του Δημήτρη Μπελαντή
Όταν γράφονται αυτές οι γραμμές, είναι γνωστό ήδη το αποτέλεσμα επί της καταδίκης των κατηγορουμένων της Χρυσής Αυγής και όχι επί των ποινών. Ως εκ τούτου, θα περιορισθούμε στο να σχολιάσουμε αυτήν την πρώτη διάσταση, η οποία, κατά τη γνώμη μας, είναι και η πολιτικά και νομικά καθοριστική.
Το αποτέλεσμα συνιστά αδιαμφισβήτητα μια πολιτική και ηθική δικαίωση και για τις οικογένειες των θυμάτων αλλά και για όλη τη δημοκρατική πτέρυγα της κοινωνίας μας. Μια μεγάλη ανάσα. Μια μακρά και σοβαρή δίκη όπως αυτή της Χρυσής Αυγής (διάρκειας 5,5 ετών) δεν μπορεί παρά να έχει σημαντικές συνέπειες στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης, ιδίως των νέων ανθρώπων. Υπάρχει μια ιδιαίτερη διαλεκτική της πολιτικής και του δικαίου στην υπόθεση αυτήν. Η κοινωνική αγανάκτηση για την εγκληματική δράση της οργάνωσης αυτής (ιδίως μετά τη στυγερή δολοφονία του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013) προκάλεσε την κακουργηματική δίωξη των αυτουργών και της ηγεσίας της. Αυτό οδήγησε σταδιακά στην πολιτική της απομόνωση, με τελικό αποτέλεσμα στις εκλογές του 2019 την πολιτική αποβολή της από τη Βουλή μέσω της λαϊκής ψήφου. Η πολιτική αποβολή της από τη Βουλή σε κάθε περίπτωση διευκόλυνε ηθικοπολιτικά την έκδοση της καταδικαστικής ποινικής απόφασης για ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Οι δικαστές δεν ζούνε στο κενό.
Ορισμένα νομικά ζητήματα
Σε σχετικά πρόωρο αν και όχι ανύποπτο χρόνο (το φθινόπωρο του 2012) είχαμε τοποθετηθεί πάνω στο ζήτημα της ποινικής αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής για την ανάσχεση της εγκληματικής της δράσης με δεδομένη την ιδιομορφία ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα με βουλευτική εκπροσώπηση να αποτελεί ταυτόχρονα και εστία ή χώρο υποκίνησης κακουργηματικών πράξεων (1). Υποστηρίξαμε τότε ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν διαθέτει μηχανισμό απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, σε αντίθεση με άλλα Συντάγματα, πράγμα κατανοητό με βάση την αρνητική εμπειρία του παρελθόντος (ν.509). Βάσει αυτού, πέρα από μεμονωμένες πράξεις ή την ηθική αυτουργία σε αυτές, ανοιγόταν νομικά –όπως λέγαμε ρητώς– η δυνατότητα χρήσης του άρθρου 187 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση), η οποία ήδη είχε εφαρμοσθεί για τις αριστερές ένοπλες οργανώσεις. Είναι γεγονός ότι και σε εκείνο το άρθρο αλλά και μέχρι σήμερα ακόμη αισθανόμαστε μια ισχυρή αμφιθυμία για την οποιανδήποτε χρήση του άρθρου 187 ΠΚ. Το άρθρο 187 ΠΚ εισήχθη με τον ν. 2928/2001 (πρώτο αντιτρομοκρατικό νόμο), κατά του οποίου είχε ταχθεί σύμπασα κατά την ψήφισή του η τότε Αριστερά κι ο δημοκρατικός κόσμος. Η διατύπωση του άρθρου 187 ΠΚ και ακόμη παραπάνω του άρθρου 187 Α ΠΚ (τρομοκρατικό έγκλημα και οργάνωση) εισάγει μια αφόρητη ποινική αοριστία, καθώς τιμωρεί ως κακούργημα την ένωση που αποσκοπεί αφηρημένα στην τέλεση κακουργημάτων και όχι την ένωση που συγκεκριμένα σχεδιάζει και τελεί κακουργήματα – γεγονός νομικά επικίνδυνο. Όπως θα εξηγήσουμε, η Χρυσή Αυγή εμπίπτει στη δεύτερη περίπτωση και όχι στην πρώτη. Όμως, σε κάθε περίπτωση, η χρήση του 187 ΠΚ σε μια πολύ σοβαρή ποινική υπόθεση με πολιτικές προεκτάσεις συνιστά αντικειμενικά μια γενικότερη νομιμοποίηση του αντιτρομοκρατικού νόμου, ακόμη και αν το αποτέλεσμα είναι πολύ ευχάριστο και δίκαιο για τους δημοκρατικούς πολίτες. Ουσιαστικά παύει να είναι ισχυρή η εφεξής προβολή της αντισυνταγματικότητάς του σε άλλες δίκες με όλως διαφορετικό πολιτικό και κοινωνικό προφίλ (το ότι μέχρι τώρα δεν γινόταν δεκτό το επιχείρημα από τα δικαστήρια, δεν το είχε από μόνο του καταστήσει ανίσχυρο). Στην άποψή μας αυτήν είχε αντιταχθεί το 2013 η άποψη ότι η χρήση του αντιτρομοκρατικού νόμου ποικίλλει ανάλογα με το ποιος είναι κατηγορούμενος, αν μας είναι αρεστός ή όχι, πράγμα που για εμάς δεν είναι νομικά και πολιτικά πειστικό (θυμάμαι εδώ ένα σχετικό πάνελ το φθινόπωρο του 2013 με ομιλητές εμένα, τον Δ. Ψαρρά –του οποίου τη συμβολή στην υπόθεση Χρυσή Αυγή εκτιμώ εξαιρετικά– και τη συνάδελφο Αν. Χριστοδουλοπούλου).
Παρ’ όλα αυτά, από την αρχή της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής, υποστηρίξαμε την άποψη ότι θα πρέπει τουλάχιστον να ζητηθεί από την πολιτική αγωγή μια στενή ερμηνεία του νόμου αυτού, όσο το δυνατόν πιο κοντά στις συνταγματικές επιταγές, η οποία να μην αποβλέπει στο φρόνημα και αυτών των φασιστών ακόμη, αλλά στη συγκεκριμένη εγκληματική τους δράση κατά της ζωής, σωματικής ακεραιότητας και αξιοπρέπεια των θυμάτων τους. Χωρίς να έχουμε υπόψιν μας την ακριβή δικογραφία και το πλήρες αποδεικτικό υλικό, ιδίως με βάση όσα προέκυψαν από μαρτυρίες, μαγνητοφωνήσεις κ.λπ. προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι δεν δικάστηκαν για την (αποτρόπαιη) ιδεολογία τους αλλά για τον σχεδιασμό και οργάνωση συγκεκριμένων δολοφονιών και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων. Η δίκη της Χρυσής Αυγής, παρά την ισχυρή προβληματικότητα του εφαρμοζόμενου αντιτρομοκρατικού νόμου, κατέληξε, ευτυχώς, να είναι μια πολιτική δίκη αλλά όχι μια δίκη έκφρασης, εξωτερίκευσης και εκπροσώπησης πολιτικού φρονήματος. Πράγμα που θα βόλευε και τους ίδιους τους κατηγορούμενους (να εμφανιστούν ως πολιτικοί κρατούμενοι της δημοκρατίας) αλλά και ένα τμήμα του αντιφασιστικού χώρου που όλως αντιδημοκρατικά ισχυρίζεται ότι το ποινικό δίκαιο πρέπει να απαγορεύει αυτά καθ’ εαυτά τα πολιτικά φρονήματα. Σήμερα των φασιστών και αύριο οποιουδήποτε δεν τους αρέσει.
Πολιτικές διαστάσεις
Η απόφαση αυτή αποτελεί μια πολιτική ταφόπλακα για την οργάνωση αυτή, η οποία υπήρξε μια ναζιστική οργάνωση με ανάπτυξη εγκληματικής δραστηριότητας. Παρ’ όλα αυτά, η οργάνωση αυτή ως πολιτικό κόμμα κατέληξε κάποια στιγμή να ψηφίζεται περίπου από μισό εκατομμύριο συμπολίτες μας. Δεν συμφωνούμε με τη σχολή σκέψης που λέει ότι πάντοτε υπήρχαν πολλοί φασίστες, που απλώς κρύβονταν στην κοινοβουλευτική Δεξιά. Η κρίσιμη ερώτηση είναι γιατί αυτό εξελίχθηκε μετά το 2010 σε διακριτό πολιτικό ρεύμα και μάλιστα με τόσο ακραία χαρακτηριστικά. Η αιτία αφορά το βάθεμα της κοινωνικής κρίσης λόγω των Μνημονίων και της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που προκάλεσαν σε μικροαστικά στρώματα αλλά και σε μισθωτούς εργαζόμενους. Η απόνομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος δημιούργησε μια αμφισβήτησή του από τα αριστερά (διόγκωση του ΣΥΡΙΖΑ) και μια εκτίναξη παράλληλα της φασιστικής Ακροδεξιάς. Το κόντεμα της Χρυσής Αυγής δεν προκλήθηκε μόνο από το αντιφασιστικό κίνημα (χωρίς να μηδενίζουμε τη συμβολή του), αλλά και από τη συνειδητοποίηση του ίδιου του αστικού κράτους το 2013 ότι δεν μπορεί παράλληλα να εφαρμόζει μνημόνια και να ανέχεται μια φασιστική διασάλευση της δικής του δημόσιας τάξης. Αν το κράτος –και είναι ορθότερο να μιλάμε για το κράτος και όχι απλώς για την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου– δεν επενέβαινε άμεσα να τους συλλάβει και να τους διώξει ποινικά, αυτό θα συνέβαλε καθοριστικά στην περαιτέρω πολιτική απονομιμοποίηση του κράτους και του πολιτικού αλλά και του δικαστικού συστήματος. Θα συνέβαλε, όμως, και στην ατιμωρησία των ναζιστών.
Αν τα παραπάνω είναι ισχυρά, η καταδίκη της Χρυσής Αυγής μπορεί να αποτρέψει μακροχρόνια την επανεμφάνιση μιας ανοιχτά ναζιστικής δράσης, αλλά δεν συνιστά μια τελεσίδικη ήττα του φασισμού και της Ακροδεξιάς. Θα μπορούσε βέβαια να συμβάλει σε αυτό, αλλά μια διατήρηση της κοινωνίας σε συνθήκες ακραίας λιτότητας, αποδόμησης του κοινωνικού κράτους, κρατικού αυταρχισμού, δυσκολίας διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος και άλλων οξυμμένων κοινωνικών και εθνικών προβλημmάτων διατηρεί την πηγή ανατροφοδότησης του φασιστικού κινδύνου. Εδώ χρειάζονται ριζοσπαστικές πολιτικές αλλαγές και όχι ποινικά δικαστήρια.
1) Για την απαγόρευση της «Χρυσής Αυγής», Δημήτρης Μπελαντής, www.alterthess.gr. Αρχικά η δημοσίευση έγινε στο rednotebook.gr.