του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Παλιότερα, οι δρόμοι ήταν επαρχιακοί. Κάπως στενοί και δύσβατοι. Αλλά ο χρόνος έδειχνε μια κάποια ανοχή στις καθυστερήσεις. Ο χρόνος δεν βιάζονταν, ούτε και οι άνθρωποι. Το χειμώνα οι δρόμοι γινόντουσαν ακόμη πιο δύσκολοι και το καλοκαίρι η σκόνη του μπροστινού ήταν ένας πνιγμός για όποιον ακολουθούσε. Έπρεπε να βαστάς μιαν απόσταση ή να μη σε πολυνοιάζει το χώμα.
Παλιότερα, οι ταξιδιώτες έπαιρναν μαζί τους ένα κομμάτι ψωμί, ένα φιλί, μια αγκαλιά ή ένα τσιγάρο «για το δρόμο». Ή έπαιρναν μαζί τους μια συντροφιά, πάλι «για το δρόμο». Ο δρόμος πάντα ήθελε κάτι μαζί. Κάτι «για μαζί». Αν έκανε πολύ κρύο, οι μανάδες έλεγαν στα παιδιά να πάρουν ένα «μπουφάν για το δρόμο», αν και δεν νομίζω ότι ο δρόμος κρύωνε.
Όταν ήμουν μικρός φοβόμουν πως αυτός ο «δρόμος» ίσως είναι ένα μοχθηρό τέρας που κατασπαράζει ένα κομμάτι ψωμί, ένα φιλί, μια αγκαλιά ή ένα τσιγάρο. Ή, ίσως, όλα αυτά τα ήθελε ο δρόμος για να σ΄ αφήσει να περάσεις. Ήταν τα λύτρα του ταξιδευτή. Πιο παράξενο απ’ όλα μου φαινόταν πως ο δρόμος μπορεί να κάπνιζε και αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό. Αλλά, πάνω απ’ όλα, με συγκλόνιζε η ιδέα πως ο δρόμος μπορεί να ήθελε, σχεδόν με το στανιό, μια συντροφιά. Γιατί να είναι απαραίτητη μια συντροφιά; Τι να την κάνει ο δρόμος μια συντροφιά; Τι να το κάνει το φιλί και την αγκαλιά; Ο δρόμος δεν ήταν δα και κανά παιδί!
Ύστερα οι δρόμοι έγιναν εθνικοί, αν και όλοι καταλάβαιναν ότι αυτό δεν ήταν και τόσο αλήθεια. Ήταν σίγουρα όμως πιο εύκολοι, αν και ο χρόνος πια δεν έδειχνε ανοχή στις καθυστερήσεις. Ίσως ο χρόνος να χρειάζονταν κι αυτός λεωφόρους για να μπορεί να τρέξει πιο γρήγορα και να κυνηγήσει τους ταξιδιώτες, που μέχρι τότε κάπως του ξέφευγαν.
Το σίγουρο είναι, ότι σ’ αυτό το αναμεταξύ ο δρόμος σταμάτησε μάλλον να γυρεύει λύτρα, ένα κομμάτι ψωμί, ένα φιλί, μια αγκαλιά, ένα μπουφάν ή ένα τσιγάρο. Ίσως και να χόρτασε κάπως. Ίσως και να του έφτανε «ένας καφές για το δρόμο». Αν και συχνά πυκνά, άκουγα για ανθρώπους που τους «έφαγαν οι δρόμοι», πράγμα που σήμαινε πως οι δρόμοι είχαν γίνει, μάλλον, ανθρωποφάγοι. Πολύ με παραξένευε ακόμη αυτό που έλεγαν για τις «γυναίκες του δρόμου». Αλλά αυτό δεν μπορούσα να το εξηγήσω, ειδικά γιατί δεν υπήρχαν και «άντρες του δρόμου». Άσε το ότι υπήρχαν «παιδιά του δρόμου» και αυτό με στεναχωρούσε πολύ.
Όταν μεγάλωσα κάπως κι εγώ, μαζί με τους δρόμους, ένα φίλος μου είχε ένα παπί. Μηχανάκι παπί. Δεν έτρεχε πολύ γρήγορα, αλλά το χειμώνα, όταν είχε πολύ κρύο, μου έλεγε «πάρε μαζί μια εφημερίδα για το δρόμο». Στην αρχή δεν καταλάβαινα και έμπαινα σε μαύρες σκέψεις πως οι δρόμοι τώρα άρχιζαν και τρώνε και τις ειδήσεις, εκτός κι αν άρχισαν να διαβάζουν, αλλά αυτό που φαινόταν λίγο τρελό. «Η εφημερίδα είναι το καλύτερο άνορακ», έλεγε ο φίλος μου που μάλλον επειδή ήταν ορφανός δεν είχε μητέρα να του πει να πάρει ένα μπουφάν για το δρόμο.
Ανακάλυψα τότε, πως πράγματι, αν βάλεις την εφημερίδα στο στήθος σου, είναι το καλύτερο αντιανεμικό για το δρόμο. Και ήταν πολύ σημαντικό να έχει κανείς ένα αντιανεμικό τώρα που οι δρόμοι είχαν γίνει κάπως εθνικοί και ο παγωμένος αέρας έμπαινε από παντού. Η εφημερίδα έκοβε το κρύο και ζέσταινε, όσο να το πεις. Ίσως και να ζέσταινε επειδή δεν είχαμε πάρει μαζί μας ένα κομμάτι ψωμί, ένα φιλί, μια αγκαλιά ή ένα τσιγάρο για το δρόμο. Ίσως και να είμασταν όλοι πια τόσο ορφανοί που δεν είχαμε κάποιον να μας θυμίσει να πάρουμε μαζί μας ένα κομμάτι ψωμί, ένα φιλί, μια αγκαλιά ή ένα τσιγάρο για το δρόμο. Για δε μπουφάν, ούτε λόγος.
Μια δύσκολη μέρα τα πράγματα σαν να αναποδογύρισαν και η «εφημερίδα για το δρόμο» έγινε «εφημερίδα Δρόμος» και, επιτέλους, αυτό μου φαινόταν πολύ καλό. Γιατί το ένα κομμάτι ψωμί, το ένα φιλί, η μια αγκαλιά και το ένα τσιγάρο ήταν πια μέσα στην εφημερίδα. Ακόμη και το αντιανεμικό άνορακ ήταν μέσα στην εφημερίδα. Άσε που φαινόταν πως, ίσως, το δρόμο τώρα να μπορούσε να τον ανοίξει ο ίδιος ο διαβάτης, που λένε. Κι εγώ ησύχασα κάπως, γιατί σκεφτόμουν πως ίσως είχε έρθει η ώρα που οι δρόμοι θα επιστρέψουν όλα τα λύτρα που μας είχαν πάρει τα προηγούμενα χρόνια, για να μας αφήσουν να περάσουμε.
Ξέχασα να σας πω, ότι σ’ αυτό το Δρόμο, την εφημερίδα δηλαδή, χαρίζονταν επίσης και η συντροφιά, όταν οι άλλες εφημερίδες χάριζαν ακόμη cd. Το πιο δύσκολο πράγμα για ένα δρόμο, δηλαδή. Και αυτό, μου φαινόταν πολύ καλό.
Στο τέλος-τέλος, δεν ξέρω αν «όλα είναι δρόμος» καθώς λένε, αλλά ο Δρόμος είναι ένας! Αυτός με το κομμάτι το ψωμί, το φιλί, την αγκαλιά, το τσιγάρο και, κυρίως, τη συντροφιά, ρε σύντροφε!
Γι’ αυτό σου λέω, ρε συ, πάρε μαζί σου και κανά συναίσθημα για το Δρόμο…
Το νέο βιβλίο του Αντώνη Ανδρουλιδάκη με τίτλο «ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΥΜΑ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νησίδες».