Διαβάστε Μέρος Α’, Μέρος Β’, Μέρος Γ’
Εάν δεν γνωρίζει κανείς πώς ακριβώς, με ποιες αντιλήψεις και με ποιες σκοπιμότητες στήθηκε το γερμανικό κράτος μετά την ήττα του Άξονα, είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει την επίμονη άρνηση των Γερμανών μέχρι σήμερα να καταβάλλουν τις ελάχιστες πολεμικές αποζημιώσεις που η Ελλάδα δικαιούται με αποδείξεις ατράνταχτες και ηθικά ακλόνητες. Όταν αγνοεί ή δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη ότι οι Σύμμαχοι που κίνησαν την αποναζιστικοποίηση όχι μόνο την έπνιξαν πριν λαλήσει τρις, αλλά και πολύ γρήγορα αποφάσισαν, κάνοντας στροφή 180 μοιρών, να αξιοποιήσουν τους επιζήσαντες ναζιστές που υπήρχαν σε μεγάλη αφθονία για να κατασκευάσουν ένα κράτος που θα αποτελέσει βασικό τους εργαλείο στον Ψυχρό Πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, της κομμουνιστικής ιδέας και των Γερμανών αντιφρονούντων. Κι όταν δεν ξέρει ότι τόσο οι Γερμανοί πολιτικοί αξιωματούχοι του Κέντρου και της Κεντροδεξιάς, στους οποίους ανατέθηκε η διακυβέρνηση της χώρας, όσο κι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του γερμανικού λαού, από τον πρώτο καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ μέχρι τον ανώνυμο καταστηματάρχη στο Μόναχο και τον σιδηροδρομικό υπάλληλο στο Ανόβερο, ήταν αντίθετοι στην εκτεταμένη και βαθιά αποναζιστικοποίηση∙ φτάνοντας ως το ακαταδίωκτο των εγκληματιών και την απαλλαγή από κάθε ενοχή, ακόμα και ηθικής μόνο φύσης, των εκατομμυρίων μελών του Ναζιστικού Κόμματος και των κάθε είδους συνεργών του ναζιστικού καθεστώτος από το 1933 ως το 1945.
Όταν ακόμα και περιώνυμοι και καταδικασμένοι από δικαστήρια εγκληματίες ναζί καταλαμβάνουν τις πιο υψηλές θέσεις στο νέο γερμανικό κράτος, στο δικαστικό σώμα, στον κλήρο, στο στρατό, στην αστυνομία, στα πανεπιστήμια, στη βιομηχανία και στις τέχνες, από τον καγκελάριο Κίζινγκερ μέχρι τον μαέστρο Φον Κάραγιαν, πώς μπορεί να απορεί κανείς που οι νεότεροι πολιτικοί της Γερμανίας, στην πλειονότητά τους δηλωμένοι ως αντιναζιστές, αρνούνται να ικανοποιήσουν το δίκαιο αίτημα των Ελλήνων για μια έμπρακτη αναγνώριση, πέρα από λόγους δημαγωγικούς άνευ αντικρίσματος και συνεπειών, της καταστροφής που προκάλεσαν οι προκάτοχοί τους στην Ελλάδα;
Φιλτραρισμένη ενημέρωση
Πολύ πρόσφατα, παρακολούθησα μια εκπομπή στο γερμανικό κανάλι Deutsche Welle με θέμα την ευαισθητοποίηση των μαθητών στα γερμανικά σχολεία. Οι περισσότεροι δεν ξέρουν τίποτα για τα ναζιστικά εγκλήματα. Κι έμαθα ότι το 40% των εφήβων Γερμανών δεν ξέρει τι είναι το Άουσβιτς! Η δε καθιερωμένη ενημέρωση των μαθητών επικεντρωνόταν στην καταδίωξη και εξόντωση των Εβραίων. Όλα τα άλλα σκέλη της ναζιστικής θηριωδίας που επίσης αφορούν πολλά εκατομμύρια θύματα, κυρίως Ρώσους, Ουκρανούς, Λευκορώσους, Πολωνούς, Σέρβους και, βέβαια, Έλληνες που αγωνίστηκαν με ανυπέρβλητη αυτοθυσία ενάντια στο φασισμό, αποσιωπούνται, συσκοτίζονται και υποβαθμίζονται. Όπως παραλείπονται και οι Γερμανοί αντιφασίστες, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, ομοφυλόφιλοι, τσιγγάνοι, ανάπηροι και χρόνια ασθενείς που εκτελέστηκαν, βασανίστηκαν, έγιναν πειραματόζωα, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν από τους ναζί και που ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες!
Εκατομμύρια αιχμάλωτοι Σοβιετικοί στρατιώτες που δεν σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών, αλλά πέθαναν από σκοπούμενη ασιτία στα στρατόπεδα, δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην ενημέρωση-επιμόρφωση των μαθητών. Ούτε, βέβαια, αποκαλύπτεται ότι οι Αμερικάνοι και οι Άγγλοι αιχμάλωτοι πολέμου κρατούνταν σε ξεχωριστά στρατόπεδα, όχι αυτά του θανάτου, με εντελώς άλλη μεταχείριση απ’ αυτήν που εφάρμοζαν οι ναζί για τους Σλάβους, τους Εβραίους και τους αντιφρονούντες Γερμανούς!
Δηλαδή, στην πράξη, ακόμα και η παραδοχή του εβραϊκού ολοκαυτώματος από το γερμανικό κατεστημένο υποκρύπτει μια ανούσια σκοπιμότητα, για να μην διαταραχτεί η συλλογική βούληση των Γερμανών να απαλλάξουν τους εαυτούς τους και τους συμπολίτες τους από το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί.
Με αυτό το δεδομένο, που επιβεβαιώνεται από τις στατιστικές μελέτες και τα ερευνητικά συγγράμματα απ’ όπου επιλέγω τα στοιχεία που ενδεικτικά περιλαμβάνω στα άρθρα μου, φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι και η Ελλάδα μία από τις σοβαρότερες «παραλείψεις» της αποναζιστικοποίησης που δεν έγινε. Κι αυτό αποτελεί συνειδητή επιλογή των Γερμανών. Πιθανότατα και η μεροληπτική σε βάρος της Ελλάδας επιβολή των μνημονίων να έχει ρίζες σ’ αυτήν τη γερμανοκεντρική ιδεολογία.
Βέβαια, για να μην βαυκαλιζόμαστε, όλα αυτά, παλιά και νέα, γίνονται με τη συνέργεια των δικών μας πολιτικών και οικονομικών ελίτ, που έκαναν –και συνεχίζουν να κάνουν– την κότα, για να επωφελούνται από την υποταγή και συνδιαλλαγή τους με τη μεταπολεμική δυτική τάξη πραγμάτων. Εξάλλου, οι άμεσοι πρόγονοί τους έκαναν τα ίδια στον τόπο μας με τους δοσίλογους και τους φασίστες εγκληματίες. Όχι μόνο τους ξέπλυναν και τους εξουσιοδότησαν να κόβουν κεφάλια, αλλά τους επιβράβευσαν κιόλας με χρήματα κι αξιώματα για τα αποτρόπαια εγκλήματά τους. Η παρουσία φιλοναζιστών στη σημερινή κυβέρνηση αποτελεί αναμφισβήτητη επιβεβαίωση της διαχρονικότητας του εγκλήματος…
Πανευρωπαϊκός φιλοναζισμός
Η μόνη αντικειμενική δυσκολία στην αποναζιστικοποίηση ήταν ότι οι ένοχοι αριθμούσαν πάρα πολλά εκατομμύρια άτομα στη Γερμανία, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Στη μικρή Ολλανδία, για παράδειγμα, υπολογίστηκε ότι έως και 500.000 άνθρωποι συνεργάστηκαν ενεργά με τους ναζί. Αν, λοιπόν, συνυπολογιστούν οι ένοχοι από όλες τις χώρες που συμμετείχαν άμεσα και έμμεσα στον άξονα, οι αριθμοί ζαλίζουν. Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Αλβανία, Σλοβακία, Κροατία, Φινλανδία, Σουηδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία, Σερβία, Σλοβακία, Νορβηγία, Δανία, Βέλγιο, Βατικανό και Γαλλία είχαν καθεστώτα και πρόθυμους εθελοντές που στήριξαν καθολικά ή μερικά τους ναζί. Για παράδειγμα, το καθεστώς Κουίσλινγκ στη Νορβηγία ταυτίστηκε με το δοσιλογισμό και περίπου 45.000 Νορβηγοί προσχώρησαν στο φιλοναζιστικό κόμμα Nasjonal Samling (Εθνική Ένωση), ενώ αρκετές αστυνομικές μονάδες βοήθησαν στη σύλληψη πολλών Εβραίων. Αντίστοιχα στη Δανία, ιδρύθηκαν το 1941 τα Frikorps Danmark και χιλιάδες εθελοντές πολέμησαν και πολλοί πέθαναν με τον Γερμανικό Στρατό στο Ανατολικό Μέτωπο. Ταυτόχρονα, η Δανία πουλούσε γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα στη Γερμανία και χορηγούσε δάνεια για εξοπλισμούς και οχυρωματικά έργα. Ανάλογα και χειρότερα βαρύνουν και όλους τους άλλους…
Ναζί δικαστές
Η αυτοδικαίωση του γερμανικού μεταπολεμικού δικαστικού σώματος, που ακύρωσε κάθε κάθαρση, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη συμφορά που προκάλεσαν στη Γερμανία οι δικαστές – των οποίων τα εγκλήματα βρίσκονται στην κορυφή της λίστας των πιο επαίσχυντων πράξεων. Μεταξύ 1933 και 1945, Γερμανοί δικαστές, πολιτικοί και στρατιωτικοί, εξέδωσαν περίπου 50.000 θανατικές ποινές, οι περισσότερες από τις οποίες εκτελέστηκαν. «Το στιλέτο του δολοφόνου ήταν κρυμμένο κάτω από τη ρόμπα του νομικού», δήλωσε με ντοκουμέντα ο Τέλφορντ Τέιλορ, Αμερικανός εισαγγελέας στις δίκες της Νυρεμβέργης.Περίπου το 80% των δικαστών και των εισαγγελέων που υπηρέτησαν το καθεστώς τρόμου του Χίτλερ μέχρι τις 8 Μαΐου 1945, απέδιδαν ξανά δικαιοσύνη, αλλά αυτή τη φορά στη νεαρή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ΟΔΓ). «Ίσως υπάρχει πραγματικά η απόδειξη», έγραψε ο ειδικός στα θέματα ναζισμού Jörg Friedrich, «ότι ένα συνταγματικό κράτος μπορεί να σταθεί πάνω σε ένα δικαστικό μαζικό τάφο»!
Σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιοποιήθηκε το 2016, το 77% των ανώτατων νομικών που ανήκαν το 1957 στο υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος (εφημ. The Independent, 27/11/2016).
Ξεκινώντας από πολύ νωρίς, τον Οκτώβριο του 1945, οι Βρετανοί άσκησαν τη λεγόμενη «διαδικασία χοίρου» στην πρόσφατα εγκαταστημένη δικαστική διοίκηση: Για κάθε δικαστή χωρίς ναζιστικό παρελθόν, επέτρεπαν να διοριστεί ένας δικαστής με ναζιστικό παρελθόν. Αλλά, μέχρι το καλοκαίρι του 1946, ακόμη και αυτός ο περιορισμός είχε εγκαταλειφθεί.Έκτοτε, οι αίθουσες της δικαιοσύνης ήταν στελεχωμένες με δικαστές που κάποτε υπηρετούσαν στο Λαϊκό Δικαστήριο των ναζί (Volksgerichtshof), το οποίο δημιουργήθηκε το 1934 για να χειρίζεται τα «πολιτικά αδικήματα» και έγινε διαβόητο για τη συχνότητα, την αυθαιρεσία και τη βαρύτητα των ποινών του. Παρ’ όλα αυτά, τα πολιτικά δικαστήρια –που χειρίζονταν τη διαδικασία αποναζιστικοποίησης– απλώς τους ταξινόμησαν ως «παριστάμενους». «Το 1953, τουλάχιστον το 72% των δικαστών στο Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας για το ποινικό και αστικό δίκαιο, είχαν πρώην ναζιστικές διασυνδέσεις. Ο αριθμός αυξήθηκε στο 79% έως το 1956 και, στο ποινικό τμήμα, ήταν στο 80% μέχρι το 1962» (περ. Der Spiegel, 6/3/2012).
Αυτοαθώωση
Η Mary Fullbrook, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου, έχει γράψει στο βιβλίο της «Εκτιμήσεις: Οι κληρονομιές των ναζιστικών διώξεων και η αναζήτηση της δικαιοσύνης» ότι «τα πρώτα δέκα χρόνια μετά τον πόλεμο έγιναν πολλές δίκες, αλλά μετά μειώθηκαν δραστικά. Για να εξυπηρετηθεί ο Ψυχρός Πόλεμος και η καταπολέμηση του κομμουνισμού, η τάση ήταν να αποκατασταθούν οι πρώην ναζί και να επικρατήσει ένα γενικό κλίμα αμνήστευσης. Μερικοί δράστες που είχαν τιμωρηθεί με βαριές ποινές στη δεκαετία του 1940, απελευθερώθηκαν με πολύ ελαφρότερες ποινές στη δεκαετία του 1950». Η συμπαιγνία Συμμάχων, Γερμανών πολιτικών και δικαστών ήταν ολοφάνερη.
Μόλις μετά το 1964, όταν οι δικαστές που συνδέονταν με τους ναζί αποτελούσαν ακόμη το 70%, κάποιος μπορούσε να αρχίσει «να παρατηρεί μια μείωση της παρουσίας τους», λέει ο Hubert Rottleuthner, κοινωνιολόγος του δικαίου. Και το στατιστικό αυτό στοιχείο δεν περιλαμβάνει τους δικαστές και τους εισαγγελείς που εργάζονταν αποκλειστικά στο στρατιωτικό δικαστικό σύστημα. Το ίχνος του αίματός τους είναι σημαντικά ευρύτερο από εκείνο ακόμη και των «ειδικών δικαστηρίων» (Sondergerichte), που είχαν δημιουργηθεί για να καταστείλουν την αντίθεση στο καθεστώς.
Μεταξύ 1939 και 1945, οι δικαστές της περιόδου του πολέμου καταδίκασαν περίπου 30.000 Γερμανούς στρατιώτες σε θάνατο, συχνά για μικρά αδικήματα και, όπως είπαν μερικοί, «ως αποτρεπτικό». Μέχρι και το 90% αυτών των ποινών εκτελέστηκαν από στρατιωτικά αποσπάσματα ή δημίους.
Αλλά και στην ΟΔΓ, ένα ειδικό ποινικό δικαστήριο για τις νέες ένοπλες δυνάμεις (Bundeswehr) περιλάμβανε κανόνες έκτακτης ανάγκης που θα στερούσαν πολλά από τα δικαιώματα των ένστολων Γερμανών πολιτών. Μεταξύ των υποστηρικτών του νέου συστήματος στρατιωτικής δικαιοσύνης ήταν ο Josef Schafheutle, ο οποίος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Τρίτου Ράιχ βρέθηκε επικεφαλής του Τμήματος Ποινικού Δικαίου του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Δικαιοσύνης, ενώ επικεφαλής ολόκληρου του τμήματος ήταν ο Eduard Dreher – ο οποίος κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε υπηρετήσει ως ανώτατος εισαγγελέας στο ειδικό δικαστήριο (Sondergericht) στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας. Μέχρι σήμερα, κάθε Γερμανός δικηγόρος και δικαστής είναι εξοικειωμένος με τον έμπειρο ναζί νομικό Dreher που έγραψε την κορυφαία γνωμάτευση για τον Γερμανικό Ποινικό Κώδικα…
Οι νομικοί αθώωσαν τους εαυτούς τους επειδή μπορούσαν να διαφωνήσουν για λογαριασμό τους. Με εξαίρεση δύο προέδρους ενός στρατιωτικού δικαστηρίου, οι ενέργειες των οποίων δεν μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν ως ενέργειες δικαστών, ούτε ένας δικαστής στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία δεν έχει καταδικαστεί ποτέ για στρέβλωση της δικαιοσύνης. «Στη νέα Γερμανία, τα θύματα, αναζητώντας το δίκιο τους, έπεφταν συχνά σε δικαστές, γραφειοκράτες και γιατρούς που είχαν υπηρετήσει κάποτε στο Τρίτο Ράιχ του Χίτλερ» (περ. Der Spiegel).
Κληρικοί και γιατροί
Παρ’ όλο που οι περισσότεροι κληρικοί της Γερμανίας και η μεγάλη πλειοψηφία των καρδιναλίων συντάχθηκαν με τον Χίτλερ, δεν είναι λίγοι οι ανυπότακτοι κληρικοί που πέθαναν στα στρατόπεδα. Μόνο στο Νταχάου πέθαναν 1.034 ιερείς από τους 2.270 που «φιλοξενούνταν» στο στρατόπεδο (Ina R. Friedman).
Ο Werner Villinger, ένας γιατρός που συμμετείχε στη μαζική δολοφονία ατόμων με ειδικές ανάγκες πριν από το 1945, υπηρέτησε στην Επιτροπή Αποζημιώσεων της Ομοσπονδιακής Βουλής (Bundestag), θέση με την οποία ήταν εν μέρει υπεύθυνος για την απόφαση άρνησης αποζημίωσης σε περίπου 400.000 άτομα που είχαν εξαναγκασθεί σε στείρωση κατά τη ναζιστική περίοδο. Ένα από τα μέλη της επιτροπής ήταν ο Hans Nachtsheim, ο οποίος έπρεπε να εκτίει ποινή φυλάκισης αντί να είναι στο Κοινοβούλιο. Σύμφωνα με την έρευνα του δημοσιογράφου Ernst Klee, ο Nachtsheim διεξήγαγε ιατρικά πειράματα με επιληπτικά παιδιά το 1943.
Στους χθεσινούς δολοφόνους δόθηκε δημόσια υποστήριξη. Ακόμη και οι ηγέτες της εκκλησίας είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για τους ναζί που είχαν καταδικαστεί από τα συμμαχικά δικαστήρια ως κύριοι δράστες. Για παράδειγμα, ο προτεστάντης Επίσκοπος Otto Dibelius και ο Πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών Martin Niemöller, θύμα κι αυτός του ίδιου ναζιστικού διωγμού, ζήτησαν από τους Συμμάχους «έλεος για εκείνους που, με το στίγμα του εγκλήματος πολέμου, κρατούνται σε αιχμαλωσία».
Οι θρησκευτικοί ηγέτες παρενέβησαν για λογαριασμό ανδρών όπως ο Martin Sandberger, ο οποίος κρατήθηκε στις φυλακές του Λάντσμπεργκ στη Βαυαρία μέχρι το 1958. Ως αρχηγός των Ειδικών Καταδρομών, ο Sandberger είχε κάνει την Εσθονία «καθαρή από Εβραίους» και είχε παραδεχτεί τις δολοφονίες «περίπου 350 κομμουνιστών». Αλλά ακόμη και ο εξέχων πολιτικός του SPD Carlo Schmid μίλησε υπέρ του πρώην ασκούμενού του στο Πανεπιστήμιο του Tübingen: «Χωρίς την εμφάνιση του εθνικοσοσιαλισμού, ο Sandberger θα είχε γίνει ένας αξιόπιστος, εργατικός και φιλόδοξος δημόσιος υπάλληλος»…
Όταν, τον Ιανουάριο του 1951, κυκλοφόρησε στη Βόννη ότι οι Αμερικάνοι σχεδίαζαν να εκτελέσουν μαζικούς δολοφόνους των ναζί που ήταν φυλακισμένοι στο Λάντσμπεργκ και είχαν ήδη καταδικαστεί σε θάνατο, ο δήμαρχος του Λάντσμπεργκ Ludwig Thoma δεν δυσκολεύτηκε να πείσει μέλη της Ομοσπονδιακής Βουλής και της πολιτειακής Βουλής να συμμετάσχουν σε εκδήλωση διαμαρτυρίας «κατά της βαρβαρότητας».
Ο ιστορικός Jens-Christian Wagner έχει αναπαραστήσει το γεγονός. Μια επιχείρηση ηλεκτρικών ειδών του Λάντσμπεργκ παρείχε δωρεάν ένα όχημα εξοπλισμένο με μεγάφωνα. και ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός κάλεσε τους κατοίκους να συμμετάσχουν στην εκδήλωση διαμαρτυρίας. Ένας στους τρεις κατοίκους ήταν παρών. Όταν αρκετές εκατοντάδες επιζώντες του Ολοκαυτώματος προσπάθησαν να διακόψουν τη συγκέντρωση, ο όχλος φώναζε: «Έξω οι Εβραίοι»!Ένας από τους άντρες που εκτελέστηκαν ήταν ο Otto Ohlendorf, διοικητής του Einsatzgruppe D, ο οποίος είχε δολοφονήσει δεκάδες χιλιάδες παιδιά, γυναίκες και άνδρες.
Ελάχιστη κάθαρση
«Μέχρι το 1951, οι Δυτικοί Σύμμαχοι εκτέλεσαν περίπου 500 ναζί εγκληματίες πολέμου, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών (όπως ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Joachim von Ribbentrop), αξιωματικών του στρατού (όπως ο Wilhelm Keitel, επικεφαλής της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ) και αξιωματούχων των SS (όπως ο αρχηγός της αστυνομίας Ernst Kaltenbrunner)» (περ. Der Spiegel).
Μόνο 25.000 Γερμανοί από ένα στρατό εκατομμυρίων συνεργατών καταδικάστηκαν από το λεγόμενο Spruchkammer (πολιτικό δικαστήριο που χειρίζονταν την αποναζιστικοποίηση). Τους επιβλήθηκαν πρόστιμα ή απαγόρευση άσκησης των επαγγελμάτων τους, αλλά σπάνια τους έστειλαν στη φυλακή.Πολύ γρήγορα, οι Αμερικάνοι, όσο ένθερμοι κι αν ήταν στην αρχή για την τιμωρία των ναζί, εγκατέλειψαν το φιλόδοξο σχέδιο εκκαθάρισής τους. Οι Γερμανοί –όλοι οι Γερμανοί– χρειάζονταν, καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος εντεινόταν…
Ο Perry Biddiscombe καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «τα δικαστήρια σύντομα παρομοιάστηκαν με πλυντήρια: έμπαινε ένας που φορούσε ένα καφέ (το χρώμα των ναζί) πουκάμισο, και έβγαινε με ένα καθαρό κολλαριστό λευκό πουκάμισο».
«Το γεγονός ότι, υπό το φως των εκατομμυρίων θυμάτων της ναζιστικής πολιτικής, η πλειοψηφία των δραστών στη Δυτική Γερμανία έπρεπε να βγει ουσιαστικά απαλλαγμένη ευθυνών, ήταν μια διαδικασία τόσο θεμελιωδώς αντίθετη με όλες τις έννοιες της ηθικής που δεν θα μπορούσε να μην έχει συνέπειες για την κοινωνία», γράφει ο ιστορικός από το Φράιμπουργκ Ulrich Herbert. Η νέα Γερμανία παρέμεινε μολυσμένη από τα φασιστικά κατάλοιπα.
Στις 7 Νοεμβρίου 1968, στο συνέδριο των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) στο Βερολίνο, μια γυναίκα, η Beate Klarsfeld, ανέβηκε στο βήμα κι όταν έφτασε στον πρόεδρο του κόμματος και καγκελάριο Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ, του έριξε ένα χαστούκι φωνάζοντας «Ναζί! Ναζί!».
Ο Κίζινγκερ ήταν μέλος του Ναζιστικού Κόμματος από το 1933, λίγους μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Και το 1940 ήταν στέλεχος στο Υπουργείο Προπαγάνδας του Γιόζεφ Γκέμπελς. Παρ’ όλα αυτά, μερικά χρόνια αργότερα έγινε καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με αναπληρωτή τον σοσιαλδημοκράτη Βίλι Μπραντ! (Wiki)
«Η Klarsfeld καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους την ίδια εκείνη μέρα – απόδειξη του πόσο γρήγορα οι Γερμανοί δικαστές θα μπορούσαν να αντιδράσουν εάν ήταν αποφασισμένοι να αποδώσουν δικαιοσύνη»…