Του Κώστα Λιβιεράτου

 

«Το πραγματικό είναι αυτό που επιστρέφει πάντα στην ίδια θέση» (Λακάν). Στην κεντρική κοινωνική και πολιτική σκηνή, τα Mαζικά Mέσα Eπικοινωνίας έχουν αναλάβει να επιβεβαιώσουν πλήρως αυτό τον αφορισμό, επαναλαμβάνοντας μέχρι ναυτίας τα πρόσωπα, τα πράγματα και τα στερεότυπα που την καταλαμβάνουν.

Κάποτε οι άνθρωποι του τύπου «κυνηγούσαν» τις ειδήσεις κι αυτές «έρχονταν δεύτερες», μετά τα γεγονότα που ξετρύπωναν και αναπαριστούσαν. Σήμερα οι δημοσιογράφοι «προκαλούν» τις ειδήσεις κι αυτές «προηγούνται» των γεγονότων, με την έννοια ότι τα προαναγγέλλουν, είναι εκεί και τα περιμένουν («ο υπουργός αναμένεται να πει ότι…») προδιαγράφουν το πλαίσιο και τη μορφή τους, σκηνοθετούν την εμφάνισή τους και ορίζουν τη διάρκεια και το προσωρινό ή οριστικό τους τέλος. Έτσι, η επικοινωνία εναγκαλίζεται ασφυκτικά την πολιτική -που οφείλει να είναι ολοένα πιο προβλέψιμη και διαχειρίσιμη- ώστε να παράγουν μαζί αυτά τα προκατασκευασμένα, προγραμματισμένα συμβάντα του σύγχρονου κόσμου που έχουν αποκληθεί «ψευδογεγονότα» (Μπούρστιν), όχι για κάποιο ψέμα που κρύβουν (οι ειδήσεις μπορεί να λένε την αλήθεια) όσο για τον πλαστό, προσχεδιασμένο, αυτοεκπληρούμενο χαρακτήρα τους.

***

Ήδη από την αρχή της κρίσης, οι πολίτες βρέθηκαν εκτεθειμένοι ως θεατές στον ανελέητο βομβαρδισμό των κυρίαρχων μέσων γύρω από το δράμα της κρίσης χρέους, την υπαιτιότητά τους γι’ αυτήν και το μονόδρομο της αντιμετώπισής της. Στα τέσσερα ατέλειωτα χρόνια που ακολούθησαν, παρά τον «πυκνό πολιτικό χρόνο» που μπορεί να διαπιστώνεται εκ των υστέρων, η καθημερινή εμπειρία ήταν το αργό πέρασμα ενός ομοιογενούς χρόνου που ισοπεδώνει επαγγελίες και προσμονές, μ’ άλλα λόγια, ένα είδος «απεργίας των γεγονότων» (Μπωντριγιάρ). Πράγματι, ανάμεσα στις εναλλαγές κυβερνήσεων συνεργασίας, τις δόσεις της τρόικας και τα άλλα γεγονότα που σημειώθηκαν εκείνη την περίοδο, τα μόνα που διέρρηξαν την παγωμένη επιφάνειά της ήταν οι «πλατείες» του 2011 και η «πρώτη φορά αριστερά» αυτής της χρονιάς: στιγμές, όχι τυχαία, όπου οι πολλοί, το πλήθος, ο λαός έκαναν αισθητή την παρουσία τους, διεκδικώντας ένα μέρος της πολιτικής σκηνής από τους συνήθεις πρωταγωνιστές της.

Η διαπραγμάτευση που ξεκίνησε μετά τις εκλογές παραμέρισε και πάλι τον κόσμο για να κλειστεί στις αίθουσες μιας μυστικής διπλωματίας, επιλεκτικά εκτεθειμένης ωστόσο στις ανταύγειες των μέσων. Δεν άργησε έτσι να επαναφέρει το παραλυτικό αίσθημα του καθηλωμένου χρόνου και της business as usual. Περισσότερο ή λιγότερο σκόπιμα, η άτεγκτη στάση και η παρελκυστική τακτική των εταίρων παγίδευσαν την κυβέρνηση στη διελκυστίνδα των εκβιασμών και των υποχωρήσεων και πολλούς από μας στην αφόρητη αίσθηση ότι ξανακάνουμε ανάποδα, καρκινοβατώντας προς την αφετηρία της κρίσης και των μνημονίων, τη διαδρομή που μας είχε φέρει ώς εδώ.

Με μία εξαίρεση: ό,τι δεν κατάφεραν δεκάδες χρόνια και χιλιάδες σελίδες αριστερής και αριστερίστικης αντιευρωπαϊκής κριτικής το έφεραν αυτοί οι πέντε μήνες διαπραγμάτευσης. Πίσω και μέσα από τις αναβαπτίσεις και τις αμφιλογίες μιας «αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας» που πάντως δεν αποκλείει τη «ρήξη», μιας Ευρώπης που «ξέρει πάντα να βρίσκει λύσεις στα αδιέξοδα», άρχισε να σχηματίζεται η εικόνα μιας Ευρώπης-κολαστήριου ή, στην καλύτερη περίπτωση, καθαρτήριου. Πίσω από τις κουστουμαρισμένες και γραβατωμένες φιγούρες, τα σηκωμένα φρύδια και το υψωμένο δάχτυλο μιας ομάδας μονοδιάστατων πολιτικών, γραφειοκρατών και τεχνοκρατών, που έχουν τόση σχέση με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό όση οι Πανελλήνιες Εξετάσεις με την Παιδεία, ξεπρόβαλε αδρά ένας κόσμος στυγνών δανειστών, άξιων κληρονόμων του παλιότερου «γκανγκστερικού καπιταλισμού» του μεσοπολέμου (Χορκχάιμερ, Αντόρνο).

Επήλθε έτσι μια απομυθοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με μια απονομιμοποίηση των ηγεσιών, των θεσμών και των λειτουργιών της, που δεν περιορίζεται σε πρόσκαιρες εντυπώσεις (από κείνες που διορθώνονται λίγο αργότερα με κάποια ΕΣΠΑ), αλλά κατακάθεται, νομίζω, βαθιά στην ψυχή όσων περνούν μέσα από το καμίνι της κρίσης – κάτι για το οποίο δεν μπορούν να κάνουν τίποτα οι κάθε λογής απολογητές του ευρωμονόδρομου, του «ναι σε όλα» και της ταύτισης με τον επιτιθέμενο. Εδώ τουλάχιστον η διαπραγματευτική αμφισημία στάθηκε πολύτιμη γιατί άφησε να φανεί από μόνη της η διπροσωπία των κυρίαρχων, η ασάφεια υπήρξε όντως δημιουργική – κι όχι, θα έλεγα, χωρίς τη θέληση του εισηγητή της.

***

Κάποια στιγμή ο χρόνος φάνηκε να εξαντλείται και τα παιχνίδια να τελειώνουν (Game over!) όχι πάντως προτού οι αλλεπάλληλοι εκβιασμοί σπρώξουν την ελληνική πλευρά πίσω από τις περισσότερες κόκκινες γραμμές της, στο κατώφλι ανεπίτρεπτων υποχωρήσεων και στο χείλος της αναξιοπιστίας. Εκείνη τη στιγμή, λες και ενεργοποιήθηκαν κάποια τελευταία αντανακλαστικά, με την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, η «απεργία των γεγονότων» έλαβε τέλος κι ένα εν δυνάμει αληθινό συμβάν διέρρηξε τον παγωμένο χρόνο της προγραμματισμένης πολιτικής.

Μεμιάς ένα πολιτικό διακύβευμα ξανάρθε στο προσκήνιο: η δυνατότητα των πολλών να επωμιστούν τη ζωντανή σωματική παρουσία τους -καιρό τώρα ξεχασμένη στον καναπέ και υπνωτισμένη από την τηλεοπτική οθόνη- και να τη φέρουν στους δρόμους και τα εκλογικά κέντρα της χώρας, συγκροτώντας έτσι πολιτικό σώμα και παίρνοντας θέση απέναντι σ’ ένα ζήτημα κατεξοχήν πολιτικό (όσο και «γκανγκστερικό» – η πολιτική έχει απ’ όλα): τον συστηματικό εκβιασμό των ισχυρών εταίρων προκειμένου καμία άλλη δύναμη να μη σηκώσει κεφάλι, καμία εναλλακτική φωνή να μην ταράξει την ευρωπαϊκή μονοφωνία. Κι όπως αρμόζει στην πανάρχαια (διθυραμβική, βακχική) καταγωγή του, αυτή η επιστροφή του λαϊκού πολιτικού στοιχείου έχει μια ισχυρή θεατρική διάσταση. Επανατοποθετεί όλη την προηγούμενη δυσπερίγραπτη διαδικασία με όρους μυθοπλασίας, την κάνει ιστορία με αρχή και τέλος, μορφή και περιεχόμενο, πλοκή και έκβαση, που θα μπορούσε κανείς να την αφηγηθεί. Ραγίζει την οθόνη της παθητικής επικοινωνίας και μας κάνει μέτοχους στο έργο που παρακολουθούσαμε απλώς τόσο καιρό, δίνοντάς του μια δραματική έξοδο που δικαιώνει ώς ένα σημείο την ύπαρξή του.

Μπορεί, ωστόσο, να είναι πολύ αργά. Είναι δύσκολο να αφυπνιστεί και να αναλάβει την υπόθεση και τις ευθύνες του «όχι» ένας χορός αφημένος τόσο καιρό έξω από τα δρώμενα, εξόριστος στη θέση του θεατή, τρομοκρατημένος από την ολομέτωπη επίθεση ενός ολόκληρου συστήματος (κλείσιμο τραπεζών, προπαγάνδα καναλιών, απειλές εταίρων). Πιο εύκολο είναι να επιστρατευθεί ως κομπάρσος στις ατιμωτικές ουρές των ΑΤΜ. Οπότε η εναλλακτική έξοδος του δράματος μ’ ένα ηχηρό «ναι» ενδέχεται να έχει κι αυτή δραματικές συνέπειες: να σημάνει λίγο αργότερα την ηρωική και πένθιμη έξοδο της αριστεράς από την πολιτική σκηνή, εν είδει συμβολικού σφάγιου για να συντελεστεί η παλινόρθωση και να αποτραπεί πάση θυσία η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη. Υπάρχει βέβαια και η άλλη περίπτωση, καλύτερη ή χειρότερη, όπου ένα νικηφόρο «όχι» χρησιμεύει απλώς για να ξαναβάλει την πολιτική στις ράγες της αιώνιας επιστροφής μιας σισύφειας διαπραγμάτευσης.

***

Ξέρω ότι μια τέτοια προσέγγιση φαντάζει άτοπη ή εξεζητημένη σε χιλιάδες μέλη, στελέχη και οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν πολύ πιο στιβαρές κλασικές θεωρίες και ρεαλιστικές περιγραφές τού τι συμβαίνει, καθώς και συγκεκριμένες ενστάσεις και κριτικές για τα λάθη, τις παραλείψεις και τις σκοπιμότητες που μας έφεραν ώς εδώ. Δεν αμφιβάλλω για το δίκιο πολλών απ’ αυτές. Θα συμπλήρωνα μόνο ότι μια πορεία που διανύεις, μια υπόθεση που σε καίει πρέπει να μπορείς να τη διηγηθείς πριν περάσει ανεπιστρεπτί, σαν ένα μύθο με πρόσωπα και πράγματα που αγγίζουν τους ανθρώπους, αν είναι να μείνει κάτι απ’ αυτήν.

Τώρα που το παιχνίδι τελειώνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ας ετοιμαστούμε για κάθε ενδεχόμενο (ακόμη και για την καταθλιπτική επιβεβαίωση της αριστερής παρένθεσης). Τώρα που έρχεται η ώρα κάποια τουλάχιστον από τα πρόσωπα του δράματος να εγκαταλείψουν τη σκηνή, ας τα χειροκροτήσουμε με θέρμη στην τελευταία τους υπόκλιση. Και προπάντων, σαν έτοιμοι από καιρό, ας σταθούμε όλοι μαζί εκεί, σαν ύστατος χορός, αυτή τη νύχτα που μένει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!