Οι χιλιάδες νέοι που αγαπούν τη Γαύδο και την επισκέπτονται τα καλοκαίρια δηλώνουν ότι το νησί έχει μια ξεχωριστή ζωογονητική ενέργεια. Όμως, για τους εκατοντάδες εξόριστους αγωνιστές με τα υψηλά ιδανικά, που έστελναν στο Λιβυκό Πέλαγος οι απολυταρχικές κυβερνήσεις επί είκοσι χρόνια (1929-1951), το νησί δεν είχε καμία γοητεία, καμία θετική ενέργεια. Ο συγγραφέας Δημήτρης Δαμασκηνός του συγκλονιστικού βιβλίου «Εξόριστοι στο Νησί του Θανάτου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Παρασκήνιο», εξηγεί και τεκμηριώνει με πολλά ντοκουμέντα γιατί.

1. Οι συνθήκες στο «ξερόνησο», το «ποντικόνησο», την «καταραμένη» και «χιλιομίσητη» Γαύδο, το «νησί του διαβόλου», είναι αφόρητες. Καυτή άμμος και κατσάβραχα. Ούτε σπίτια, ούτε αντίσκηνα. Σπηλιές. Ούτε ρούχα ούτε σύνεργα για ψάρεμα και όργωμα. Ένα καΐκι με προμήθειες κάθε 4-6 βδομάδες. Νερό ελάχιστο. Στις καλές μέρες φασόλια, ρεβύθια και φακές νερομπλούμ, στις χειρότερες σαλιγκάρια, άγρια ραδίκια, παπαρούνες και κεδρόκουκα! Ένα τσιγάρο στα οκτώ, φουλ φυματίωση, διάρροιες και ελονοσία. Κολεχτίβα από εργάτες, γιατρούς, δήμαρχους, τυπογράφους, συνδικαλιστές, δημοσιογράφους, ναυτικούς και πρόσφυγες όπως ο Φίλιππος Παπαδόπουλος ή ο Κουσίδης που μιλούσε έξι γλώσσες, παρέα με πέντε χωροφύλακες και πολλά πεινασμένα σκυλιά που έτρωγαν ακόμα και τα απλωμένα ρούχα!

2. Ξέρουμε μάλλον λίγα για την περίοδο του μεσοπολέμου. Όσοι γνωρίζουν για τους αγώνες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας , για την Εθνική Αντίσταση καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 και για όσα επακολούθησαν στη μεταπολεμική περίοδο, από το 1950 μέχρι το 1974, όταν φτάνουν στους εκτοπισμούς, το μυαλό τους πάει αμέσως στη Μακρόνησο, τον Άη Στράτη, την Ικαρία και ίσως σε κάποιο άλλο από τα τριάντα νησιά του Αιγαίου που ξαποστέλνονταν οι κομμουνιστές και οι «συνοδοιπόροι» τους. Πιο δύσκολα πάει στη Γαύδο που σαν τόπος εκτοπισμού-εξορίας είναι από τα πιο άγνωστους, ίσως γιατί είναι στο «πουθενά», πιο κοντά στην Αφρική απ’ ότι στην Αθήνα. Ή επειδή η «αξιοποίησή» της, ενώ άρχισε πολύ νωρίς, από το 1929 με το βενιζελικό «Ιδιώνυμο», περατώθηκε το 1951, ενώ αρκετών άλλων τόπων «φιλοξενίας» η λειτουργία συνεχίστηκε μέχρι το 1974. Όπως και να έχει, αυτή η άγνοια «αδικεί» τη Γαύδο, γιατί οι γραπτές μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι ήταν μάλλον ο χειρότερος από κάθε άποψη τόπος εξορίας και γιατί «υποδέχτηκε» μερικούς από τους σημαντικότερους αγωνιστές του έπους της δεκαετούς Εθνικής Αντίστασης και του κομμουνιστικού κινήματος διαχρονικά. Άρης, Στρίγκος, Πορφυρογέννης, Τζήμας, Βλαντάς, Βαφειάδης, Μπαρτζιώτας, Αύρα και Πέρσα Βλάσση, Παρτσαλίδης, Δανιηλίδης, Νεφελούδης, Σκλάβαινας, Λουντέμης, Τσακίρης, Γεωργίου, Θέου κ.ά. είναι «βαριά» ονόματα.

Έτσι προκύπτει αβίαστα ότι η Γαύδος είναι από τους τόπους όπου δοκιμάζεται, διαμορφώνεται και σφυρηλατείται ένα κομμάτι που θα αποτελέσει μέρος της ηγεσίας του κινήματος στην επόμενη κρίσιμη δεκαετία του 1940-1950. Της ηγεσίας που οργανώνει ένα πελώριο παλλαϊκό κίνημα αντίστασης με μια κοινωνία που έχει εγκαταλειφθεί στην κακή της «τύχη» από το βασιλιά, την αυλή του, τη στρατιωτική ηγεσία και τους αστούς πολιτικούς που είχαν ψηφίσει υπέρ του Μεταξά και μετά ή πέρασαν στο στρατόπεδο των ναζί ή εγκαταστάθηκαν αναπαυτικά και με ασφάλεια στις αγκαλιές των διαδόχων των Γερμανών κατακτητών, των Άγγλων αρχικά και των Αμερικάνων επιδρομέων στη συνέχεια. Αν από τα μπουντρούμια της Ακροναυπλίας στα οποία φυλακίζεται μεγάλος αριθμός κομμουνιστών από τους κόλπους των οποίων ξεπηδούν τα περισσότερα ηγετικά στελέχη που θα επωμιστούν τις μεγαλύτερες ευθύνες στον αντιφασιστικό, αντιμοναρχικό και αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, φαίνεται ότι και η Γαύδος συνεισφέρει σ’ αυτή την εκκόλαψη από πιο νωρίς.

Εξόριστοι της Κολεχτίβας της Γαύδου και δύο χωροφύλακες…

3. Είναι ασύλληπτο σε τι ακραίες δοκιμασίες, σε τι αγριότητα, σε τι απανθρωπιά υποβάλλονται περισσότεροι από διακόσιοι άνθρωποι, εν καιρώ ειρήνης, με ένα ελάχιστα απειλητικό ΚΚΕ, για απλές πολιτικές πράξεις, π.χ. συμμετοχή σε απεργία, μοίρασμα προκήρυξης ή γράψιμο κειμένων κριτικής ή διαμαρτυρίας, χωρίς να έχει διαπραχτεί κάποιο ποινικό αδίκημα, χωρίς δίκη, χωρίς κλήση σε απολογία ή αναγνώριση οποιουδήποτε στοιχειώδους ανθρώπινου δικαιώματος, ούτε καν των μέσων που παρέχονται σε παραβάτες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας ή της διατάραξης κοινής ησυχίας. Ο τροτσκιστής Γιάννης Ταμτάκος, μάγειρας στο επάγγελμα, έμεινε στη Γαύδο πέντε χρόνια (1937-1942), αλλά αυτός τουλάχιστον «αποζημιώθηκε» αφού πέθανε 100 ετών!

4. Πραγματικοί ήρωες, οι εξόριστοι δεν πτοούνται και συνεχίζουν με αυτοθυσία, με πολλαπλές φυλακίσεις, εκτοπισμούς και βασανιστήρια, πολλοί μέχρι την τελική πτώση όπως οι Παναγιώτης Καραντεμίρης, Τάκης Φίτς(ι)ος, Μιχάλης Κλιάνης, Γρηγόρης Γρηγοριάδης, Κατίνα Βάρκα, Αντώνης Δουραχάλης, Αντώνης Δημόπουλος κ.ά.

5. Ιδιαίτερα κτηνώδης είναι η μεταχείριση των γυναικών, πολλών συζύγων, θυγατέρων και μητέρων αγωνιστών, που τις κούρευαν γουλί και τις έριχναν στα ξερονήσια, χωρίς υποδομές υγιεινής, χωρίς επαρκή ρουχισμό, χωρίς φαγητό, χωρίς φάρμακα, ακόμα κι αν είχαν αναπηρία όπως η Εύα Φράγκου ή βαστούσαν ένα μωρό παιδί δέκα μηνών όπως η Αφροδίτη Αλεξανδρίδου που τελικά πέθανε από τις κακουχίες!

6. Στη Γαύδο διατρανώθηκε η πολιτική της διεφθαρμένης και υποτελούς εξουσίας: η συστηματική εξόντωση της καλύτερης πάστας ανθρώπων που έβγαλε ποτέ ο τόπος. Ανιδιοτελών ιδεολόγων, λαϊκών και αλληλέγγυων, αντιφασιστών, μαχητών για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, για την ελευθερία και τη δημοκρατία, για τους εργαζόμενους και όχι για τα παράσιτα και τους ξένους αποικιοκράτες.

Στέλιος Ελληνιάδης

Μαρτυρίες και μαρτύρια εξόριστων (1929-1951)

Μια υποδειγματική εργασία σε απαστράπτουσα δημοτική

Η ιστορική μονογραφία του Δημήτρη Δαμασκηνού (στο εξής Δ.Δ.) «Εξόριστοι στο “Νησί του Θανάτου”. Μαρτυρίες, ντοκουμέντα και δημοσιεύματα για τις εκτοπίσεις αγωνιστών στη Γαύδο». (εκδ. Παρασκήνιο) είναι μοναδική στο θέμα διαπραγμάτευσής της, δηλαδή τη Γαύδο ως τόπο εξορίας για περισσότερους από διακόσιους κομμουνιστές και άλλους αριστερούς αγωνιστές (αρχειομαρξιστές και τροτσκιστές) από το 1929 έως το 1951. Παράλληλα, πρόκειται για μια μονογραφία με ιδιαίτερο, προσεγμένο τρόπο γραφής, που της δίνει μια σχεδόν λογοτεχνική διάσταση, σύντονη με την εξονυχιστική επιστημονική ακρίβεια και τεκμηρίωση που τη χαρακτηρίζει. «Η ιστορία», έλεγε ο Θίοντορ Αντόρνο, «όχι μόνο εφάπτεται στη γλώσσα αλλά την τέμνει» (1). Και πραγματικά, η γραφή του Δ.Δ. άπτει στιβαρά και τέμνει το θέμα που διαπραγματεύεται.

Τη μονογραφία θα μπορούσαμε να τη συσχετίσουμε και με ένα κινηματογραφικό τρόπο σύλληψης, σα να σκηνοθετεί ο συγγραφέας ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ με –τουλάχιστον- τρία κύρια επεισόδια, με αρκετές σεκάνς το καθένα και εκατοντάδες πλάνα αν πάρουμε ως μέτρο τη δομή της μονογραφίας σε τρία κεφάλαια και έντεκα ενότητες (2). Η λογοτεχνία, το θέατρο και ο κινηματογράφος αποτελούν αντικείμενα, με τα οποία καταγίνεται συστηματικά ο Δ. Δ. στο πλαίσιο των διδακτικών καθηκόντων του στη Μ.Ε. και ευρύτερα των πολιτιστικών παρεμβάσεων του στα Χανιά, όπου ζει και εργάζεται.

Όπως γνωρίζουμε η ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα, σφραγίστηκε, μεταξύ άλλων, και από τις πολιτικές διώξεις χιλιάδων αντιφρονούντων στις εκάστοτε κυρίαρχες δομές κρατικής και ταξικής εξουσίας. Τριάντα, τουλάχιστον, νησιά του Αιγαίου πελάγους χρησιμοποιήθηκαν ως τόποι εξορίας, ακριβέστερα εκτόπισης, για χιλιάδες αντιφρονούντες από τα χρόνια του Όθωνα μέχρι και τη λήξη της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974.

Δυο μορφές εκτόπισης καθιερώθηκαν εξελικτικά στην κατασταλτική πραγματικότητα στην Ελλάδα, από τα μέσα του 19ου αι. μέχρι το 1974. Η διοικητική και η δικαστική. Συγκριτικά η πρώτη έχει ένα βαθμό αυθαιρεσίας, που προσιδιάζει μόνο σε απολυταρχικά καθεστώτα. Όχι, πως η δεύτερη είναι κατ’ ανάγκην δημοκρατικότερη, αλλά, εν πάση περιπτώσει έχει ένα πρόσχημα νομοτυπίας έστω και σε λεκτικό επίπεδο (3).

Η εφαρμογή του εντάθηκε μετά την ψήφιση του νόμου 4229/1929, του γνωστού ως «ιδιώνυμου». Με το νόμο αυτό, που ψηφίστηκε στις 25 Ιουλίου 1929, θεσπίστηκε η ποινή της δικαστικής εκτόπισης που εφαρμόστηκε με απλοχεριά, κυρίως, για τους κομμουνιστές. Έτσι, όλο και περισσότερα νησιά της επικρατείας άρχισαν να χρησιμοποιούνται ως τόποι εξορίας. Ο αριθμός των πολιτικών εξόριστων αυξήθηκε ιδιαίτερα την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά (1936-1941). Υπολογίζεται ότι οι εξόριστοι τότε ξεπέρασαν τους πέντε χιλιάδες. Η συντριπτική πλειονότητα τους ήταν βέβαια οι κομμουνιστές. Υπήρξαν όμως και ορισμένοι βενιζελικοί που υπέστησαν το μέτρο.

Δυστυχώς, εφιαλτικές διαστάσεις έλαβε, μαζί με τις θανατικές καταδίκες, την περίοδο του εμφυλίου πολέμου (1946-1949). Τότε δημιουργήθηκαν και τα μεγαλύτερα στρατόπεδα εξορίας που αριθμούσαν χιλιάδες κρατούμενους ή κατάδικους. Το μέτρο του «δικαστικού εκτοπισμού» άρχισε κάπως να χαλαρώνει μετά το 1952 επί κυβερνήσεως Ν. Πλαστήρα. Αυτή η σταδιακή χαλάρωση συνεχίστηκε ως τον Απρίλιο του 1967. Όμως η δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974) το αναζωπύρωσε με εκτοπισμό χιλιάδων, πάλι, αντιφρονούντων, κομμουνιστών, αριστερών και κάθε λογής δημοκρατών. Καταργήθηκε οριστικά με νόμο, από την κυβέρνησα εθνικής ενότητας, τον Σεπτέμβριο του 1974.

Διαχρονικά, ο πλέον επώνυμος τόπος εξορίας υπήρξε η Μακρόνησος. Επίσημα ιδρύθηκε με νόμο τον Οκτώβριο του 1949, όμως λειτουργούσε ανεπίσημα από το 1947 και διημέρευσε μέχρι το 1955 που τυπικά έκλεισε. Οι έγκλειστοι που πέρασαν από εκεί κυμάνθηκαν μεταξύ 40.000 και 100.000 (4) και είχαν, φυσικά, σαν σκοπό «να κτίσουν τους νέους Παρθενώνες». Παράλληλα, την περίοδο του εμφυλίου ή προγενέστερα λειτούργησαν σαν πολυπληθείς τόποι εξορίας η Γυάρος (1947- 1974), ο Άη-Στράτης (1928-1962), η Ικαρία (1947-1949), η Ανάφη (1923-1967) και πολλοί άλλοι με μικρότερους αριθμούς κρατουμένων γυναικών, που πολλές απ’ αυτές είχαν μαζί και τα μωρά ή ανήλικα τεκνά τους, αλλά και ανδρών, όπως η Αίγινα, η Ακροναυπλία, η Αλόννησος, η Αμοργός, τα Αντικύθηρα, η Αντίπαρος, η Θήρα, η Ίος, η Κίμωλος, τα Κύθηρα, η Λήμνος (το διάστημα της επταετίας), η Σαμοθράκη, η Σέριφος, το Παλαιό Τρίκερι, η Φολέγανδρος, οι Φούρνοι κ.ά.

Αν και ο πλέον επώνυμος τόπος εξορίας υπήρξε η Μακρόνησος, ο πλέον δυστοπικός, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, υπήρξε η Γαύδος, που όμως παραμένει μέχρι σήμερα σχεδόν άγνωστη γι’ αυτή της τη διάσταση, ακόμα και σε πολιτικά ενεργούς ή φιλίστορες πολίτες.

Ο Δ.Δ. στην έρευνά του κυριολεκτικά εξαντλεί το σύνολο των γραπτών μαρτυρίων με παράλληλη και σχολαστική αναδίφηση σε δημοσιεύματα εποχής ή νεότερα, που σχετίζονται με αυτήν. Γιατί όπως είχε γράψει, κάποτε, ο Γ. Βιζυηνός: «Ό,τι είναι αμαρτύρητον, τούτο και δεν υπάρχει δια την ιστορίαν» (5). Πιο περιορισμένη φαίνεται η χρήση αρχειακών πηγών (όπως διοικητικές, αστυνομικές και δικαστικές αποφάσεις, κατηγορητήρια, αλληλογραφίες μεταξύ υπηρεσιών κλπ.) που, πιθανόν, και να μην υπάρχουν σε έκταση ευρύτερη απ’ όση χρησιμοποιεί.

Η μονογραφία καθιστά δια παντός τη Γαύδο σαν ένα ακραίο παράδειγμα εξορίας όχι μόνο για γεωγραφικούς λόγους, αλλά και από την άποψη των συνθηκών διαβίωσης και επιβίωσης, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «νησί του θανάτου». Η δυσπρόσιτη γεωγραφική θέση της στην νότια εσχατιά της ελλαδικής επικρατείας, στο δυτικό τμήμα του νότιου κρητικού πελάγους, η απόσταση της 145 μίλια από τις ακτές της Β. Αφρικής, η ολιγάριθμη ανθρώπινη κοινότητα που ζούσε εκεί υπό πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης (6), το άγονο του εδάφους και οι ακραίες σχεδόν τροπικές κλιματικές συνθήκες την έκαναν, όπως έχει πει σ’ ένα στίχο του ο Μενέλαος Λουντέμης, που βρέθηκε κι ο ίδιος εξόριστος εκεί για ένα τρίμηνο, να απέχει «Λίγες μόνο ώρες απ’ τη στεργιά και χίλια χρόνια μακριά απ’ την Οικουμένη»(7).

Η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας συμπλέκονταν με τις ακραίες συνθήκες επιβίωσης, τέτοιες που κανένας άλλος τόπος εκτόπισης να μην συγκρίνεται ομοίως, στα χρόνια του μεσοπολέμου. Η υγρασία, που ευνοούσε τον ελώδη πυρετό, η πείνα, η απέραντη ερημιά και οι πρωτόγονες συνθήκες κατοικίας ήταν, πιθανόν, ακόμα πιο αδυσώπητοι εχθροί κι από την ίδια τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας.

Ο Δ.Δ. όσα από τα «ίχνη του παρελθόντος» συνέλεξε με τη σχολαστική επιδεξιότητα του ακαταπόνητου ιστορικού ερευνητή, τα ενέταξε στο ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο τους. Διευκρινίζει χαρακτηριστικά:

«Επεξεργάστηκα το υλικό που συγκέντρωσα μ’ ένα τρόπο που να δίνει βέβαια τον πρώτο λόγο στις εμπειρίες των υποκειμένων που υπέστησαν την εκτόπιση, εντάσσοντας τες ωστόσο στο ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό τους πλαίσιο, ώστε ‘‘να ερμηνεύονται’’ με κάποια στοιχειώδη επάρκεια στην εποχή μας που δε φαίνεται να συγκινείται τόσο από τις μεγάλες αφηγήσεις […] μιας και είναι κατά βάση ατομοκεντρική. Για το σκοπό αυτό έδωσα μεγάλο βάρος στην τεκμηρίωση και στις εκτενείς παραπομπές και υποσημειώσεις…».

Σημειώνουμε ότι παραπομπές και υποσημειώσεις αριθμούν σε 551, ο ονομαστικός κατάλογος των εξόριστων αριθμεί 205 πρόσωπα, η αναφορά στις πηγές καταλαμβάνει τις σ. 309-319, σε περιοδικά, αρχεία και διαδίκτυο τις σ. 321-323 και η βιβλιογραφία, στα ελληνικά και αγγλικά, τις σ. 325-336. Υπάρχει, επίσης, ευρετήριο κύριων ονομάτων και όρων, που αριθμεί ένα τυπογραφικό. Τα ποσοτικά αυτά στοιχεία είναι ενδεικτικά του ερευνητικού πάθους και της αφιερωματικότητας του συγγραφέα στο αντικείμενο της μελέτης του.

Στο βιβλίο ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι αναδημοσιεύσεις ρεπορτάζ, άρθρων και εκτενών αποσπασμάτων ή εξ ολοκλήρου από εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία δυσπρόσιτα και δυσεύρετα πια για τον κοινό αναγνώστη, που όλα τους διαθέτουν χαρίσματα «λογοτεχνικότητας» συνάλληλα με τη σκληρή βιωματική ένταση και το υψηλό αγωνιστικό φρόνημα που μεταφέρουν.

Όσοι πέρασαν από τη Γαύδο, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν μεγάλες μορφές στον επαναστατικό και εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, όπως ο Άρης Βελουχιώτης, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, ο Ανδρέας Τζήμας, ο Στέλιος Σκλάβαινας, ο Μάρκος Βαφειάδης, ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, ο Λεωνίδας Στρίγκος, ο Δημήτρης Βλαντάς, ο Βασίλης Νεφελούδης, ο Πολύδωρος Δανιηλίδης, ο Βάσος Γεωργίου, η Αύρα Βλάσση- Παρτσαλίδου, η Κούλα Θέου, η Δώρα Σκλάβαινα ή άνθρωποι των γραμμάτων όπως ο Μενέλαος Λουντέμης και ο Σταύρος Τσακίρης.

Οι εξόριστοι στην αρχή (1929-1931) ήταν αναγκασμένοι να ζουν σε τρώγλες και σπηλιές. «Μια ομάδα εξόριστων ωστόσο –γύρω στους δεκαπέντε– όλοι φυματικοί και άρρωστοι, βρέθηκαν στο Σαρακήνικο [όπου] έχτισαν το δικό τους σπίτι για να κατοικήσουν. Ανάμεσά τους κι ο Άρης Βελουχιώτης, που μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στη Γαύδο στις 23 Οκτώβρη 1931, μαζί με άλλα 70 μέλη και στελέχη του ΚΚΕ» (8).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον διαθέτουν όλες ανεξαιρέτως οι μαρτυρίες αν και για διαφορετικούς επιμέρους λόγους η καθεμία. Άλλες καταγράφουν τους αντικειμενικούς όρους διαβίωσης και άλλες τις διανοητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές διεργασίες. Άλλες είναι καταγγελτικές και άλλες εναύσματα ηρωικών αφηγήσεων και ανυπότακτου πνεύματος. Πρόκειται για ένα πλούτο που μπορεί να προξενήσει όχι μόνο το ιστορικό ενδιαφέρον αλλά το ευρύτερο ανθρωπογνωστικό.

Συμπερασματικά, η εργασία του Δ.Δ. είναι, όπως και στην αρχή αναφέρθηκε, υποδειγματική. Πυκνή και ταυτόχρονα αναλυτική. Διατυπωμένη σε μια απαστράπτουσα δημοτική. Χωρίς διανοουμενισμούς ή την ξύλινη γλώσσα της ιδεολογικής καταγγελίας. Όποιος τη διαβάσει θα επιβεβαιώσει τους χαρακτηρισμούς.

Νίκος Ι. Χουρδάκης
Ψυχολόγος- ομαδικός αναλυτικός ψυχοθεραπευτής

Υποσημειώσεις

1) Το παράθεμα από την ιστοσελίδα, https://www.gnomikologikon.gr › authquotes (Λήψη, 23/5/2021).

2) Το βιβλίο προλογίζει η Δήμαρχος του νησιού κ. Λίλιαν Στεφανάκη. Χωρίζεται σε τρία κεφάλαια: Α’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1929 – 1936). Περιέχει τις ενότητες: Το περιβόητο Ιδιώνυμο- Δολοφονήθηκε στην ερημιά της εξορίας- Η ταυτότητα και τα επιτεύγματα των εξόριστων στη Γαύδο- Στη Γαύδο, το νησί του θανάτου- Μέρες και νύχτες στη Γαύδο- Οι εξόριστοι αρχειομαρξιστές – τροτσκιστές στη Γαύδο- Μοναρχοφασισμός. Β’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1936 – 1941). Περιέχει τις ενότητες: Η Γαύδος ως τόπος εξορίας κατά τη δικτατορία του Μεταξά- Η Γαύδος ως τόπος εξορίας στην Κατοχή- Η απόδραση των 8 εξόριστων κουμουνιστών από τη Γαύδο- Εμείς όμως με τους Γερμανούς περνούσαμε καλά. Γ’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1946 – 1951). Περιέχει την ενότητα: Η Γαύδος ως τόπος εξορίας στον Εμφύλιο.

3) Για τα θέματα αυτά υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία. Ενδεικτικά βλ. Κουθούρης Παναγιώτης, (2016), Από τη ληστεία στην πολιτική δίωξη: Οι διοικητικοί εκτοπισμοί στην Ελλάδα 1871-1929. Μεταπτυχιακή εργασία στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, σ. 34 κ. εξ. Η εργασία παρατίθεται διαδικτυακά στη διεύθυνση http://www.anistor.gr › ist2012_36_Anistoriton (Λήψη, 24/5/ 2021).

4) Λιάκος Αντώνης (2019). Ο Ελληνικός 20ος αιώνας. Αθήνα: Πόλις, σ. 382.

5) Βιζυηνός Γεώργιος, (2020), Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού, προλ.-επιμ. Κωνσταντέλου Λένα, Αθήνα, Δρόμων. Το παράθεμα από την ιστοσελίδα, https://www.gnomikologikon.gr › authquotes (Λήψη, 23/5/2021).

6) Η πρώτη επίσημη απογραφή, όπως αναφέρει ο Δ. Δ. (σημ. 72, σ. 45) έγινε το 1881 με 417 κατοίκους. Το 1900 απογραφήκαν 412. Το 1920 233. Το 1928 342. Ο πρώτος εξόριστος βρέθηκε στο νησί το 1929. Το 1940 απογράφονται 278 κάτοικοι και το 1951, τελευταίο έτος ύπαρξης εξόριστων, 195.

7) «Η ψυχή μου έμεινε εξορία», το ποίημα κατ’ ακρίβεια αναφέρεται στον Άη Στράτη, ισχύει όμως εξίσου ή και ακριβέστερα για τη Γαύδο. Το παράθεμα από την ιστοσελίδα http://www.katiousa.gr › Λογοτεχνία › Ποίηση (Λήψη, 23/5/2021).

8) Χριστοφορίδου, Μάχη, «Το σπίτι των εξόριστων στο Σαρακήνικο», Human Stories https:// www. hu- manstories.gr › to-spiti-ton-exoriston-sto… (Λήψη, 23/5/2021).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!