Θα ήθελα αρχικά να αναφέρω τέσσερα χαρακτηριστικά της κρίσης, όπως τα αντιλαμβάνομαι, τα οποία μας προσδιορίζουν και ορισμένα συστατικά της στρατηγικής εξόδου απ’ αυτήν.
Το πρώτο έχει να κάνει με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιστορικό βάθος της κρίσης. Βεβαίως η κρίση άρχισε το 2008, επιδεινώθηκε με το Μνημόνιο, αλλά νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε στο ότι με την κρίση αυτή βγήκαν στην επιφάνεια μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα, ανισορροπίες και αντιθέσεις που έχουν αρκετά μεγάλο ιστορικό βάθος. Ορισμένοι ταύτισαν την κρίση με την πολιτική του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. την τελευταία δεκαετία. Η ερμηνεία αυτή όμως δεν είναι επαρκής. Άλλοι, πάλι, είπαν ότι για την κρίση ευθύνεται το ευρώ. Όμως και το δημόσιο χρέος αλλά και άλλα προβλήματα προϋπήρξαν της ένταξής μας στο ευρώ. Χωρίς λοιπόν να προχωρήσω σε εκτενέστερη ανάλυση, λέω ότι η κρίση που ζούμε έχει ιστορικό βάθος μεγάλο, το οποίο φθάνει μέχρι τη μεταπολίτευση και πέρα απ’ αυτήν. Έχει να κάνει με τον τρόπο που έγινε η ανατροπή της χούντας, αλλά, από ορισμένες απόψεις, φτάνει και πιο πίσω, στον τρόπο με τον οποίο οικοδομήθηκε το ελληνικό κράτος μετά τον εμφύλιο πόλεμο από τους νικητές του. Αν δούμε π.χ. το φορολογικό σύστημα, αν δούμε τη συγκρότηση του κράτους και της παραγωγικής δομής, θα διαπιστώσουμε ότι σήμερα στην πραγματικότητα ζούμε τις συνέπειες επιλογών που έγιναν τη δεκαετία του ’70 ή ακόμη και του ’50. Αυτό σημαίνει ότι για να βγούμε από την κρίση θα απαιτηθούν βαθιές και μακράς πνοής αλλαγές. Πρέπει να σκεφτούμε από την αρχή τη συγκρότηση της κοινωνίας, τα «βάθρα» της, τις αξίες της, την προοπτική της.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά τις αιτίες και τους υπεύθυνους της κρίσης. Πρωτογενώς οι αιτίες της κρίσης που ζούμε είναι ενδογενείς. Είναι αιτίες που έχουν να κάνουν με τη συγκρότηση και τον τρόπο διαμόρφωσης και ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Όμως σημαντικό ρόλο έπαιξαν και εξωγενείς αιτίες της κρίσης. Σχηματοποιώντας δηλαδή, θα έλεγα ότι η κρίση ωριμάζει και γεννιέται μέσα στο ελληνικό καπιταλιστικό σύστημα, όμως επιτείνεται και επιδεινώνεται λόγω της αρχιτεκτονικής του ευρώ και των αποφάσεων των Βρυξελλών, αλλά και των ελληνικών κυβερνήσεων, και τρίτον μετατρέπεται σε καταστροφή με την εφαρμογή του Μνημονίου. Αυτά τα τρία επίπεδα των αιτιών θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά το σχεδιασμό της εξόδου από την κρίση. Η ακύρωση του μνημονίου, με όποιον τρόπο κι αν γίνει, είναι μια από τις προϋποθέσεις της εξόδου από την κρίση. Δεν πρέπει δηλαδή να ταυτίζουμε την ακύρωση του μνημονίου με την άρση των συνεπειών που η πολιτική του μνημονίου δημιουργεί στο κοινωνικό σύνολο.
Επίσης, τις αιτίες και τις ευθύνες μπορούμε να τις δούμε και στο επίπεδο της κουλτούρας και στο επίπεδο ευρύτερων συμπεριφορών, αλλά κυρίως πρέπει να τις αναζητήσουμε στην πολιτική οικονομία της περιόδου. Δηλαδή στην πολιτική που ασκήθηκε, στα συμφέροντα που υπηρετήθηκαν, στις δυνάμεις που άσκησαν αυτή την πολιτική, σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «συνασπισμό συμφερόντων».
Νομίζω λοιπόν ότι ο κύριος υπεύθυνος είναι ο «συνασπισμός συμφερόντων», το κοινωνικό μπλοκ που διαμορφώθηκε υπό την επήρεια και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και απετέλεσε την κοινωνική βάση του δικομματισμού. Άρα η ανατροπή αυτού του «συνασπισμού συμφερόντων» και η δημιουργία ενός νέου κοινωνικού μπλοκ με πυρήνα τον κόσμο της εργασίας πρέπει να αναχθεί σε βασικό στόχο και προϋπόθεση της δικής μας στρατηγικής εξόδου από την κρίση.
Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι οι διαστάσεις της κρίσης. Η κρίση είναι ένα φαινόμενο δυναμικό, ακριβώς γιατί είναι κοινωνικό φαινόμενο. Επηρεάζεται από την πολιτική που ασκείται αλλά και από τους κοινωνικούς αγώνες. Αρχίσαμε με μια διαδοχή κρισιακών γεγονότων. Το «γεγονός» του χρέους, το «γεγονός» των τραπεζών, το «γεγονός» των δημόσιων ελλειμμάτων. Έχουμε φθάσει όμως σε μια κατάσταση που μοιάζει με αυτό που έχει περιγράψει ο Γκράμσι μετά την κρίση του ’29, στην οποία δεν έχουμε πια κρίση γεγονότων αλλά έχουμε κρίση της ίδιας της εξέλιξης. Σε κρίση, δηλαδή, βρίσκεται η συνολική εξέλιξη, η ίδια η προοπτική της κοινωνίας, αλλά και η προοπτική της Ευρώπης και η προοπτική του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι την έξοδο πρέπει να την κατανοήσουμε με έναν τρόπο «ολιστικό», όχι με την έννοια ότι μπορούμε μια κι έξω να τελειώσουμε με την κρίση, αλλά ότι πρέπει ταυτόχρονα να πλήττονται, ει δυνατόν, όλες οι εστίες της κρίσης που αλληλοτροφοδοτούν η μια την άλλη λόγω των φαύλων κύκλων που έχουν δημιουργηθεί.
Το τέταρτο χαρακτηριστικό της κρίσης είναι ότι αυτή είναι ταυτόχρονα εθνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια. Υπάρχει μια διαπλοκή ανάμεσα στα τρία επίπεδα που δεν μας επιτρέπει παρά μόνο μεθοδολογικά και μόνο στιγμιαία να αποσπάσουμε το ένα από το άλλο. Είναι μια κρίση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, μια κρίση της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό την ηγεμονία της Γερμανίας, αλλά είναι και μια κρίση του ελληνικού καπιταλισμού. Και αυτά τα τρία επίπεδα, λόγω ακριβώς της παγκοσμιοποίησης και της δομικής αλληλεξάρτησης που έχει διαμορφωθεί, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Επομένως, το «ξέφωτο» πρέπει να το φανταστούμε και στα τρία αυτά επίπεδα ως ένα αντινεοφιλελεύθερο «ξέφωτο».
Ανάγκη ενός συνολικού σχεδίου
Έρχομαι τώρα στο θέμα του πώς φθάνουμε σ’ αυτό το «ξέφωτο».
Πρώτη προϋπόθεση είναι να φύγει αυτή η κυβέρνηση. Δηλαδή δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένη την επόμενη μέρα. Προσωπικά, δεν συμμερίζομαι τη θεωρία του «ώριμου φρούτου» ούτε συμμερίζομαι απόψεις που λένε ότι για να μας δοκιμάσει το σύστημα θα «μας δώσει» για λίγο την εξουσία. Υπάρχουν πολλά ιστορικά παραδείγματα όπου για να μην παραδώσει το σύστημα την εξουσία οδηγήθηκε σε εκτροπές. Δυσκολεύομαι να βρω παράδειγμα όπου οικειοθελώς παραδίδεται η εξουσία.
Επομένως η επόμενη μέρα είναι στόχος προς κατάκτηση. Εδώ έχουμε ένα δίλημμα: τι να πρωτοκάνουμε. Η αμηχανία της Αριστεράς, κατά τη δική μου άποψη, σε μεγάλο βαθμό, είναι αποτέλεσμα της συνύπαρξης αντιφατικών αιτημάτων και αναγκών που πρέπει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουμε. Να αναπτύξουμε λοιπόν το κίνημα που θα ανατρέψει την κυβέρνηση ή να προετοιμασθούμε για την επόμενη μέρα; Η απάντηση βεβαίως είναι ότι πρέπει να κάνουμε και τα δύο ταυτόχρονα. Νομίζω ότι αυτό δείχνει την ανάγκη ύπαρξης ενός συνολικού σχεδίου. Μόνο με ένα συνολικό σχέδιο, που θα συνδυάζει αυτά και άλλα αντιφατικά καθήκοντα, μπορούμε να προχωρήσουμε. Και νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις αδυναμίες και τις ελλείψεις, είναι στη λογική ενός τέτοιου συνολικού σχεδίου.
Εννοώ ότι ταυτόχρονα πρέπει να παλεύουμε από σήμερα και να φέρνουμε στο σήμερα τα καθήκοντα της επόμενης μέρας, και στο επίπεδο της οικοδόμησης του υποκειμένου, και στο επίπεδο των συμμαχιών, αλλά και στο επίπεδο των προτάσεων και των λύσεων. Δεν πρέπει να περιμένουμε δηλαδή να συμβεί το «γεγονός» για να διαπιστώσουμε ότι έχουμε π.χ. πρόβλημα έλλειψης φαρμάκων. Δεν πρέπει να περιμένουμε να συμβεί το «γεγονός» για να διαπιστώσουμε ότι η χώρα δεν έχει εξασφαλισμένη την επάρκεια καυσίμων. Πρέπει από σήμερα να διαμορφώσουμε τις αναγκαίες πολιτικές. Από σήμερα να πρωτοστατούμε σε πρωτοβουλίες οργάνωσης και ανάπτυξης κινημάτων, δομών αλληλεγγύης, όπως πολύ σωστά ήδη κάνουμε. Πρέπει από σήμερα να δημιουργούμε ομάδες εργασίας, επιτροπές ανασυγκρότησης παντού, σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε περιοχή της χώρας. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε να έρθει η επόμενη μέρα και μετά να συζητήσουμε με τους τοπικούς πληθυσμούς των περιοχών και τους τοπικούς φορείς για το τι θα κάνουμε την επόμενη μέρα. Πρέπει να φέρουμε το μέλλον στο παρόν, να το κάνουμε αντικείμενο πάλης και αυτός, νομίζω, είναι ο τρόπος που μπορούμε να συνδέσουμε το πριν με το μετά.
Δεύτερη προϋπόθεση είναι να δώσουμε με επιτυχία τη μάχη του συγκεκριμένου. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να βάλουμε νερό στο κρασί μας, όπως λένε ορισμένοι. Αντίθετα, μπορεί να χρειασθεί να βάλουμε κρασί στο νερό μας. Μπορεί δηλαδή η ίδια η ανάπτυξη, η ίδια η δυναμική της αλλαγής και της εξόδου από την κρίση να αποδείξει ότι χρειάζονται ακόμη πιο ριζοσπαστικά μέτρα από αυτά που εμείς, ως Αριστερά, έχουμε εντάξει στα προγράμματά μας. Όπως μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στην εξέλιξη και τη δυναμική των πραγμάτων, να ακολουθούμε και να τροφοδοτούμε την κοινωνική δυναμική και όχι να προσπαθούμε από πριν να εντάξουμε αυτή τη δυναμική σε κάποια αυθαίρετα προκαθορισμένα πλαίσια. Το βέβαιο είναι ότι πρέπει να σταματήσουμε την κατάρρευση της οικονομίας και τη λιτότητα, ότι πρέπει να βγάλουμε τη χώρα από την παγίδα του χρέους, ότι πρέπει να αρχίσουμε αμέσως τις μεγάλες αλλαγές και μετασχηματισμούς στο κράτος, στην παραγωγή, στην οικονομία, παντού.
Δεν νομίζω επίσης ότι πρέπει να τεθεί θέμα εγκατάλειψης των αρχών μας. Το θέμα που ίσως χρειάζεται μια διευκρίνιση είναι ότι το ζητούμενο δεν είναι να βάλουμε την πραγματικότητα στα δικά μας όρια. Το ζητούμενο είναι η Αριστερά να προβάλει ένα σχέδιο που να απαντά στην πραγματικότητα που ζούμε. Από αυτή την άποψη, θα έλεγα, η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε είναι πράγματι πρωτότυπη αλλά δεν είναι μοναδική. Αν ξαναδούμε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο θα διαπιστώσουμε ότι η πρόκληση που είχαν τότε οι Μαρξ και Έγκελς ήταν ακριβώς η ίδια. Τι κάνουν οι κομμουνιστές σήμερα; ρωτούσε η τότε Ένωση Κομμουνιστών. Και οι Μαρξ και Έγκελς είπαν: αγωνίζονται για τους άμεσους στόχους και τα άμεσα συμφέροντα των εργαζομένων, εκπροσωπώντας ταυτόχρονα το μέλλον του κινήματος. Το ίδιο πρόβλημα μεθοδολογικά έχουμε και σήμερα. Να ορίσουμε τους άμεσους στόχους, να ορίσουμε αυτό που πολύ εύστοχα ο Λαοκράτης Βάσης σε ένα ευρύτερο επίπεδο ονόμασε «ξέφωτο». Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζε και ο Λένιν. Αν διαβάσουμε τα άρθρα του Λένιν λίγο πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, θα δούμε ότι ο Λένιν δεν μιλούσε με γενικές διακηρύξεις. Ο Λένιν ανέλυε διαρκώς τη «συγκεκριμένη κατάσταση» και μιλούσε για τα συγκεκριμένα καθήκοντα που απέρρεαν απ’ αυτήν. Μιλούσε «για την καταστροφή που μας απειλεί και πώς να την αντιμετωπίσουμε». Και μέσα από την αντιμετώπιση της καταστροφής προέβαλε όλο το πρόγραμμα των μπολσεβίκων, για καταγραφή και έλεγχο, για συμμετοχή, για εθνικοποίηση των τραπεζών κλπ. Ας δούμε το ΕΑΜ και από αυτή τη σκοπιά. Ο αγώνας για την επιβίωση ήταν αυτός που δημιούργησε νέους θεσμούς, νέες συνειδήσεις.
Το πρόβλημα που και σήμερα έχουμε είναι αυτό που ονομάζω «η μάχη του συγκεκριμένου». Είναι να εκφράσουμε τις αρχές μας σε άμεσα αιτήματα, συνδεδεμένα με τις ανάγκες της κοινωνίας και του λαού μας, να μεταβούμε από τις διακηρύξεις στο υλοποιήσιμο, στο συγκεκριμένο πρόγραμμα «άμεσων στόχων». Νομίζω λοιπόν ότι αυτά είναι και τα καθήκοντα του ΣΥΡΙΖΑ για την επόμενη περίοδο. Όμως δεν αρκεί να φτάσουμε στο «ξέφωτο». Πρέπει να είναι εξαρχής ορατή η προοπτική.
Η μάχη της προοπτικής
Η τρίτη μάχη που έχουμε να δώσουμε λοιπόν είναι η μάχη της προοπτικής. Όπως είπα και αρχικά, η μάχη αρχίζει σε εθνικά πλαίσια. Αυτό μας είναι γνωστό από το παρελθόν και είναι πράγματι αναγκαίο να το υπενθυμίζουμε. Η έκβαση όμως της μάχης και η κατοχύρωση των αποτελεσμάτων κρίνεται όχι μόνο σε εσωτερικά πλαίσια αλλά και από τις εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη και διεθνώς.
Από αυτή την άποψη, μέρος του δικού μας αγώνα θα θεωρούσα και την προσπάθεια για τη δημιουργία μετώπου των λαών του Νότου, την προσπάθεια για δημιουργία συμμαχιών με τους εργαζόμενους των χωρών του Βορρά, προσπάθεια δηλαδή να κάνουμε πράξη το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ «ανατροπή στην Ελλάδα αλλαγή στην Ευρώπη».
Επομένως, την έξοδο από την κρίση πρέπει να την κατανοήσουμε ως ένα εθνικό σχέδιο ενταγμένο όμως σε μια συγκεκριμένη ευρωπαϊκή και παγκόσμια στρατηγική.
Το τελευταίο σημείο στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ είναι το θέμα των «υποκειμένων», δεδομένου ότι σ’ αυτό θα κριθούν όλα τα παραπάνω. Κατ’ αρχάς είναι το κοινωνικό υποκείμενο, αυτό που αποκαλούμε κοινωνικό μπλοκ. Η βασική παρατήρηση που θέλω να κάνω είναι ότι το κρίσιμο θέμα δεν είναι τόσο αυτό που θέτουν ορισμένοι για τα εξωτερικά όρια, δηλαδή μέχρι πού θα φτάσουν οι συμμαχίες. Διότι μπορούν να υπάρξουν μόνιμες αλλά και προσωρινές συμμαχίες ή συμμαχίες για έναν ή περισσότερους ειδικούς σκοπούς. Το πιο κρίσιμο θέμα είναι οι «πυρηνικές», οι εσωτερικές σχέσεις. Δηλαδή θα οικοδομήσουμε το κοινωνικό μέτωπο αθροίζοντας δυσαρέσκειες, αντιφατικά αιτήματα, λέγοντας «ναι σε όλα» ή θα οικοδομήσουμε το κοινωνικό μέτωπο στη βάση εφαρμοζόμενων πολιτικών, στη βάση συνθετικών πολιτικών που δικαιώνουν τα αιτήματα στη βάση μιας κοινής πολιτικής που πρέπει να οικοδομήσουμε;
Στο θέμα του ΣΥΡΙΖΑ περιορίζομαι απλώς να πω ότι δεν θεωρώ πως μας αρκεί απλά ένας μεγαλύτερος ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα ως μεγαλύτερος χώρος λειτουργίας των τάσεων και των συνιστωσών. Νομίζω ότι πρέπει να σκεφθούμε εξαρχής έναν ΣΥΡΙΖΑ ποιοτικά διαφορετικό. Από τη δημοκρατία των τάσεων πρέπει να περάσουμε στη δημοκρατία των μελών. Πρέπει να σκεφθούμε έναν ΣΥΡΙΖΑ πρωτοπόρο, όχι με την έννοια ότι τα ξέρει όλα αλλά με την έννοια ότι αναγνωρίζει πως έχει να μάθει πολλά, και, για να το πετύχει αυτό, ανοίγει νέους δρόμους. Πρέπει να δημιουργήσουμε έναν ΣΥΡΙΖΑ που θα είναι η αιχμή και η δύναμη κρούσης της κοινωνίας, η δύναμη που θα σπάσει ταμπού, θα ανατρέψει νοοτροπίες και θα μπορέσει να σηκώσει την κοινωνία από τη «νιρβάνα» που έζησε τα τελευταία τριάντα χρόνια, θα την καταστήσει ικανή να κάνει συλλογικά σχέδια και να αγωνίζεται για την υλοποίησή τους.
Εάν δεχθούμε, όπως υποστήριξα, ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι απλώς άθροισμα εθνικών κρίσεων, αν δεχθούμε ότι η κρίση είναι παγκόσμια που αναπτύσσεται με διαφορετικές ταχύτητες και ρυθμούς στα τρία αυτά επίπεδα –το εθνικό, το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο-, τότε και η διέξοδος θα έχει μια αντίστοιχη μορφή.
Δεν μπορώ να φανταστώ μια λύση του προβλήματος του χρέους π.χ. μόνο σε εθνικά πλαίσια. Το ελληνικό χρέος θα διαγραφεί μέσα από ένα ευρύτερο κίνημα, μέσα από μια ευρύτερη, ενδεχομένως, διάσκεψη, μέσα πάντως από μια διαδικασία η οποία, ανεξάρτητα αν ξεκινήσει από μια μόνο χώρα ξεχωριστά, θα δώσει βιώσιμα αποτελέσματα μόνο αν γίνει μια παγκόσμια διαδικασία. Το ίδιο ισχύει και για το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Αυτό μπορεί να σπάσει σε μια χώρα, η ήττα του όμως θα γίνει οριστική μόνο αν εμπεδωθεί ευρύτερα.
Επομένως, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής αλλά και στον πρόλογο ενός νέου κύκλου ανατροπών, ρήξεων, ενός κύκλου τη διάρκεια του οποίου δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε, την έκβαση του οποίου δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Μπορούμε όμως να έχουμε ως φιλοδοξία μας πρώτον αυτός ο κύκλος να αρχίσει από την Ελλάδα και δεύτερον να μπορέσουμε ως Αριστερά να βάλουμε τη σφραγίδα μας στις εξελίξεις.