Είναι αναγκαίο μετά από μεγάλα γεγονότα όπως το συλλαλητήριο της Αθήνας για την Μακεδονία να εξάγονται ψύχραιμες εκτιμήσεις και νηφάλια συμπεράσματα. Στο παρόν σημείωμα θα γίνει προσπάθεια για κάτι τέτοιο. Επίσης αρκετά για το κλίμα του συλλαλητηρίου μπορείτε να βρείτε και στην σελίδες 30-31 στο Περίπτερο Ιδεών του Στέλιου Ελληνιάδη. Έχουμε και λέμε λοιπόν.
Ο πολιτικός λόγος για τον αλυτρωτισμό της ΠΓΔΜ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, και με τους κινδύνους που ελλοχεύει αυτό για το μέλλον, έχει ενισχυθεί μέσα στην ελληνική κοινωνία μετά τα συλλαλητήρια, κάτι που δεν ήταν τόσο ορατό το 1992 ή το 2008. Αυτό το γεγονός έχει αναγκάσει τα πολιτικά κόμματα να μιλάνε για τον αλυτρωτισμό και δεν θα είναι εύκολο να ψηφίσουν μια εθνικά ζημιογόνα λύση
1 Το συλλαλητήριο ήταν η μεγαλύτερη συγκέντρωση που έγινε τις τελευταίες δεκαετίες στην Αθήνα. Ξεπερνούσε «στα γεμάτα» και την συγκέντρωση του «Όχι» αλλά και τις συγκεντρώσεις της μνημονιακής περιόδου. Και αυτό χωρίς να μπορεί να υπολογιστεί ο κόσμος που ήταν σε κίνηση, πήγαινε και ερχόταν, στο κέντρο της Αθήνας από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα
2 Το συλλαλητήριο της Αθήνας δεν ήταν αλυτρωτικό, δεν ήταν εθνικιστικό, δεν ήταν ρατσιστικό, δεν ήταν μισαλλόδοξο και δεν ήταν επιθετικό προς άλλους λαούς ή εθνότητες. Σε καμία περίπτωση δεν «έβγαζε» ότι οι Έλληνες είναι κάτι πάνω από άλλους λαούς. Και βέβαια δεν είχε καμία σχέση με το αντίστοιχο του 1992. Τότε τα συλλαλητήρια είχαν μια διπλή φύση, ήταν επιθετικά προς την ΠΓΔΜ (με συνθήματα όπως «Η Μακεδονία είναι ελληνική – Πέστε του Γκλιγκόροφ να πάει να γ….» και «Φωτιά-φωτιά στα σκοπιανά σκυλιά» και απευθυνόντουσαν κύρια προς τον διεθνή παράγοντα ζητώντας κάτι από την διάλυση των Βαλκανίων σαν χώρα του ελεύθερου κόσμου που είχε σταθεί στο πλευρό της Δύσης στο πόλεμο ενάντια του κομμουνισμού.
3 Το συλλαλητήριο της Αθήνας ήταν πιο πολιτικό από το αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης, είχε μια βαρύτητα πολιτική και ο κόσμος, σε γενικές γραμμές, ήξερε που πήγαινε και γιατί πήγαινε. Στην Αθήνα, για διάφορους λόγους, η πολιτική φωνή, αυτοί που θα μιλούσαν, ήταν διεκδικήσιμη και ρευστή. Για αυτό υπήρχαν διαφορές στο ποιοι μίλησαν και εκφράστηκε και αντιμνημονιακός λόγος πέρα από την εκκλησία και τον πολιτικαντισμό
4 Στο συλλαλητήριο συμμετείχε ο απλός λαϊκός κόσμος, δεν διαχώριζε το Μακεδονικό από τα κοινωνικό θέματα μέσα στο μυαλό του, αλλά βασικά και κύρια κατέβηκε στο δρόμο για το θέμα της Μακεδονίας, ήθελε να φωνάξει ότι δεν μπορεί να δεχτεί ακόμα μία ήττα και δεν θέλει να ξεπουληθεί και η ταυτότητα του. Μέσα στο συλλαλητήριο ο κόσμος ένιωθε μια ασφάλεια, περίμενε τι θα πει ο Μίκης, ήθελε να ακούσει και άκουσε τον Θεοδωράκη. Δεν υπήρχε κάποιο κυρίαρχο σύνθημα που να το φώναζε μαζικά ο κόσμος και η συντριπτική πλειοψηφία σιγοτραγουδούσε τα τραγούδια του Μίκη. Η εκκλησία είχε «κατέβει» με πιο οργανωμένο τρόπο, αυτό ήταν διακριτό, και η Χρυσή Αυγή ήταν προσεκτική (τις προβοκάτσιες και τις επιθέσεις τις έκανες μετά το πέρας του συλλαλητηρίου) ενώ στις όποιες προκλήσεις υπήρχαν από φασίστες ο κόσμος δεν «τσίμπαγε».
5 Ο λαός είναι μόνος, μέσα σε μια γυμνή χώρα, και προσπαθεί να βρει φωνή για να εκφράσει τα βαθύτερα «θέλω» του. Δανείστηκε, όντας σε κίνηση, το σύνθημα «Η Μακεδονία και ελληνική», δίνοντας του καθαρά αμυντικό χαρακτήρα απέναντι στις απειλές που αισθάνεται ότι υπάρχουν. Από τα συλλαλητήρια δεν έχει βγει ακόμα καθαρή πολιτική ανάθεση, όπως έγινε το δίχρονο 2010-2012 με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος κινείται ακόμα σε περιβάλλον ήττας και αποαριστεροποίησης – η κυβέρνηση στο όνομα της Αριστεράς ξεπουλάει τα πάντα σαν πλασιέ των Αμερικάνων και των Γερμανών. Ο κόσμος δεν έχει εμπιστοσύνη στο σύνολο του πολιτικού κόσμου, δεν αναθέτει εύκολα, δίνει το παρών και εκφράζεται. Και όλα αυτά με την Αριστερά να απουσιάζει πλήρως. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση ένας διπλός διαχωρισμός: από την μικροπολιτική και μεγαλοκομματική εκμετάλλευση του κόσμου και από την Χρυσή Αυγή και όλες τις υπόλοιπες φασιστικές και ακροδεξιές ομάδες που κινούνται στις παρυφές της κίνησης του κόσμου. Ο λόγος είναι ότι και οι δύο αυτές πλευρές με τον ένα ή τον άλλον τρόπο είναι πατριδοκάπηλες και αποτελούν οργανικό κομμάτι του πολιτικού συστήματος που ξεπουλάει την χώρα.
6 Το συλλαλητήριο ήταν μια ιστορική στιγμή για όποιον συμμετείχε. Θα είναι κάτι που θα το θυμάται και θα το μνημονεύει σαν άλλα μεγάλα γεγονότα που προκάλεσε ο λαός με την μεγάλη εισβολή του στο πολιτικό προσκήνιο. Σαν τέτοια μεγάλα γεγονότα τα συλλαλητήρια δημιούργησαν προβλήματα στις επίσημες πολιτικές δυνάμεις, ανάγκασαν σε μετατοπίσεις και τροποποίησαν τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστών και των ντόπιων υποστηρικτών τους.
7 Ο πολιτικός λόγος για τον αλυτρωτισμό της ΠΓΔΜ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, και με τους κινδύνους που ελλοχεύει αυτό για το μέλλον, έχει ενισχυθεί μέσα στην ελληνική κοινωνία μετά τα συλλαλητήρια, κάτι που δεν ήταν τόσο ορατό το 1992 ή το 2008. Αυτό το γεγονός έχει αναγκάσει τα πολιτικά κόμματα να μιλάνε για τον αλυτρωτισμό και δεν θα είναι εύκολο να ψηφίσουν μια εθνικά ζημιογόνα λύση.
8 Δυναμώνει μέσα στο λαό η άποψη ότι πρέπει να ακουστεί η φωνή του κόσμου και να γίνει δημοψήφισμα. Όπως και ότι δεν πρέπει να υπάρχει ακόμα μία υποχώρηση που να ζημιώνει την Ελλάδα και να προχωρήσει ο πολιτικός κόσμος σε περαιτέρω άδειασμα της εθνικής και της λαϊκής κυριαρχίας.
9 Το πιο σοβαρό πολιτικά ζήτημα. Φάνηκε με ολοκάθαρο τρόπο το ρήγμα που θα χωρίζει το επόμενο μεγάλο διάστημα τις πολιτικές δυνάμεις και την Ελλάδα. Αν υποστηρίζει την παγκοσμιοποίηση ή όχι. Υπάρχει η κίνηση του κόσμου που δεν μπορεί να αποδεχτεί να γίνει η χώρα, η πατρίδα, η ταυτότητα του ένας «χυλός». Και αυτό είναι κόντρα στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης τόσο διεθνώς όσο και ελλαδικά. Περισσότερο για αυτό το ζήτημα μπορείτε να διαβάσετε στις σελίδες 16-17.
Από τις φωτογραφίες των πανό που παραθέτουμε παρακάτω γίνεται αντιληπτό ότι υπήρχε χώρος και τρόπος για να ακουστούν και να προβληθούν απόψεις στο συλλαλητήριο. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε ότι είχαν χώρο πολλές δυνάμεις, που ξέρουν μόνο να καταγγέλλουν και να αισθάνονται πιο συγγενείς προς το ΣΥΡΙΖΑ παρά στο λαό, αν σέβονταν τον ακηδεμόνευτο χαρακτήρα του συλλαλητηρίου, να έπαιρναν μέρος με τα πανό και τα συνθήματα που νόμιζαν ορθά.