Μπορούμε να φανταστούμε έναν άνθρωπο που φέρει σχεδόν σε όλο του το δέρμα εγκαύματα. Αν τον ακουμπήσουμε, θα αρχίσει να ουρλιάζει από τον πόνο. Επειδή όμως φοράει ρούχα τα εγκαύματα δεν φαίνονται. Και, βέβαια, μπορούμε κάθε φορά να ισχυριστούμε ότι δεν ξέραμε. Και ίσως η αντίδρασή του να μας φαίνεται υπερβολική ή και ακατάλληλη. Ήταν όμως αυτό το άγγιγμα μας που έκανε τον πόνο του ανυπόφορα εφιαλτικό…
Όλο και πιο συχνά οι άνθρωποι γύρω μας καλούνται να αντιμετωπίσουν δυσλειτουργικές συμπεριφορές στις διαπροσωπικές σχέσεις τους και οι κλασικές «ρομαντικές» αφηγήσεις των χρόνων που προηγήθηκαν, οι ποιητικοί ύμνοι στην Αγάπη, στον Έρωτα, η τόση «τέχνη» των προηγούμενων αιώνων, μπορεί στιγμιαία να ανακουφίζει, αλλά μάλλον, δεν κατορθώνει να απαντά πλέον στην πολυπλοκότητα σχεσιακών ερωτημάτων, σαν αυτά που αναδεικνύονται από το παράδειγμα της εισαγωγής.
Νέοι όροι επιχειρούν να περιγράψουν αυτές τις νέες δυσλειτουργίες, άγνωστες μέχρι πρότινος στον ανθρώπινο ψυχισμό. Για παράδειγμα ο όρος Ghosting, το «στοίχειωμα» μιας σχέσης, σύμφωνα με τον οποίο μια στενή σχέση διακόπτεται με αιφνιδιαστικό τρόπο, χωρίς μια εύλογη εξήγηση ή αιτιολόγηση και με την επιδεικτική άρνηση-αγνόηση των προσπαθειών του Άλλου να επικοινωνήσει. Ο όρος που εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 2000, εμφανίζεται όλο και πιο πολύ στις επόμενες δεκαετίες και έγινε viral το 2015 μέσα από πολυάριθμα άρθρα και συζητήσεις. Αυτή η δημοσιότητα του όρου δεν είναι, προφανώς, ανεξάρτητη, από την ραγδαία επέκταση του φαινομένου, που μοιάζει να γίνεται τόσο συνηθισμένη ώστε να φαίνεται «κανονική». Δειλά-δειλά εμφανίζονται και κάποιες ερμηνείες που αποδίδουν το φαινόμενο στην αύξηση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή στην ά-χρονη αντίληψη της διαδικτυακής πραγματικότητας. Άλλες αιτιώδεις αποδόσεις αναφέρονται στη μείωση της ενσυναίσθησης ή στην αύξηση της κουλτούρας του ναρκισσισμού, ενώ κάποιες άλλες εξηγήσεις αναφέρονται στην παθητική-επιθετικότητα και στο silent-treatment, που υποκρύπτονται πίσω από τέτοιες κακοποιητικές συμπεριφορές συναισθηματικής σκληρότητας. Και αυτό, η συναισθηματική κακοποίηση, είναι μάλλον η μόνη σίγουρη συνεπαγωγή του Ghosting.
Στην ίδια κατηγορία της «καταδίκης στη σιωπή», της καταδίκης δηλαδή στη «χειρότερη μορφή καταστολής» όπως ορίζει ο Μ. Φουκώ, είναι και η νέα έννοια του «curving» στην οποία ο απέναντι Άλλος «εγκαταλείπεται» στη σιωπή, παραμένοντας αγκιστρωμένος στην βασανιστική προσπάθεια ερμηνείας του «γιατί».
Ένας επίσης καινούργιος όρος που εισέρχεται και πάλι με ραγδαίο ρυθμό στο «λεξιλόγιο των Σχέσεων» είναι αυτός του «Breadcrumbing», του ψίχουλου δηλαδή. Σύμφωνα, μάλιστα, με την Carole Lieberman, η συμπεριφορά αυτή είναι πολύ περισσότερο επώδυνη από το Ghosting καθώς πρόκειται για τον αργό και οδυνηρό θάνατο μιας σχέσης. Όπως υποστηρίζει η Susan Winter, «το breadcrumbing είναι η συνειδητή πράξη που κάνει κάποιος για να “μπουστάρει” το Εγώ του. Είναι η “ζεστή” ροή σ’ ένα στημένο παιχνίδι “ζεστού και κρύου”, που στοχεύει, όχι στο να σχετιστεί, αλλά να προσελκύσει τον Άλλο ως θήραμα, μέσω της προσοχής, της κολακείας και της σεξουαλικής ίντριγκας. Ένα παιχνίδι ελέγχου και κυριαρχίας».
Αλλά, γιατί στ’ αλήθεια συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί μια νέα «κουλτούρα οριακότητας» δείχνει να απλώνεται όλο και πιο πολύ στο κοινωνικό σώμα, τόσο πολύ μάλιστα, που να κινδυνεύουμε να θεωρηθεί ως «κανονικότητα».
Στο πλαίσιο αυτής της κυρίαρχης κουλτούρας:
α) οι σχέσεις τείνουν να γίνονται όλο και πιο πολύ έντονες, ασταθείς, έως και «χαοτικές» πολλές φορές, με αιφνίδιες εναλλαγές μεταξύ των δύο άκρων, δηλαδή από την ακραία εγγύτητα (εξιδανίκευση) στην ακραία απέχθεια (υποτίμηση). Ο τρόπος αυτός του «σχετίζεσθαι» συναρτάται με την πυρηνική δυσκολία του ατόμου να ρυθμίζει το συναίσθημα του, αλλά και με μια κάπως ά-χρονη, μονοδιάστατη και ασπρόμαυρη αντίληψη τόσο της σχέσης όσο και του Άλλου, καθώς κυρίαρχο είναι το συναίσθημα μόνο «εκείνης της στιγμής», μακριά από την έγχρωμη ποικιλομορφία της ανθρώπινης ύπαρξης.
β) Αυτή η δυσκολία της συναισθηματικής ρύθμισης, δεν μπορεί παρά να συνεπάγεται την έντονη παρορμητικότητα που εκδηλώνεται, κυρίως με αυτοκαταστροφικό τρόπο, σε ζητήματα όπως: η οικονομική σπατάλη, οι μη ασφαλείς σεξουαλικές επαφές, η χρήση ή και κατάχρηση ουσιών, αλλά και οι κάθε είδους εξαρτήσεις, η ριψοκίνδυνη οδήγηση, η βουλιμική υπερφαγία, αλλά και γενικότερα οι συμπεριφορές αυτό-υπονόμευσης στα πεδία των σχέσεων και της εργασίας. Στην πραγματικότητα, ξέρουμε πια, πως αυτές οι παρορμητικές συμπεριφορές δεν είναι τίποτα περισσότερο από την απεγνωσμένη προσπάθεια των ανθρώπων να ηρεμήσουν, να αισθανθούν καλύτερα ή και να βρεθούν σε μια κατάσταση «ζάλης» ή απώλειας της επαφής με τον εαυτό τους, ώστε τα οδυνηρά συναισθήματα που βιώνουν να «γίνουν» πιο απόμακρα ή ακόμα και να κατασταλούν. Συχνά, δηλαδή, η αδυναμία συναισθηματικής ρύθμισης μπορεί να αφορά και στην συναισθηματική υπερ-ρύθμιση, όταν το άτομο δεν επιτρέπει καν σε μια συναισθηματική διαδικασία να εξελιχθεί ή την «παγώνει» για να ανταπεξέλθει στον συναισθηματικό πόνο.
Όμως η παρορμητικότητα δεν αναφέρεται μονάχα στη δυσκολία ελέγχου ή υπερελέγχου ή στην ικανότητα καθυστέρησης μιας συμπεριφοράς, αλλά και στην τάση να πλήττει κανείς και ως εκ τούτου να αναζητά, διαρκώς, νέα ερεθίσματα.
γ) Η παρορμητικότητα όμως οδηγεί σε μια ασταθή εικόνα ή αίσθηση του Εαυτού, κατά την οποία δεν υπάρχει αυτεπίγνωση για βασικά χαρακτηριστικά του ατόμου, ούτε ενημερότητα των όποιων «δυσλειτουργιών» του ή συνειδητοποίηση των ορίων του και των «θέλω» του.
δ) Αν μπορούσε να κοιτάξει κανείς κάπως στον βαθύτερο υπαρξιακό πυρήνα ίσως να μπορούσε να εντοπίσει μια πυρηνική πεποίθησης «αναξιότητας για αγάπη», που μοιάζει να καταδικάζει το άτομο, στο τέλος, να είναι μόνο του. Και αν φανταστούμε αυτό το αίσθημα γενικευμένο, με την έννοια ότι κανείς Άλλος δεν είναι κοντά, γίνεται αντιληπτή η αίσθηση του τρόμου, της μοναξιάς και της ερήμωσης που βιώνει. Σημάδι και ετούτο της αφόρητης δυσκολίας του δυτικού ανθρώπου να απαντήσει στην υπαρξιακή αγωνία του.
ε) Καθώς ο ανθρώπινος ψυχισμός βιώνει όλο και πιο έντονες στιγμές πίεσης, η ίδια η πρωτογενής τάση του Οργανισμού είναι να προσπαθεί να προστατευτεί, λαμβάνοντας, καμιά φορά, και ακραία μέτρα προστασίας. Ένα απ’ αυτά είναι η επίμονη επαγρύπνηση. Μια συναισθηματική «ορθοπεταλιά», σαν να έχει κανείς κλειστεί στο κάστρο του και με το συναισθηματικό του «ραντάρ» αναζητά συνέχεια πιθανές συναισθηματικές απειλές και όλο περιμένει τον εχθρό να πλησιάσει. Με τον τρόπο αυτό ένα σχόλιο, μια συγκεκριμένη χροιά της φωνής, μια μικρή καθυστέρηση, μια κίνηση ή μια μη-κίνηση, μπορεί να ερμηνεύονται, κάτω από έναν παρανοειδή τρόπο, σαν εξόχως απειλητικά γεγονότα. Οι συνέπειες δεν μπορεί παρά να είναι διαλυτικές για τη σχέση, για τον Άλλο, αλλά και για το ίδιο το άτομο. Έτσι κι αλλιώς η αυτοεκπληρούμενη προφητεία ξέρει καλά να κάνει τη «δουλειά» της σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Γιατί, στον επόμενο τόνο, ένα νέο μέτρο προστασίας θα κάνει την εμφάνιση του: η αποσύνδεση από τα συναισθήματα. Το άτομο θα προχωρήσει από την αρχική αίσθηση του κενού σε ένα βήμα παρακάτω διακόπτοντας την επαφή με τα ίδια του τα συναισθήματα. Σαν ένα μουδιασμένο ρομπότ θα κάνει τα πράγματα σχεδόν μηχανικά, χωρίς να έχει ουσιαστική επίγνωση του εαυτού του. Μουδιάζω, άρα υπάρχω, θα ήταν το νέο cogito.
στ) Όλο αυτό συναρτάται με μια έντονη αστάθεια του συναισθήματος με κάθε αλλαγή να διαρκεί από λίγες ώρες έως λίγες ημέρες. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμη και μικρής έντασης ερεθίσματα μπορούν να προκαλέσουν έντονη συναισθηματική διέγερση και άρα συναισθηματική οδύνη.
ζ) Οι αλληλεπιδράσεις αυτών των πολύπλοκων ψυχικών μηχανισμών «οικοδομούν» ένα χρόνιο αίσθημα κενού, ιδιαίτερα βασανιστικό καθώς η ζωή μοιάζει δίχως ενδιαφέρον και χωρίς νόημα. Μια ζωή που δεν αξίζει να τη ζει κανείς. Έτσι, για να αντιστραφεί αυτό το αίσθημα, μπορεί να γίνονται «καταφύγιο» οι παρορμητικές και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ή ριψοκίνδυνες συμπεριφορές υπέρβασης των ορίων του Εαυτού, μήπως και τελικά βιωθεί κάτι περισσότερο από το «τίποτα» του κενού.
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι αναπτυξιακός και κοινωνικός ψυχολόγος – Βοηθός διδασκαλίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου