Της Γιάννας Γιαννουλοπούλου*

 

Η συζήτηση για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής στο Γυμνάσιο έχει απασχολήσει πολλές φορές τον δημόσιο διάλογο και όχι μόνο μετά τη μεταπολίτευση. Ομολογώ ότι η τελευταία εκδοχή της, όπως εκφράστηκε αρχικά από τον πρώην υπουργό κ. Φίλη, βασικό κίνητρο του οποίου για τη μείωση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο ήταν η εξοικονόμηση καθηγητών και η αποφυγή διορισμών και στη συνέχεια από τον διάδοχό του υφυπουργό κ. Ζουράρι, ο οποίος διακηρύσσει ότι στοχεύει στην εισαγωγή στοιχείων της αρχαίας ήδη από τα νηπιαγωγεία, ήταν από τις χειρότερες. Οι «αρχαιολάτρες» και οι «αρχαιομάχοι» της τελευταίας διαμάχης δεν εγγράφονται σε καμιά ιδεολογική, συμβολική διαφοροποίηση, σε κανένα διακριτό γλωσσοεκπαιδευτικό παράδειγμα. Γιαυτό και καθόλου τυχαία στην ίδια κυβέρνηση με διαφορά λίγων μηνών υπουργοί και υφυπουργοί εκφράζουν εκ διαμέτρου διαφορετικές απόψεις, χωρίς συνοχή και με στόχευση απλώς την ικανοποίηση πολλών και διαφορετικών τμημάτων του εκλογικού σώματος για ευνόητους λόγους.

Χρειάζεται σε αυτήν τη μεταμοντέρνα συνθήκη, όπου ο καθένας μπορεί να υποστηρίζει οτιδήποτε, να εμβαθύνουμε στο θέμα με τη βοήθεια εμβληματικών απόψεων. Μια τέτοια άποψη που εκφράστηκε από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, διακεκριμένο γλωσσολόγο και δημοτικιστή, θα παραθέσω στο σημερινό σημείωμα. Είναι αξιοσημείωτο ότι η γνώμη αυτή εκφράστηκε το 1926 –σχεδόν έναν αιώνα πριν– και μάλιστα σε κείμενο με τον τίτλο «Δημοτικισμός. Ένα γράμμα στους δασκάλους μας». Ο Τριανταφυλλίδης, διακεκριμένος ήδη γλωσσολόγος και ένα από τα βασικά πρόσωπα της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης απευθύνεται στους δασκάλους όχι ως προϊστάμενός τους, όπως υπήρξε, αλλά επικαλούμενος το κοινό τους πάθος για ένα καλύτερο σχολείο «στην ίδια μεγάλη κοινότητα της ελληνικής πατρίδας» και υποστηρίζει:

«Δεν είναι σωστή η ιδέα πως πρέπει ν’ απαρνηθώ τη γλώσσα μου, να εγκαταλείψω δηλαδή τον εαυτό μου, ως άτομο ή έθνος, για να κάμω δική μου φιλολογία ξένη, ακόμη και αν πρόκειται για γλώσσα ελληνική πάντοτε, μα παλιότερη απ’ τη δική μου τη σημερινή. Για να ζωντανέψω μέσα μου τα διδάγματα και να αισθανθώ τις ομορφιές ξενόγλωσσων ή των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων πρέπει, μένοντας εξακολουθητικά ο ίδιος, να μετουσιώσω μέσα μου και να αφομοιώσω την αλήθεια και την ομορφιά, και όχι να ξεκινήσω για την κατάχτησή τους χωρίς τον εαυτό μου. Θα πετύχω βέβαια καλύτερα αυτό όταν ξέρω τις γλώσσες που έχουν τους λογοτεχνικούς θησαυρούς, και πρέπει να ευχηθούμε να μαθαίνουν στην πατρίδα μας όσο γίνεται περισσότεροι αρκετά καλά τ’ αρχαία, ώστε να μπορούν να χαίρονται τα φιλολογικά τους μνημεία στο πρωτότυπο. Οι άλλοι όμως, οι περισσότεροι στο έθνος, θα το κατορθώσουν μόνο με μεταφράσεις στην κοινή εθνική γλώσσα, τη μόνη που μπορεί να μιλήσει στην ψυχή του έθνους.[…] Η σημερινή μας γλώσσα έχει με την αρχαία σημαντικές διαφορές, και αφού εγώ στη γλώσσα μου βρίσκομαι, μέσα της, μαζί της και με τη βοήθειά της θα νιώσω και θ’ αγαπήσω, ακόμη και όταν ξέρω αρχαία ελληνικά, όσα γράφηκαν από τους προγόνους μου. Γι’ αυτό με συγκινούν οι μεταφράσεις των αρχαίων ποιητών στη δημοτική».

Πόση σαφήνεια και καθαρότητα άποψης χαρακτηρίζει το κείμενο! Πόσο η τεκμηριωμένη επιστημονική γνώση του γλωσσολόγου Τριανταφυλλίδη για τις σημαντικές διαφορές δύο διαφορετικών ιστορικών φάσεων της ελληνικής (οι οποίες δεν είναι και οι μόνες, μεσολαβεί και η μέχρι τότε παραμελημένη μεσαιωνική ελληνική) υπηρετεί μια εκπαιδευτική και μορφωτική πρόταση που αφορά όλο «το έθνος». Με πόση, επίσης, τέχνη υποστηρίζεται η συσχέτιση αλλά και η σχετική αυτονόμηση του περιεχομένου των κλασικών έργων από τη γλωσσική μορφή, στην οποία γράφτηκαν.

Κι όμως, το παραπάνω απόσπασμα δεν ανήκει σε μια ήρεμη εποχή, αλλά αντιθέτως σε μια εποχή μεγάλης ιδεολογικής και γλωσσικής διαμάχης. Τα αναγνωστικά του Δημοτικού στη δημοτική, τα οποία είχαν προτείνει οι μεταρρυθμιστές, αποσύρθηκαν και η Επιτροπή που τα απέσυρε είχε συστήσει το κάψιμό τους. Σε αυτήν την ταραγμένη εποχή ο Τριανταφυλλίδης μαχητικός δημοτικιστής και συγχρόνως νηφάλιος επιστήμονας απευθύνεται στους δασκάλους και τους καλεί «να κοιτάζομε το πνεύμα που ζωοποιεί και όχι το γράμμα που σκοτώνει, να βαδίσομε με περισσότερη ωριμότητα στη ζωή, χειραφετημένοι, όσο χρειάζεται, από μίμηση εξωτερική και ξαναμάσημα τύπων γραμματικών που κάνουν από δεσμούς ιερούς δεσμά και αλυσίδες».

Οι σημερινοί «αρχαιολάτρες» πιθανόν να βρίσκουν το παραπάνω απόσπασμα ακατάλληλο, μιας και νομίζουν ότι η γνώση της αρχαίας ελληνικής αποδεικνύεται με ορισμένες ατάκες για τις τηλεοπτικές δηλώσεις, οι «εκσυγχρονιστές αρχαιομάχοι» ενδεχομένως θα αποδώσουν έως και εθνικισμό στον Τριανταφυλλίδη, που τόσες φορές αναφέρει το έθνος στο λόγο του. Η ιστορική δικαίωση, βέβαια, ανήκει στον Τριανταφυλλίδη. Σε όλους τους υπόλοιπους, όμως, εκπαιδευτικούς, επιστήμονες και πολίτες, που νοιαζόμαστε για τη σύγχρονη νεοελληνική παιδεία επανέρχεται το ερώτημα; Πώς «μένοντας εξακολουθητικά ο ίδιος, να μετουσιώσω μέσα μου και να αφομοιώσω την αλήθεια και την ομορφιά»;

 

* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι Πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!