Δύο σημαντικές διεθνείς συναντήσεις με επίκεντρο τα Βαλκάνια πραγματοποιήθηκαν την προηγούμενη βδομάδα, με συμμετοχή και της Ελλάδας. Από την μία είναι η «Πρωτοβουλία 16+1», για την συνεργασία της Κίνας με χώρες της Κεντρικής και Ν.Α. Ευρώπης, της οποίας η 8η Σύνοδος Κορυφής πραγματοποιήθηκε στο Ντουμπρόβνικ με συμμετοχή και του Αλέξη Τσίπρα, μια πρωτοβουλία που θέλει να εντάξει τα Βαλκάνια στην κινέζικη πολιτική «Μια ζώνη, Ένας δρόμος» (Δρόμος του Μεταξιού). Από την άλλη είναι η διάσκεψη της «Διαδικασίας του Βερολίνου», που πραγματοποιήθηκε στη Βαρσοβία με συμμετοχή του κ. Κατρούγκαλου, και αποτελεί προσπάθεια της Γερμανίας να επισπεύσει την ευρωπαϊκή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων, και να αντιμετωπιστεί από κοινού η διείσδυση της Κίνας και της Ρωσίας στην περιοχή. Σύμφωνα με την κυβερνητική προπαγάνδα η συμμετοχή της χώρας μας στις δύο αυτές συναντήσεις ξεκλείδωσε μόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, που κρίθηκε γι’ αυτούς επιτακτική και για τον λόγο αυτό.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει πίσω από την επικοινωνιακή αξιοποίηση των γεγονότων αυτών απ’ο την κυβέρνηση προς ενίσχυση του αφηγήματος για αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή.
Πρώτον είναι πλέον καταφανές ότι τα Βαλκάνια βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των μεγάλων δυνάμεων, και αποτελούν ένα από τα σημεία όπου θα κριθεί η αναδιανομή ισχύος στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Η γειτονιά μας μετατρέπεται σε μια νέα «Μέση Ανατολή» στην οποία ΗΠΑ, Κίνα, Γερμανία-Ε.Ε., Ρωσία και Τουρκία έχουν ή επιδιώκουν να έχουν συμφέροντα, κυρίως στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών. Συμφέροντα που άλλοτε συμπλέουν και άλλοτε έρχονται σε σύγκρουση, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα στην διαχρονική μπαρουταποθήκη της Ευρώπης.
Η Ελλάδα προσέρχεται στην διαδικασία αυτή από θέση μειωμένης ισχύος και από εξαρτημένη θέση. Μειωμένης ισχύος, γιατί πλέον και επίσημα, μετά από εννιά χρόνια μνημονίων και σειρά λανθασμένων επιλογών από το πολιτικό της σύστημα, λογαριάζεται πλέον ως μια «βαλκανική» χώρα όπως η Βουλγαρία ή η Αλβανία. Και από εξαρτημένη θέση καθώς όπως έδειξε και η περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών αλλά και όπως δηλώνεται από τα πλέον επίσημα χείλη, η χώρα μας λειτουργεί στην περιοχή ως βραχίονας της δυτικής πολιτικής και συγκεκριμένα ως άμεσος εκπρόσωπος των Αμερικανικών συμφερόντων.
Θα αντέτεινε κανείς, ότι η χώρα μόνο κερδισμένη θα βγει από την συμμετοχή σε τέτοιες διαδικασίες, και σίγουρα σε κάθε περίπτωση η συμμετοχή είναι προτιμότερη από την απουσία και την απομόνωση. Το ερώτημα είναι αν η Ελλάδα προσέρχεται στις διαδικασίες αυτές ως χώρα ή ως χώρος. Η ελληνική κυβέρνηση προωθεί κάποιον στρατηγικό σχεδιασμό, κάποιο ειδικό εθνικό και περιφερειακό όραμα, επιδιώκοντας συμμαχίες και με διάφορους διεθνείς παίκτες, ή προσφέρει στους ενδιαφερόμενους αγοραστές την Ελλάδα ως χώρο και οικόπεδο προς αξιοποίηση, ρευστοποιώντας πλήρως τα κυριαρχικά μας δικαιώματα;