του Μίμη Χριστοφιλάκη*
Τον Κυριάκο Παντελεάκη, τον Κροκεάτη νεκρό του Πολυτεχνείου, νεκρολογεί ο Ντίνος ο αδελφός του, μακαρίτης κι αυτός, στο πρώτο του μνημόσυνο τον Νοέμβριο του 1974 στις Κροκεές. Ο λόγος του είναι μεστός και σπαρακτικός. Υπήρξα φίλος του Ντίνου, τα τελευταία χρόνια του, αν και έχω τύψεις γιατί δεν τον έκανα παρέα όσο ήθελε. «Μίμη με αφήνεις τελευταίο», μου παραπονιόταν. Επίσης λυπήθηκα πολύ για την πληθωρική αδελφή τους Αγγελική, περιβόλι αναμνήσεων, εξαίρετη χορωδό της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, που έχει πεθάνει και αυτή. Και για την άλλη τους την αδελφή, την μακαρίτισσα επίσης Πίτσα, τη νοσοκόμα που με πρόσεξε μικρό σαν την μάνα μου, όταν αρρώστησα από ίκτερο. Και μένει η αγαπητή μου πικραμένη Ελένη μονοδέντρι, «μάνες και κόρες κι αδελφές των αδικοχαμένων…» που «ώρα την ώρα καρτερούν / ναρθεί ο σκοτωμένος / ξυπόλητος, ξεσκούφωτος κι αιματοκυλισμένος», όπως μοιρολογήθηκε εκτελεσμένος Κροκεάτης στην κατοχή.
Ο λόγος στον Ντίνο, για τον Κυριάκο, ο αδελφός στον αδελφό. Να σημειωθεί ότι ο Ντίνος ήταν συντηρητικών πεποιθήσεων, στην κατοχή όμως, 17 ετών, ήταν μέλος της ΕΠΟΝ Κροκεών και ποτέ δεν το αρνήθηκε, ούτε στον στρατό που υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός (όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, «δεν το έκρυψα, το δήλωσα», μου είπε).
«Τραγικέ αδελφέ Κυριάκο, ας είσαι επιεικής στην αδυναμία μου να σου πω δυο λόγια κατά την οδυνηρή ώρα του χωρίς γυρισμό ταξιδιού σου. Ζωντανό μένει στη μνήμη μου το εφιαλτικό εκείνο πρωινό που, σαν από ένστικτο ή από κάποια υποσυνείδητη παρόρμηση, σου ζήτησα να φυλαχτείς, σε κάλεσα ναρθείς κοντά μου. Και δεν άργησε αυτός ο φόβος μου να μετουσιωθεί στο πιο πικρό βίωμα. Σε λίγο έπεφτες χτυπημένος θανάσιμα, αθώο θύμα βδελυρών συνωμοτών. Η μοίρα θαρρείς είχε κάνει κιόλας στο πρόσωπό σου τη διακριτική επιλογή της γι’ αυτή τη θυσία. Σε ήθελε μέσα στους νεκρούς, στους λίγους σεμνούς νέους του Πολυτεχνείου, για να φτιαχτεί με το αίμα σας ένα καινούργιο ιστορικό παρόν.
Και το Πολυτεχνείο δεν άργησε να γίνει τόπος ιερός, βωμός πανελληνίου προσκυνήματος. Στις 40 δραματικές μέρες της πάλης σου με το θάνατο δεν έδειξες κανένα πάθος, εκτός από την πικρία για το κακό που σου είχαν κάνει, φανερώνοντας έτσι τη μεγάλη σου καρδιά σε δικούς και φίλους που στάθηκαν κοντά σου. Και αυτή σου η μεγαλοσύνη μας αποτάζει σαν ελάχιστο ανυποχώρητο χρέος, την περιφρόνηση των ενόχων και όσων έδειξαν υποκριτική λύπη. Στο βαθύ μας πόνο, έχουμε για παρηγοριά την ιστορική δικαίωση του χαμού σου. Κι άλλοι της γενιάς μας έπεσαν μάρτυρες για τα ίδια ιδανικά. Όμως μένουν σχεδόν αγνοημένοι, κάτω από το βάρος μιας παρεξηγημένης δεοντολογίας που ενεργεί παρελκυστικά στο χρέος της ιστορίας.
«Αυτή σου η μεγαλοσύνη μας αποτάζει σαν ελάχιστο ανυποχώρητο χρέος, την περιφρόνηση των ενόχων και όσων έδειξαν υποκριτική λύπη. Στο βαθύ μας πόνο, έχουμε για παρηγοριά την ιστορική δικαίωση του χαμού σου»
Ο άδικος χαμός σου, ας είναι ο τελευταίος σ’ αυτόν τον τόπο. Ας είναι ελαφρό το χώμα της Κροκεάτικης γης που σε σκεπάζει, και Αιωνία σου η μνήμη».
Εγώ δεν έχω να σχολιάσω τίποτα, να υπογραμμίσω θέλω εκείνο το «μας αποτάζει την περιφρόνηση των ενόχων»… που για μένα ισχύει και θα ισχύει πάντα ως παρακαταθήκη του Κυριάκου.
* Ο Μίμης Χριστοφιλάκης είναι συλλέκτης-συγγραφέας.