Με μια μακροσκελή δήλωση ο Γ. Παπανδρέου προαναγγέλλει, ουσιαστικά, την επάνοδό του στο πολιτικό σκηνικό. Ο ΓΑΠ επιλέγει τη διμέτωπη αντιπαράθεση με κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, κατηγορώντας και τις δύο πλευρές ότι συμβάλλουν στο πολιτικό αδιέξοδο και δεν αντιμετωπίζουν τα πραγματικά προβλήματα της χώρας, επιμένοντας είτε στα μικροκομματικά τους συμφέροντα, είτε σε μια ρηχή και εύκολη αντιμνημονιακή ρητορεία. Παράλληλα, διευκρινίζει ότι ο ίδιος και οι φιλικοί προς αυτόν βουλευτές υποστηρίζουν την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή.
Η επανεμφάνιση ενός πολιτικού προσώπου με πρωταγωνιστικές, βαριές ευθύνες για την καταστροφική πορεία της χώρας αποτελεί από μόνη της πολιτικό πρόβλημα. Ο πολιτικός εξοστρακισμός προσώπων που συνειδητά και καθοριστικά οδήγησαν τη χώρα στα μνημονιακά δεσμά βάζοντάς την στο καθεστώς της αποικίας χρέους, θα αντιστοιχούσε σε όσα έχει υποφέρει αλλά και συνειδητοποιήσει τα τελευταία χρόνια ο λαός. Από αυτήν την άποψη, χρειάζεται περίσσια θράσους για να μπορεί, ειδικά ο πρώην πρωθυπουργός, να εμφανίζεται για δεύτερη φορά σαν σωτήρας. Η εικόνα του Καστελόριζου, απ’ όπου ο ΓΑΠ καλωσόρισε την τρόικα, τα κυνικά έκτακτα ανακοινωθέντα τού -προσφάτως παραπεμφθέντα στο ειδικό δικαστήριο- Γ. Παπακωνσταντίνου, παραμένουν μαύρες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας.
Από αυτή την άποψη, χωρίς την κάμψη του ριζοσπαστισμού όπως αυτή παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, χωρίς την επάνοδο στην «κανονικότητα», έτσι όπως φιλοτεχνείται από το πολιτικό σύστημα, θα ήταν δύσκολη η επάνοδος Παπανδρέου. Ενδεικτικό είναι ότι ο ίδιος ο ΓΑΠ στην ανακοίνωσή του κάνει λόγο για «πρωτοφανείς συνθήκες κοινωνικής ηρεμίας σε σχέση με αυτά που αντιμετωπίσαμε εμείς την περίοδο 2009-2011»…
Σε αυτές τις συνθήκες, η επάνοδος Παπανδρέου, παρ’ όλο που σχεδιάζεται και προετοιμάζεται επιμελώς τους τελευταίους μήνες, δεν έχει τύχει της απάντησης που θα έπρεπε από την Αριστερά. Έλειψε κάθε κριτική στον πρώην πρωθυπουργό, ενώ υπήρχαν επισημάνσεις και προτάσεις να αντιμετωπιστεί το θέμα και να συνδεθεί με τις προσπάθειες του πολιτικού συστήματος να ανακατέψει ξανά την τράπουλα. Η διέξοδος, όμως, της χώρας σημαίνει και έξοδο από τον κύκλο της «κανονικότητας» που επιχειρείται στο πολιτικό σκηνικό, το οποίο όμως έχει ανατιναχθεί στο επίπεδο της κοινωνίας.