Μπορεί η ετυμολογία του επωνύματός της να μας προκαταβάλλει μαρτυρώντας μια πολίτικη ματιά στα αστικά διάκενα, τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα της γραφής της μεταφυτεύουν με ακλόνητη επιτυχία τον στεναγμό που εκλείπει από μια πόλη απανθρωπισμένη.
Η συλλογή της Σοφίας Πολίτου αποτελείται από μικρές, αυτόνομες ιστορίες, ανάγλυφα εσωστρεφείς, γλυκόπικρους αναλογισμούς, κρυφές και λάγνες αναζωπυρώσεις της αλμυρένιας μνήμης, με μια θεμελιωμένη και δουλεμένη ενδελέχεια στις συμπαγείς ραφές των λέξεων τους, που ξεπερνά τα σύνορα του οικείου για να αποτίσει φόρο στο συλλογικό βίωμα και να εγγραφεί με ανεξίτηλα γράμματα στην ασύνορη πατίνα του χρόνου. Πριν όμως καταλήξει στον εσώτερο τρυφερό προορισμό περνάει αφόβητη μέσα από τράπεζες, δόσεις και αναθεματισμούς, αναμετράται ισχυρή –ή και κατεδαφισμένη– με τη δυσκολία και τη βιοπάλη, για να μας πάρει ύστερα μαζί της στα εργοστάσια ζάχαρης [απόσπασμα από το ποίημα «Μπουλούκι»] και να μας χαρίσει ένα αντίδωρο ευτυχίας για όλα εκείνα που περνάμε.
Απόσπασμα από το «Παράθυρο κουζίνας» [σελ. 28]:
Πώς να μαγειρέψεις τις τράπεζες / τις δόσεις / τους αναθεματισμούς / το ρεύμα που κυλάει ανάμεσα στα πόδια της / το υφάδι που ξηλώνεται / ενώ δυσκολεύεται να γονατίσει κάτω από τον νεροχύτη / ψάχνοντας για Λωτούς τού Θιβέτ.
Και από τη μυθολογική περιδιάβαση στη χώρα των Λωτοφάγων, μας παίρνει τη στιγμή που πρέπει από το χέρι για να μας μεταφέρει με ασφάλεια στον «τόπο» μας. Αυτό επιτυγχάνεται με τις πυκνές αναφορές στα παιδιά, τις γάτες, το σπίτι, τη φύση, την κουζίνα, τα λουλούδια, τα τετράποδα, όλα εκείνα που συμπαρομαρτυρούν μια ατόφια ανάκληση στην ειωθείσα μνήμη, επιθυμώντας τη διάσωσή της ή, τουλάχιστον, την καθυστέρηση της λησμονιάς που επιφέρουν οι ευθύνες των πολύ μεγάλων. Και το αναγνωστικό τοπίο γίνεται ακόμα πιο επι–τόπιο με τη συχνή αναφορά στα πουλιά, την καταγραφή των εντόμων, των λουλουδιών και των φυτών. Δείκτες επιστροφής στους γενέθλιους τόπους που στέκουν στις σελίδες της σαν τις κολώνες που βαστούν χιλιάδες χρόνια τώρα τις αναμνήσεις μας στα πιο αγαπημένα μέρη.
Η χρήση υποκοριστικών, τα α΄ πληθυντικά με τις καθολικά αγωνιούσες μητρικότητες, οι στρατηγικές (;) επαναλήψεις όλων όσων αντικρύζουμε σε οικείους τόπους, η υπόκωφη έγνοια για το πώς θα πάνε τα πράγματα από εδώ και πέρα, η προσεγμένη μα καθόλου επιτηδευμένη γλώσσα της, η λάθρα παραμυθία στο τέλος κάθε ποιήματος της, συνθέτουν ένα ύφος άμεσο, τρυφερό, εξομολογητικό – παράλληλα και καταγγελτικό, αποτυπώνοντας όχι μόνο την ικανότητά της συγγραφέως να μας περιβάλλει στο μικροσύμπαν της, που είναι γεμάτο από ενσυναίσθηση, αλλά την ανάγκη της να μιλήσει για όλα εκείνα που στέκονται επίμονα στα μήλα του λαιμού μας.
Η συλλογή της Σοφίας αίρει το πολυκατοικίδιο απρόσωπο, μας (εκ)σαστίζει μες στη θερμή αγκαλιά της γλώσσας της, μας γυρίζει πίσω σε εποχές αλλοτινές, όπου τίποτα και κανένας δεν μπορεί να μας χαρίσει περισσότερο αγ(κ)αλιά από το σπίτι μας, και μας προετοιμάζει, γιατί ήρθαν οι καιροί εκείνοι που καλούμαστε να το υπερασπιστούμε και να δώσουμε το αίμα μας όπως τα άλογα στη μάχη του Βατερλό.
Αφροδίτη Κατσαδούρη