Η νουβέλα της Γεωργίας Τάτση «γάμπαρη Αμβρακικού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι ένα βιβλίο-ντοκουμέντο που αποτυπώνει τη σκληρή εποχή του μετεμφυλιακού κράτους σε όλες τις εκδοχές του. Με εξαιρετική γραφή, μέσα από τις διαδρομές στα υπόγεια τούνελ του μετρό ξετυλίγεται μια ιστορία που μας οδηγεί στις φυλακές, στα ψυχιατρεία, στη ζωή σε ένα χωριό της Άρτας.
Η ηρωίδα του βιβλίου έχει να διαπραγματευθεί τραυματικές εμπειρίες που σημαδεύουν όλη τη ζωή. Την ακολουθούν παντού. Οι πληγές μένουν ανοικτές καθώς στην πραγματικότητα δεν υπήρξε κάθαρση.
Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν σκηνές πραγματικά συγκλονιστικές, όπως αυτή όπου το μικρό κορίτσι καταστρέφει το σταυρουδάκι-αναμνηστικό ενός πατέρα που έχει χαθεί. Σκηνές αυτοτιμωρίας που την οδηγούν και στην αφωνία.
Ο κόσμος των παιδιών που οι ενήλικες συχνά αδυνατούν να κατανοήσουν.
Και οι στιγμές-σταυροδρόμια στη ζωή: Οι δηλώσεις μετανοίας. Η καταγγελία των ίδιων των γονιών σου για να καταφέρεις να επιβιώσεις. Μια δήλωση που τελικά δεν θα γίνει, αλλά μένει κρυμμένη, απολύτως συμβολικά μέσα στη «Νυχτερίδα» του Στρατή Τσίρκα.
Σε εποχές αναθεώρησης της ιστορίας, βιβλία σαν και αυτό σώζουν τη μνήμη και την αλήθεια.
Χτίζω την ηρωίδα μου, την Αλεξάνδρα, με θραύσματα από υλικό αρχείου που αφορούν τη δική μου ζωή
Ο τίτλος φαίνεται λίγο περίεργος σε όποιον δεν έχει διαβάσει το βιβλίο. Γιατί «Γάμπαρη Αμβρακικού»;
Γάμπαρη για να δηλωθεί πως η ηρωίδα του βιβλίου, η Αλεξάνδρα, παραμένει ευάλωτη και ζωντανή ανάμεσα στις μυλόπετρες της Ιστορίας και της ζωής όπως η γάμπαρη. Η γάμπαρη είναι γαρίδα και η γαρίδα την περίοδο της αναπαραγωγής της, ρίχνει το κέλυφος και μένει γυμνή, με αποτέλεσμα να κανιβαλίζεται από τις γαρίδες με κέλυφος, όμως το τμήμα του σώματός της που χάνεται, αναπλάθεται. Αμβρακικού για να οριστεί η περιοχή, ο τόπος στον οποίο λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα που καθόρισαν την ηρωίδα.
Σε ποιο βαθμό υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ηρωίδα σας;
Χτίζω την ηρωίδα μου, την Αλεξάνδρα, με θραύσματα από υλικό αρχείου που αφορούν τη δική μου ζωή. Χρησιμοποιώ σπαράγματα από τρία ντοκουμέντα, χωρίς καμιά επεξεργασία, αυτούσια. Τα θραύσματα αυτά αποτελούν τον σκελετό πάνω στον οποίο στηρίζω τη μυθοπλασία μου. Είναι μικρά αποσπάσματα από τρεις διαφορετικούς φακέλους: 1ον από τον ιατρικό φάκελο του πατέρα μου στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, 2ον από τον φάκελο της μητέρας μου στην Ασφάλεια και 3ον από το κατηγορητήριο της δικογραφίας, όταν η οργάνωση στην οποία συμμετείχα τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας έως και τις αρχές του 1980, δικάστηκε για παράβαση του νόμου 774/78 περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το τεκμήριο με ενδιέφερε ως υλικό για να στήσω την ιστορία του βιβλίου μου, αλλά και ως γλώσσα. Η γλώσσα της ιατρικής με την ημερολογιακή καταγραφή σχετικά με την υγεία του άρρωστου πατέρα είχε για μένα μεγάλο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Βρίσκω άκρως λογοτεχνικό π.χ. το σπάραγμα: Παρουσιάζει ηχοπραξίαν και ηχολαλίαν, στερεοτυπίας, συμβολισμούς και θρησκευτικήν έκστασιν. Πλήρης συναισθηματική αδιαφορία προς τα πέριξ… κ.λπ.
Εσείς τι νοσταλγείτε και τι θα θέλατε να ξεχάσετε από τα παιδικά σας χρόνια;
Νοσταλγώ τον υπαίθριο ύπνο τις έναστρες καλοκαιρινές νύχτες, όταν μετά από τον κάματο του θερισμού, όλη η οικογένεια μαζί κοιμόταν στρωματσάδα, μακριά απ’ το σπίτι της. Την αίσθηση πως ο άνθρωπος αποτελεί μέρος, κόκκο, του σύμπαντος, νομίζω πως την απέκτησα μια τέτοια νύχτα, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος. Νοσταλγώ την έκπληξη της πρώτης φοράς, την πρώτη φορά μπροστά στο χιόνι, μπροστά στη θάλασσα, μπροστά στο θαύμα της ζωής. Να ξεχάσω; Όχι τώρα πια δεν θέλω να ξεχάσω τίποτα, όλα θέλω να τα θυμάμαι.
Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το παιχνίδι με τους σταθμούς του μετρό. Καθώς το χρησιμοποιώ κι εγώ καθημερινά με έκανε να βλέπω αλλιώς γύρω μου. Εσείς γιατί το επιλέξατε να σπάει κάπως τη ροή της αφήγησης;
Επέλεξα το μετρό και τους σταθμούς τους για τον πολλαπλό συμβολισμό τους: Το μετρό μας κατεβάζει μέσα στη γη, δηλαδή στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ του πάνω και του κάτω κόσμου, μας μεταφέρει από τον ένα χώρο στον άλλο, από τον ένα τόπο στον άλλο, μας μετακινεί στον πραγματικό και στον ιστορικό χρόνο. Μετακινούμαστε στον ιστορικό χρόνο μέσω των εκθεμάτων (των αρχαίων ευρημάτων και των σύγχρονων έργων τέχνης που κοσμούν τους σταθμούς) και της ονομασίας των σταθμών οι οποίοι είναι φορτισμένοι με την ιστορία τους. Ο σταθμός του Συντάγματος π.χ. δεν είναι απλώς ένα τοπόσημο, κουβαλάει την πολιτική ιστορία όχι μόνο της πλατείας αλλά ολόκληρης της χώρας. Η ηρωίδα μου λοιπόν η οποία μετακινείται καθημερινά με το μετρό για να πάει στη δουλειά της και κινείται μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη, κατεβαίνει στα υπόγεια της εαυτού της. Κοιτάζει το τραύμα της στα μάτια και οδηγείται στην αυτογνωσία.
Το βάρος της ιστορίας πάνω μας. Γιατί πληγώνει ακόμα;
«Πληκτρολογώντας, καθρεφτίζεσαι στο μέγα κάτοπτρο της Ιστορίας, ανακτάς τμήματα του προσώπου σου, αχνά τοπία της ψυχής σου, χαμένα εδάφη της ταυτότητάς σου, βλέπεις τον εαυτό σου ολόκληρο, τον βλέπεις εις διπλούν να σκαρφαλώνει ασθμαίνοντας πάνω στους ώμους των παιδιών σου», λέει η Αλεξάνδρα κάποια στιγμή. Μεγάλο το βάρος της Ιστορίας, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την προσωπική μας ιστορία έξω από τη μεγάλη Ιστορία. Πληγώνει ακόμα γιατί κληρονομήσαμε το τραύμα και το τραύμα είναι ακόμα ανοιχτό. Πορευόμαστε με την πληγή του. Νομίζω πως δεν το έχουμε επεξεργαστεί όσο θα έπρεπε, συνομιλούμε ακόμη μέσω των τραυμάτων μας.