Η πονηρή εξαίρεση που τους σπρώχνει να απεμπολήσουν εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Του Γιώργου Κατερίνη
Μέχρι σήμερα η διαδεδομένη πρακτική της εργασίας με δελτίο παροχής υπηρεσιών (το γνωστό «μπλοκάκι») δεν είχε την τυπική κάλυψη της εργατικής νομοθεσίας. Μάλιστα πολλές φορές στα δικαστήρια ή στις Επιθεωρήσεις Εργασίας, εργαζόμενοι υπ’ αυτό το καθεστώς κατόρθωναν να κερδίζουν διεκδικήσεις αποζημιώσεων δώρων, αδειών και απόλυσης αποδεικνύοντας ότι η απασχόλησή τους υπέκρυπτε εξαρτημένη σχέση εργασίας.
Από τη νέα χρονιά, σύμφωνα με άρθρο του νέου φορολογικού νομοσχέδιου, η εργασία με αυτό το απαράδεκτο και παράνομο καθεστώς της δήθεν παροχής υπηρεσιών θα γίνεται αποδεκτή από τις φορολογικές αρχές, αφού οι «ελευθεροεπαγγελματίες» εργαζόμενοι θα φορολογούνται ως μισθωτοί εργαζόμενοι.
Η εκ πρώτης όψεως φοροελάφρυνση χιλιάδων μισθωτών, οι οποίοι εξαναγκάζονται να εργάζονται εκδίδοντας δελτίο παροχής υπηρεσιών, φαίνεται ότι δεν είναι απλά μια υποχώρηση του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης στην καταφανή αδικία της εξίσωσης όλων των ελεύθερων επαγγελματιών με την επιβολή ενιαίου φόρου 26% στα εισοδήματά τους. Μάλλον πρόκειται για δέλεαρ αποδοχής αυτού του απαράδεκτου καθεστώτος εργασίας, έναντι της απεμπόλησης όλων των άλλων εργασιακών δικαιωμάτων: ασφάλισης, δώρων, επιδομάτων κ.λπ.
Μισθωτοί με συμβάσεις έργου
Καταρχήν με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο όλοι οι αυτοαπασχολούμενοι εντάσσονται σε δυο κλίμακες φορολόγησης. Όσοι δηλώνουν εισοδήματα μέχρι 50.000 ευρώ θα φορολογούνται με συντελεστή 26%, χωρίς καμιά έκπτωση φόρου. Με 33% θα φορολογούνται όσοι δηλώνουν από 50.000 ευρώ και πάνω. Επιπλέον θα επιβαρύνονται με το «τέλος επιτηδεύματος», που πλέον από 500 ευρώ αυξάνεται σε 650.
Έτσι ο εργαζόμενος που ως φυσικό πρόσωπο είναι κάτοχος ατομικής επιχείρησης πλέον φορολογείται εντελώς διαφορετικά από τα υπόλοιπα φυσικά πρόσωπα. Χωρίς κριτήρια για το είδος της… επιχείρησής του, για το ύψος των εισοδημάτων του, για τον όγκο των εργασιών του, για το αν απασχολεί εργαζόμενους ή όχι. Ένας εργαζόμενος σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, ένας μεταφραστής, ένας επιστήμονας, που απασχολούνται με σύμβαση έργου θεωρούνται εκ προοιμίου επιχειρηματίες και φορολογούνται με τον ίδιο συντελεστή φόρου, όπως και όλες οι μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις (Α.Ε., ΕΠΕ κ.λπ.).
Και εδώ έρχεται η «πονηρή» εξαίρεση. Οι «ελεύθεροι επαγγελματίες» θα μπορούν να υπάγονται στη φορολογική κλίμακα των μισθωτών υπό δύο προϋποθέσεις:
– Να έχουν σύμβαση με τον φορέα ή το πρόσωπο που παρέχουν τις υπηρεσίες τους, και
– Να μην παρέχουν υπηρεσίες σε περισσότερους από τρεις εργοδότες, ή εφόσον παρέχουν σε περισσότερους, το 75% των ακαθάριστων εσόδων τους να προέρχεται από μόνο έναν εξ αυτών.
Με αυτό τον τρόπο όσοι παρέχουν μισθωτές υπηρεσίες, αλλά εξαναγκάζονται να δηλώνουν ελεύθεροι επαγγελματίες, θα μπορούν να «απολαμβάνουν» τη φοροελάφρυνση των 2.100 ευρώ, που θα ισχύει από το 2013 για τους μισθωτούς με εισοδήματα μέχρι 21.000, το μειωμένο συντελεστή 22% (αντί 26% των επιχειρηματιών) και το μειωμένο κατά 150 ευρώ τέλος επιτηδεύματος (θα πληρώνουν «μόνο» 500 ευρώ χαράτσι).
Με αυτή την εξαίρεση ως κίνητρο, οι χιλιάδες, πλέον, μισθωτοί που εκδίδουν αποδείξεις παροχής υπηρεσιών έναντι της αμοιβής τους θα αποδέχονται μια μέχρι τώρα μη νόμιμη μορφή εργασίας, απεμπολώντας όλα τα άλλα εργασιακά τους δικαιώματα: δηλαδή την υποχρέωση του εργοδότη τους να πληρώνει εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές, να τους καταβάλλει δώρα, επιδόματα και φυσικά αποζημιώσεις σε περίπτωση απόλυσης.
Πρόκειται για την πρώτη τυπική κάλυψη της παράνομης μετατροπής των συμβάσεων εργασίας σε «συμβάσεις έργου», που χρησιμοποιείται κατά κόρον και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Όπως σχολιάζουν οι «εργαζόμενοι με μπλοκάκι», μια συλλογικότητα που εδώ και αρκετό καιρό προσπαθεί να συντονίσει τις διεκδικήσεις εργαζομένων με αυτό το καθεστώς, το επίσημο αντάλλαγμα που προβάλλει ως μήνυμα το φορολογικό νομοσχέδιο είναι: «αποδέξου ότι δεν είσαι εργαζόμενος για να φορολογείσαι τουλάχιστον σαν εργαζόμενος»…