Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή
Ξαναείδαμε πρόσφατα το αριστουργηματικό Αγέλαστος Πέτρα (2000), του Φίλιππου Κουτσαφτή, σε ένα από τα κινηματογραφικά σαββατόβραδα που οργανώνει ο Στέλιος Ελληνιάδης στη Λέσχη «Δρόμοι Φιλίας και Πολιτισμού», στην Πλατεία Βικτωρίας. Προσκεκλημένος ήταν και ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ, που συμμετείχε στη συζήτηση που επακολούθησε. Μέσα από ανασκαφές, κατεδαφίσεις σπιτιών και μαρτυρίες κατοίκων, ο Κουτσαφτής ανιχνεύει συνδετικές γέφυρες ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν της Ελευσίνας. Με αντίστοιχους σκηνοθετικούς χειρισμούς αντιμετωπίζει και το χώρο της Τεγέας, στο νέο του ντοκιμαντέρ Αρκαδία Χαίρε (2015), που πρωτοείδαμε πριν από ένα μήνα, στο 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ο φιλοσοφικός στοχασμός που περιβάλλει τις λαογραφικές, ιστορικές και φιλολογικές αναφορές του, αναδεικνύει έναν ευαίσθητο και ξεχωριστό ποιητή-σκηνοθέτη. Ποτέ δεν βρέθηκαν τόσο κοντά ο Βρεττάκος με τον Πεσσόα, οι βυζαντινές τοιχογραφίες με τις ανθισμένες κερασιές στο επιβλητικό βουνίσιο τοπίο, οι διάσπαρτες μελαγχολικές μουσικές του Βιβάλντι με την πρωτότυπη, μυστηριακή ηλεκτρονική μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα, τα αυθεντικά παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια και το αλογοπάζαρο των τσιγγάνων. Οι ιστορικές γνώσεις, αντιπαραβαλλόμενες με τη σημερινή χρήση του χώρου και τα όρια της γλώσσας, στην ελληνική γραμματεία και παράδοση, κουβαλούν τη μνήμη ενός εύθραυστου παρελθόντος, στον αγώνα ενάντια στη λήθη που απεργάζεται μια ξενόφερτη καταναλωτική τακτική, που οδηγεί σε πολιτισμική ισοπέδωση.
Στο φιλόξενο διαμέρισμά του, ο Φίλιππος Κουτσαφτής μας μίλησε για τα δυο εξαιρετικά ντοκιμαντέρ του, με τη σεμνότητα που τον διακρίνει.
Πώς εμπνευστήκατε το Αγέλαστος Πέτρα; Κράτησαν πολύ τα γυρίσματα;
Η ιδέα μιας ταινίας που παρακολουθεί την εξέλιξη μιας πόλης προέκυψε το 1987, όταν ολοκλήρωνα το ντοκιμαντέρ Σεμνών Θεών, για μια ανασκαφή στον Κολωνό. Η Ελευσίνα πίστευα ότι ήταν στα μέτρα μου, αλλά το εγχείρημα κράτησε 12 χρόνια, γιατί δούλευα ως διευθυντής φωτογραφίας και αφιέρωνα χρόνο ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες. Ξεκίνησα με τις σωστικές ανασκαφές οικοπέδων που επρόκειτο να οικοδομηθούν και αργότερα στράφηκα στο κοινωνιολογικό μέρος. Τότε συνάντησα τον Φαρμάκη, που κινιόταν στην επικράτεια των αρχαίων. Η σύζευξη σύγχρονης εποχής και παρελθόντος προέκυψε σταδιακά. Ήταν ένα συγκλονιστικό ταξίδι για μένα.
Η μορφή του Παναγιώτη Φαρμάκη αποτελεί, τελικά, κομβικό σημείο…
Ένα μεγάλο μέρος της δικής μου διαδρομής ήταν παράλληλο με του Παναγιώτη Φαρμάκη, που καταγόταν από ένα χωριό της Βοιωτίας και δήλωνε πως ζούσε πάνω από τη γη και κάτω από τα σύννεφα. Κυκλοφορούσε με φούρια, αναζητώντας και διασώζοντας τις αρχαίες πέτρες, που ήταν ο κόσμος του όλος. Έτσι συναντηθήκαμε. Η ταινία θα ήταν φτωχότερη χωρίς τον Παναγιώτη. Χαίρομαι που διασώθηκε αυτή η μοναδική φυσιογνωμία, που δεν υπάρχει πια, αλλά και η διαδρομή ενός ταπεινού ανθρώπου που κινήθηκε με ανιδιοτέλεια, σαν ένας σύγχρονος άγιος.
Η μνήμη αποκτά ιδιαίτερη διάσταση, όταν η κάμερα ανιχνεύει κοινά στοιχεία στα πρόσωπα του παρελθόντος και στο παρόν…
Στις σύγχρονες πόλεις που είναι κτισμένες πάνω στα αρχαία ιερά, η Ιστορία είναι πάντα παρούσα. Δεν μπορεί να μη σε συγκινούν παραστάσεις αποτυπωμένες σε αγγεία, που αποδεικνύουν πως η ουσία της ζωής δεν έχει αλλάξει. Δεν μπορεί να σε αφήνει αδιάφορο το ότι πριν από εμάς υπήρχαν κι άλλοι, που έζησαν κάτω από την ίδια αγέλη άστρων, περπάτησαν στους ίδιους δρόμους και μίλησαν την ίδια γλώσσα. Αποτελούμε κρίκο μιας αλυσίδας. Υπάρχει μια αγωνία διαπραγμάτευσης της Ιστορίας του τόπου που ζεις με τη δική σου ταυτότητα.
Το ποιητικό κείμενο, που διατρέχει την ταινία, περιλαμβάνει φιλοσοφικούς σχολιασμούς, όπως «μεγάλη λαβωματιά της ιστορίας» ή «η μόνη μας περιουσία είναι η μνήμη». Πώς προέκυψαν;
Επειδή εμφάνιζα μονάχα το αρνητικό, γιατί κόστιζε πολύ να τυπώσω κόπια, ήμουν υποχρεωμένος να κρατάω ένα είδος ημερολογίου, αποτυπώνοντας γραπτώς ό,τι είχα καταγράψει σε εικόνα. Διαπίστωσα πως η γραφή ενίοτε συμπλήρωνε την ατέλεια της εικόνας ή αντίστροφα, έτσι, ο λόγος έγινε προσωπικός, με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο.
Η συγκριτική προσέγγιση ιστορικών και φιλολογικών αναφορών, με αναγωγή σε πίνακες και ταινίες, παραπέμπει στο συνειρμικό σινεμά της Ανιές Βαρντά. Την συγκαταλέγετε στις κινηματογραφικές σας επιρροές;
Φυσικά γνωρίζω τα ντοκιμαντέρ της, εξάλλου «είναι των ανθρώπων παιδιά τα λόγια μας», που έλεγε ο Σεφέρης, κατά συνέπεια είμαι επηρεασμένος από πολλές ταινίες και κυρίως από τις προσεγγίσεις της Βαρντά και του Κρις Μαρκέρ.
Στο Αγέλαστος Πέτρα υπάρχει μια κοινωνική διάσταση, με μαρτυρίες εργατών και προσφύγων…
Η ταινία αποτελεί και ένα χρονικό των γεγονότων που συνέβησαν εκείνο το διάστημα στην Ελευσίνα, όπως οι διαμαρτυρίες για την επέκταση της Πετρόλα. Το κομμάτι των προσφύγων, που κουβαλούσαν τις μνήμες τους, το βρήκα αυτούσιο στην Ελευσίνα. Οι μυθιστορηματικές αφηγήσεις τους ήταν συγκλονιστική αποκάλυψη. Μίλησα με τόσους πολλούς, που νιώθω σαν να έχω ζήσει ένα κομμάτι της ζωής μου μέσα από τις ιστορίες τους. Υπάρχει ακόμη πολύ υλικό, δεν μπήκαν όλα στην ταινία. Πιθανόν να επανέλθω.
Μαρτυρίες σημερινών μεταναστών έχετε συμπεριλάβει και στο νέο σας ντοκιμαντέρ Αρκαδία Χαίρε…
Η Αρκαδία υπήρξε πάντοτε τόπος μετανάστευσης, προς κάθε κατεύθυνση, απ’ τα αρχαία χρόνια. Πολλοί έφευγαν για να διεκδικήσουν τη ζωή τους, ενώ άλλοι γινόντουσαν μισθοφόροι. Η συγκεκριμένη κοπέλα, στο ντοκιμαντέρ, επιλέγει να ζήσει σ’ ένα χωριό που της θυμίζει τα παιδικά της χρόνια και δακρύζει, όταν στην Αρκαδία μιλάει για το χαμένο παιδικό κόσμο της. Η Αρκαδία αντιπροσωπεύει την απώλεια, παρότι στη δυτική κουλτούρα αποτελεί ένα είδος γης της επαγγελίας. Στον Πολίτη Κέιν, ο ήρωας, που αργότερα έγινε μεγιστάνας, γεννήθηκε σε κάποια αμερικάνικη επαρχία, ενώ στο τέλος της ζωής του ανακαλεί το έλκηθρο που έπαιζε όταν ήταν παιδί.
Στο Αρκαδία Χαίρε εστιάζετε στο τοπίο της Τεγέας, σε διαφορετικές εποχές του χρόνου…
Η ταινία είναι ανάθεση από το Ίδρυμα «Μιχαήλ Στασινόπουλος Βιοχάλκο», της γνωστής οικογένειας που κατάγεται απ’ αυτά τα μέρη. Αποδέχτηκαν την πρότασή μου, την χρηματοδότησαν γενναιόδωρα και τους είμαι ευγνώμων. Στον αντίποδα της Ελευσίνας, η Τεγέα δεν είχε κοινωνική ζωή. Δεκαοκτώ χωριά, με λιγότερους από 2.000 κατοίκους συνολικά, στην πλειονότητά τους ηλικιωμένους συνταξιούχους, δεν είχαν καν καφενείο. Ελάχιστοι νέοι ασχολούνται με την αγροτική παραγωγή. Εμφανίζονται περισσότερο τα λουλούδια, η ένθεη φύση και οι εποχές, ως συνέπεια της απώλειας των ανθρώπων, που εγκατέλειψαν τον τόπο, προκαλώντας την αφάνιση μιας παράδοσης, που γέννησε ποίηση, μουσική, χορό.
Και στα δυο ντοκιμαντέρ σας έχετε αναθέσει τη μουσική στον Κωνσταντίνο Βήτα…
Με τον Κωνσταντίνο δουλεύαμε μαζί στο θέατρο, όπου έκανα τους φωτισμούς κι αυτός τη μουσική, που μου αρέσει και τη βρίσκω πολύ κινηματογραφική. Στο δεύτερο ντοκιμαντέρ είδε τα πρώιμα στάδια του μοντάζ, έκανε διορθώσεις και έφερνε καινούριες προτάσεις, που προσπαθήσαμε να τις εντάξουμε.
Έχετε επίσης συμπεριλάβει Λουίτζι Μποκερίνι στο Αγέλαστος Πέτρα και Αντόνιο Βιβάλντι στο Αρκαδία Χαίρε…
Εκτός από το Φαντάγκο, στη σκηνή που πηδάνε τις φωτιές στο Αγέλαστος Πέτρα, χρησιμοποιώ και το Νυχτερινό στους δρόμους της Μαδρίτης, του Μποκερίνι. Το τσέμπαλο είναι Μπαχ, σε αντιδιαστολή με τη σύγχρονη αίσθηση του βίντεοκλιπ. Ακούγοντας και ξανακούγοντας Μπαχ, ανακαλύπτεις την καθαρότητα της φόρμας του. Όλη η μετέπειτα μουσική εμπεριέχει μέσα της τον Μπαχ. Στο Αρκαδία Χαίρε επέλεξα τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι, σε αναλογία με τη σπορά το χειμώνα και το αλώνισμα το καλοκαίρι. Ακούω εδώ και πάνω από 30 χρόνια Τρίτο Πρόγραμμα, με αντίστοιχες μουσικές, και χαίρομαι που ταιριάξανε στα σημεία αυτά.
Αναφέρεστε σε ζωγραφικούς πίνακες, που παρεμπιπτόντως χρησιμοποίησε και ο Ταρκόφσκι. Τι σημαίνει για σας η ζωγραφική;
Λόγω επαγγέλματος έχω μεγάλη συγγένεια με τη ζωγραφική. Καραβάτζιο, Ρέμπραντ, Βερμέερ είναι ζωγράφοι που διαχειρίστηκαν το φως με ιδιοφυή τρόπο, παραπλήσια με τον κινηματογράφο. Ο Ταρκόφσκι διαπραγματεύεται τα πιο σημαντικά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και με συγκινούν βαθύτατα οι ταινίες που έκανε στη Ρωσία, το Στάλκερ, κυρίως όμως ο Καθρέφτης. Ανεκδοτολογικά, ο Καθρέφτης πρωτοπαίχτηκε στον Κινηματογράφο Δαναό, όταν ήμουν ακόμα φοιτητής στη Σχολή Σταυράκου και παρ’ ότι ο υποτιτλισμός ήταν προβληματικός, δεν μπορούσα να σηκωθώ απ’ την καρέκλα· τόσο πολύ με είχαν καθηλώσει οι εικόνες του.