τυχόν και την «βατέψουν» όπως έλεγε. Το κορίτσι ζούσε έγκλειστο επί της ουσίας, μακριά από την κοινωνία του χωριού και δικαίως διαμαρτυρόταν στον πατέρα της πως αν δεν κυκλοφορούσε δεν επρόκειτο να βρεθεί γαμπρός.

Το μυθιστόρημά μου έχει σαν βάση αυτές τις εμπειρίες που μάζεψα εκείνα τα χρόνια από την επαρχιακή ζωή. Η αστυνομική πλοκή είναι δικό μου εφεύρημα. Όμως το κοινωνικό περιβάλλον είναι αντίγραφο εκείνου του χωριού που έζησα στην Αργολίδα.

Γιατί επιλέξατε να διαδραματίζεται στη δεκαετία του ’80;

Η επιλογή της εποχής έχει να κάνει με την ανάγκη μου να μιλήσω για την κοινωνική κατάσταση στην επαρχία στην πολλά υποσχόμενη περίοδο της δεκαετίας του ’80, της δεκαετίας της «αλλαγής», όταν έμοιαζε ότι η Ελλάδα αναγεννιόταν οδηγούμενη προς ένα φωτεινό μέλλον. Όμως η ερεβώδης κοινωνική πραγματικότητα των απομακρυσμένων χωριών κάθε άλλο παρά φωτεινή ήταν. Υπήρχε ένα σκοτάδι που σιγά σιγά απλώθηκε και αποκάλυψε τη διαφθορά και την ηθική κατάπτωση του συνόλου της χώρας σε ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό τις επόμενες δεκαετίες.

Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι το 1986 ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Διονύσης, είχε την ίδια ηλικία μ’ εμένα την ώρα που διαδραματίζονται τα γεγονότα. Είχαμε κοινές παραστάσεις, ο φανταστικός πρωταγωνιστής μου κι εγώ ως συγγραφέας. Έζησα τη δεκαετία του ’80 από πρώτο χέρι πλησιάζοντας τα τριάντα μου χρόνια, στην Αθήνα και περιστασιακά στην επαρχία. Οι εικόνες εκείνης της εποχής ήταν ολοζώντανες μέσα μου και αυτό ήταν κάτι που με βοήθησε πολύ στη συγγραφή του βιβλίου.

Πώς εξηγείτε τη στροφή που υπάρχει προς το αστυνομικό μυθιστόρημα; Είναι μια μόδα ή εκφράζει κάτι βαθύτερο;

Έχουμε κατακλυστεί από έναν τεράστιο όγκο πληροφορίας τα τελευταία χρόνια εξ αιτίας του ίντερνετ. Οι ειδήσεις γύρω από τα πλέον αιματηρά γεγονότα του κόσμου έρχονται αβίαστα στα κινητά μας και στα κομπιούτερ μας και μας πολυβολούν ακατάπαυστα. Οι δολοφονίες, οι τρομοκρατικές ενέργειες, οτιδήποτε είναι βουτηγμένο στο αίμα θριαμβεύει και έχει την πρωτοκαθεδρία στην πληροφορία. Ο κόσμος έχει εθιστεί στο έγκλημα, στο να βλέπει το έγκλημα και συνεπαγωγικά να διαβάζει γι’ αυτό. Προσωπικά θα έλεγα ότι με απωθεί βαθύτατα όλη αυτή η εκμετάλλευση της βίας από τα ΜΜΕ. Παρά ταύτα είχα πάντα μια λογοτεχνική ροπή προς συγγραφείς της αστυνομικής λογοτεχνίας, διάβαζα από μικρός Τζέιμς Τσέιζ, Ερλ Γκάρντνερ, Ρέιμοντ Τσάντλερ και τα τελευταία χρόνια είμαι φανατικός αναγνώστης των βιβλίων του Τζορτζ Πελεκάνος. Παρεμπιπτόντως δεν διαβάζω την Σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία που τα τελευταία χρόνια κάνει θραύση, γιατί τα βιβλία των Σκανδιναβών με απωθούν λόγω της υπερβολικής αγριότητας των ιστοριών τους.

Πόσο σας επηρέασε στη συγγραφή η ενασχόλησή σας με τον κινηματογράφο;

Η ενασχόλησή μου με τη σεναριογραφία για περισσότερα από είκοσι χρόνια, αναμφίβολα και αναπόφευκτα επηρέασε το συγγραφικό μου έργο. Σκέφτομαι και γράφω έχοντας σχεδόν πάντα εικόνες στον νου μου. Όμως επειδή σε ένα σενάριο δεν γράφεις ποτέ σκέψεις ή ιδέες ή αφηρημένες έννοιες, η λογοτεχνία αίρει αυτούς τους περιορισμούς και αυτόματα διευρύνεται ο ορίζοντας της γραφής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το «Τελευταίο Κορίτσι» υπήρξε πρώτα γραμμένο σαν σενάριο. Όταν η κρίση στον οπτικοακουστικό χώρο γιγαντώθηκε τη δεκαετία του 2010, και επειδή είχα ήδη την εμπειρία συγγραφής μικρών διηγημάτων, αποφάσισα τη μεταφορά της ιστορίας σε λογοτεχνικό έργο. Ένιωσα απελευθερωμένος και στο βιβλίο κατέθεσα πράγματα που εξ αντικειμένου δεν υπήρχαν στο σενάριο. Η όλη εμπειρία ήταν καταλυτική για μένα και κατάλαβα ότι η συγγραφή βιβλίων μού ταιριάζει περισσότερο. Στα επόμενα χρόνια θα επιχειρήσω τη δημιουργικότητά μου να τη διοχετεύσω αποκλειστικά στη λογοτεχνία.

Θα δούμε τον ήρωά σας τον Διονύση Έξαρχο και σε επόμενο μυθιστόρημα;

Ήδη στο βάθος του μυαλού μου υπάρχει ένα άλλο αστυνομικό μυθιστόρημα με ήρωα τον Διονύση. Αυτή τη φορά θα κάνω ένα άλμα είκοσι χρόνων αργότερα και θα περιγράψω μια ιστορία που θα εξελίσσεται το 2006, όταν ο Έξαρχος θα είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ μιας και παραιτήθηκε εδώ και καιρό από το αστυνομικό σώμα όπως περιγράφω στο φινάλε του «Τελευταίου Κοριτσιού».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!