Για δεύτερο συνεχές τρίμηνο μειώθηκε το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το β΄ τρίμηνο του 2022 το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 1,7% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021 (δηλαδή σε ετήσια βάση). Αυτό οφείλεται στην αύξηση της απασχόλησης, στην αύξηση του κατώτατου μισθού και στα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης προς άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης.
Τα στοιχεία δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση δεδομένου ότι το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα από μισθωτή εργασία αυξήθηκε το β΄ τρίμηνο του 2022 (17.697 εκατομμύρια ευρώ) σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του ιδίου έτους (16.319 εκατομμύρια ευρώ) κατά 8,4%. Παράλληλα αυξήθηκαν και οι επιδοτήσεις (α΄ τρίμηνο 936 εκατομμύρια ευρώ, β΄ τρίμηνο 1.269 εκατομμύρια ευρώ) κατά 3,55%. Σημαντικότατη όμως συμβολή ήταν και τα ονομαστικά εισοδήματα περιουσίας: από 1.699 εκατομμύρια ευρώ το α΄ τρίμηνο ανήλθαν σε 3.348 εκατομμύρια ευρώ το β΄ τρίμηνο του 2022 παρουσιάζοντας αύξηση κατά 97%. Προφανώς αυτό οφείλεται στην ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών των ακινήτων που συμπαράσυρε και τα ενοίκια των ακινήτων.
Παράλληλα ο πληθωρισμός (ΔΤΚ) το ίδιο τρίμηνο αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 11,2%. Συνεπώς το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε το β΄ τρίμηνο του 2022 κατά –9,5%. Ως εκ τούτου το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά δεύτερο συνεχές τρίμηνο το 2022 και μάλιστα με τετραπλάσιο ποσοστό από το πρώτο τρίμηνο.
Ως γνωστόν το α΄ τρίμηνο του 2022, παρά την άνοδο του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών το α΄ τρίμηνο του 2022 κατά 3,7% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021, οι πληθωριστικές πιέσεις επηρέασαν αρνητικά την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Από το α΄ τρίμηνο 2022 ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών πέρασε σε αρνητικό έδαφος (–2,8% ΥοΥ).
Ως συμπέρασμα, ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών παρέμεινε σε αρνητικό έδαφος για δεύτερο τρίμηνο στη σειρά και μάλιστα αυξημένο σε σχέση με το πρώτο. Αναφέρω πως έρευνα της γαλλικής εταιρείας δημοσκοπήσεων Ipsos δείχνει ότι οι Έλληνες σε ποσοστό 68% κάνουν λόγο για σημαντική απώλεια της αγοραστικής ισχύος τους.
Συγχρόνως η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά, αυξήθηκε κατά 20,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, από 31,4 δισ. ευρώ σε 37,7 δισ. ευρώ. Όμως παρουσιάζει μικρότερο ρυθμό αύξησης, σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2022 δεδομένου ότι είχε αυξηθεί κατά 25,1%. Προφανώς η αύξηση του πληθωρισμού το β΄ τρίμηνο περιόρισε τον ρυθμό καταναλωτικής δαπάνης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι την αυξημένη καταναλωτική δαπάνη στήριξε η αποταμίευση των νοικοκυριών, η οποία μειώθηκε το β΄ τρίμηνο. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών και των ΜΚΙΕΝ, που ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα, ήταν –14,2% κατά το β΄ τρίμηνο του 2022, σε σύγκριση με 3,4% το β΄ τρίμηνο του 2021. Σημειωτέον ότι το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών έχει γίνει αρνητικό από το γ΄ τρίμηνο του 2021. Η χρησιμοποίηση της αποταμίευσης των νοικοκυριών για λόγους υποστήριξης της κατανάλωσής του δείχνει την αδυναμία του τρέχοντος διαθέσιμου εισοδήματος να καλύψει αυτές τις ανάγκες, και αφετέρου στερεί πόρους από την επενδυτική δαπάνη που αποτελεί τον πρώτο παράγοντα σταθεροποίησης της οικονομικής μεγέθυνσης, μάλιστα σε μια χώρα στην οποία η έλλειψη επενδύσεων είναι το βασικό αρνητικό της χαρακτηριστικό.
Συνεχίστηκε για όγδοο μήνα η αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών
Την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2022, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 4,2 δισ. ευρώ σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021 και διαμορφώθηκε σε 10,0 δισ. ευρώ.
Η αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών οφείλεται στην αύξηση των εισαγωγών με ρυθμό ταχύτερο του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών. Οι εξαγωγές σημείωσαν αύξηση κατά 43,3% σε τρέχουσες τιμές (7,0% σε σταθερές τιμές) και οι εισαγωγές κατά 48,1% σε τρέχουσες τιμές (21,6% σε σταθερές τιμές). Ειδικότερα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές και οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 27,5% και 30,5% αντίστοιχα (10,4% και 21,5% σε σταθερές τιμές). Επομένως οι πανηγυρισμοί περί τεράστιας αυξήσεως των εξαγωγών πρέπει τουλάχιστον να αμβλυνθούν έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η συνεχιζόμενη αύξηση των εισαγωγών (σε τρέχουσες αλλά και σε σταθερές τιμές) δείχνει για ακόμη μια φορά την ελλειμματική κατάσταση του παραγωγικού τομέα της ελληνικής οικονομίας.
Επιβραδύνεται ο ρυθμός των λιανικών πωλήσεων
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου, ένα μέγεθος που δείχνει τις πωλήσεις του εν λόγω κλάδου σε σταθερές τιμές και παρουσιάζει ισχυρή θετική συσχέτιση με την ιδιωτική κατανάλωση, για το σύνολο της περιόδου Ιανουαρίου-Αυγούστου 2022 κατέγραψε αύξηση 4,6% ΥοΥ από 9,0% ΥοΥ την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Η εν λόγω επιβράδυνση, προφανώς οφείλεται στην επίδραση της ενεργειακής κρίσης και στην αύξηση του επιπέδου των τιμών.
Βάσει των παραπάνω αποτελεσμάτων εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι δαπάνες των νοικοκυριών για κατανάλωση, τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο 2022, παρουσίασαν ανθεκτικότητα στις πληθωριστικές πιέσεις και στην αύξηση της αβεβαιότητας. Σε αυτό συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις της πανδημίας. Σύμφωνα με τους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ, η κατανάλωση των νοικοκυριών το β΄ τρίμηνο 2022 αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 20,1% (6,3 δισ. ευρώ), ενώ το διαθέσιμο εισόδημα μόλις κατά 1,7% (0,5 δισ. ευρώ). Ως εκ τούτου, η αποταμίευση των νοικοκυριών από το θετικό έδαφος των €1,1 δισ. (3,4% ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος) το β’ τρίμηνο 2021 συρρικνώθηκε στο αρνητικό έδαφος των 4,7 δισ. (14,2% ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος) το β΄ τρίμηνο 2022. Βάσει των στοιχείων των εν λόγω λογαριασμών αποδεικνύεται ότι οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, 8,9 δισ. ευρώ σωρευτικά από το β΄ τρίμηνο 2020 μέχρι το β΄ τρίμηνο 2021, χρηματοδότησαν σε υψηλό βαθμό την ανάκαμψη της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Σημειώνεται ότι από το γ΄ τρίμηνο 2021 μέχρι το β΄ τρίμηνο 2022 οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ήταν αρνητικές στα 9,3 δισ. ευρώ.
Δύο παρατηρήσεις για τα παραπάνω.
Η πρώτη: Ως συνολικό μέγεθος η αποταμίευση «κρύβει» το απλό γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός των νοικοκυριών όχι μόνο δεν μπορεί να αποταμιεύσει αλλά δυσκολεύεται αφάνταστα να εξασφαλίσει τα άκρως απαραίτητα για την καθημερινή του επιβίωση.
Η δεύτερη: Η μείωση της αποταμίευσης, η συνέχιση της ακρίβειας και η σταδιακή μείωση των όποιων κρατικών επιδοτήσεων είναι παράγοντες που φαίνεται ότι θα συμβάλουν στη συνέχιση του ρυθμού μείωσης των δαπανών των νοικοκυριών για κατανάλωση τους επόμενους μήνες μέχρι και το τέλος του έτους 2022, δυσκολεύοντας περαιτέρω την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών εν μέσω του χειμώνα.