του Νίκου Σταθόπουλου*
«Την ιστορία τη γράφουν οι νικητές/δυνατοί». Παλιό αυτό και πάντα επίκαιρο. Και όχι απλά τη γράφουν, όχι απλά την «ανακατασκευάζουν» σαν έτοιμη τροφή για μια τηλεχειριζόμενη «γνώμη» του πλήθους… Πλέον, στις συνθήκες ενός μετακαπιταλισμού στο απόλυτο επίπεδο της διαρκούς φαντασιακής ανασύνθεσης του κόσμου με όρους λειτουργικής κανονικότητας, ξεπερνούν τα γεγονότα και «εμβαθύνουν» στα θεμελιωτικά νοήματα τροποποιώντας το καθημερινό «προφανές» κοσμοείδωλο.
ΠΤΥΧΗ ΑΥΤΗΣ της μεταμοντέρνας «κοινωνικής αγωγής» είναι η αντίληψη του «έθνους» σε συνδυασμό με την –κεφαλαιώδη για την Αριστερά– έννοια της «τάξης»: Είναι η σχέση «εθνικού-κοινωνικού», αυτός ο «γρίφος», που παίζει κύριο ρόλο στο γενικό βραχυκύκλωμα της συγκρότησης δραστικών κινημάτων αντίστασης.
Η «παραγωγή ιδεολογίας» του συστήματος, βαθαίνοντας την επεξεργασία των εξελιγμένων προταγμάτων της διαρκούς επανίδρυσης του συστημικού Όλου, διεισδύει στα «άδυτα» της αριστερής πνευματικής ακαμψίας και σχηματίζει ιδεοϋβρίδια που εστιάζουν στην «αριστερή αφομοίωση» των αναγκών αναπροσαρμογής του συστήματος: Είναι η ιστορική εποχή της πλανητικής θέσμισης του υπερτεχνολογικοποιημένου κεφαλαίου, κι αυτό επιτάσσει την κατάργηση των όποιων –θεσμικών και ιδεολογικών/πολιτισμικών– περιορισμών στην απρόσκοπτη εξάπλωση της νεοφεουδαρχικής «ναρκισσιστικής» κεφαλαιοκρατίας.
Επομένως, κατά τα ανωτέρω, για προφανείς λόγους, το έθνος-κράτος είναι μια βασική περιοριστική συνθήκη που «πρέπει» να εκλείψει. Πρωτοπορία σε αυτή τη συστημική στρατηγική είναι η Αριστερά, καθώς –και είναι καιρός να γενικευτεί αυτός ο διάλογος…– οι καταβολές της ανάγονται στο γίγνεσθαι του κοσμοειδώλου που αντιστοιχεί στον λεγόμενο ΚΤΠ (Καπιταλιστικό Τρόπο Παραγωγής), κοσμοειδώλου εδραζόμενου στην «πρόοδο», την «ανάπτυξη», τον «υλισμό» και τη «διεθνικότητα».
Όσο το καπιταλιστικό σύστημα, η «κλασική» αστική τάξη, κατέφασκε το έθνος στη λειτουργική μορφή του έθνους-κράτους, τόσο η Αριστερά το αποδεχόταν, και το απέρριπτε «προοπτικά» στο πλαίσιο της «επαναστατικής διεθνιστικής προοπτικής» (αλλά το ίδιο έκαναν και οι αστοί μέσω της εξάπλωσης των καπιταλιστικών δραστηριοτήτων): Δηλαδή δεν το μηδένιζε καθαυτό (σαν τάχα «αφήγηση») αλλά απλώς «έβλεπε» την «αχρήστευσή» του δυνητικά, σαν απότοκο της πολιτισμικής ανασυγκρότησης με βάση την μαρξιστική αντίληψη του «ταξικού πρωτείου».
Η «απεξάρτηση» του ΚΤΠ από την τεχνολογική ένδεια και από την ανάγκη «εθνικού ορμητήριου», αναθεωρεί αντικειμενικά την «εθνική ιδέα», την καταργεί, κι αυτό «περνάει» και στην αριστερή πολιτισμική συλλογιστική, πολύ περισσότερο ενώ σχηματίζεται ο μετανεωτερικός «άυλος καπιταλισμός» και ενώ διαψεύδεται εκκωφαντικά η «αριστερή ουτοπία». Πλέον η Αριστερά, ειδικά στις «ανανεωτικές» εκδοχές της, είναι φανατικότερη του νεοαστικού φονταμενταλισμού στην «υπέρβαση των εθνικών ταυτοτήτων και των συνόρων» όπως αυτή υλοποιείται από τις Εταιρείες, τις Αγορές και το Χρηματιστήριο.
Και έτσι ζούμε εν Ελλάδι, σε εποχή κανιβαλικής έξαρσης του «αλλόφρονος» τουρκικού επεκτατισμού, τη σαφέστατη διακήρυξη, εκ μέρους της «αριστερής συνέπειας», της άρνησης στράτευσης στο ιδανικό και πρόταγμα «πατριωτικής άμυνας», Ενώ ο παγκόσμιος και γκλομπαλιστικός καπιταλισμός μεθοδεύει πολύτροπα την «πλανητικοποίηση» του κοινωνικού και του ανθρώπινου (γιατί αυτό επιτάσσει η σύνολη παρούσα δυναμική του, δηλαδή η τωρινή σημασιοδότηση του Κέρδους και της Εξουσίας), η Αριστερά επεμβαίνει στη διάπλαση των συνειδήσεων και τον προσδιορισμό του Πολιτικού, με την ειδική πειθώ της εστιασμένη σε αυτή ακριβώς την καπιταλιστική «αναγκαιότητα».
ΜΕ ΠΛΕΙΣΤΕΣ ΑΛΧΗΜΕΙΕΣ στη χρήση των εννοιών (π.χ. συγχέοντας σκόπιμα και προκλητικά τις έννοιες «έθνος» και «έθνος-κράτος»…) και με οργανωμένη πλαστογράφηση των ιστορικών μορφών και στοιχείων, πάντα στη βάση ενός ψευδεπίγραφου «αντικειμενισμού» που καταλήγει πάντα σε εξισωτισμό, συμψηφισμό και ακύρωση κάθε αλήθειας και διαλεκτικής: Η Αριστερά, στην τρέχουσα άκρως επικίνδυνη συγκυρία, σχεδόν αναπαράγει την τουρκική ρητορική υιοθετώντας οπτικές που μέσω επιφάσεων «επαναστατικής ορθοδοξίας» δίνουν λειτουργική νομιμότητα σε γεωπολιτικές και πολιτικές δυναμικές χαρακτηριστικά ταυτισμένες με το «δίκαιο της πυγμής» που συνιστά το έθος της εκμεταλλευτικής κοινωνίας των ανταγωνισμών.
Η Αριστερά, δια της μεθόδου του «επαναστατικού ειρηνισμού της φιλίας των λαών», αποδέχεται, στην ουσία της, την «κουλτούρα υποτέλειας» των εθνικών ελίτ: Ενώ μεταπολεμικά ηγήθηκε των αγώνων και ζυμώσεων εθνικής αξιοπρέπειας (έστω και μέσω της «αντιιμπεριαλιστικής» μονομέρειας…), σήμερα, με μια βαθιά μεταφυσικοποίηση και «βυζαντινοποίηση» του «αντιιμπεριαλισμού», συμπλέει με το «βαθύ σύστημα» στη «στρατηγική των αποδομήσεων» που προάγει το στόχο της «οικουμενικής Αγορά-κεντρικής θέσμισης».
Δεν έχουμε την πολυτέλεια της «επινόησης», αλλά έχουμε την επιτακτική ανάγκη της προσήλωσης στις ιστορικές μορφές ζωής που η εξέλιξη καταστρέφει εντείνοντας την πτώση στο Μηδέν του μετανεωτερικού «άυλου» καπιταλισμού
Ωστόσο η πραγματική ζωή, «φτύνοντας» τις αριστερές κουταμάρες και παραχαράξεις, εξελίσσεται με όλη τη βία των αληθινών αντιθέσεων και διαλεκτικών: Η Τουρκία, με μια κρατική «αστική» τάξη απλώς διαμεσολαβήτρια στα παίγνια του διεθνούς Πραγματικού, εντείνει τη νεοοθωμανική στρατηγική του νέου Σουλτανισμού, η οποία ουδόλως ταυτίζεται αποκλειστικά με τον «ισλαμοφασίστα» Ερντογάν αλλά εκφράζει μια διαχρονική τουρκική εθνική σκοπιμότητα. Σε αυτό το «εθνικό σχέδιο» της αναλλοίωτης τουρκικής επιδρομικής βαρβαρότητας, η Ελλάδα είναι το βασικό υποψήφιο θύμα!…και το ενδεχόμενο μιας πολεμικής εμπλοκής αυξάνει εκθετικά στο μέτρο που (εδώ μπαίνει το ειδικό στοιχείο της «συγκυρίας») η προοπτική μη επανεκλογής του τυραννικού και αποτυχημένου Ερντογάν προσλάβει τον χαρακτήρα βεβαιότητας.
Η ελληνική Αριστερά, «φτερό στον άνεμο» ενός γελοιογραφικού «διεθνισμού» (αφού ο όντως διεθνισμός αφορά οριζόντια «ταξική» ανταπόκριση και όχι «κατανόηση» των βουλήσεων της «αντίπερα» αστικής τάξης ως «αντιπολίτευση» στην «εδώ» αστική τάξη: διότι τότε μιλάμε κανονικά για πολιτική…), δείχνει να ενθαρρύνει ακόμα και πόλεμο προκειμένου να απαλλαγεί από το «αγκάθι» του «εθνικού» και να αφιερωθεί, «μετά», σε μια «αντιεθνικιστική» διαχείριση του «κοινωνικού» με όρους «ευρωπαϊκής προοπτικής». Και μιλάμε για ένα «κοινωνικό» απόλυτα δεμένο με το «εθνικό», αφού η δομή υποτελούς διαμεσολάβησης του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού διαπλέκει σε μια, όχι στατικά αμφίδρομη αλλά, δυναμικά οργανική σχέση σύστασης την «κατάσταση κυριαρχίας» με το «στάτους ταξικής σύνθεσης»: Η ετερόνομη εξάρτηση «γεννά» μια ορισμένη ταξική συγκρότηση και μια ορισμένη κοινωνική διαθεσιμότητα καθορισμένες από τη «διεθνή κατάσταση» και από τα «περιθώρια πρωτοβουλίας» του διεθνώς ελεγχόμενου πολιτικού προσωπικού.
Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων του εγχώριου Πραγματικού, ο «διεθνισμός» και η «αντικειμενικότητα-δικαιοσύνη» συνιστούν, ξεκάθαρα και χωρίς πολιτικάντικα φτιασίδια, στοιχειώδη αβάντα στη Γεωπολιτική του Εθνικού Διαμελισμού… η Αριστερά, μέσω αχρείων γελοιοτήτων περί π.χ. «ανυπαρξίας ελληνικού έθνους προς του 1821», μοντάρει και διακινεί μια ιδεοληψία εθνικής απαξίωσης η οποία λειτουργεί κανονικά σαν συνειδησιακό υπόστρωμα σε μια πολιτική τουρκόφιλης υποτέλειας: Δημιουργείται σταδιακά ένα «εσωτερικό μέτωπο» άρνησης του πατριωτικού πολέμου το οποίο θα προσφέρει στον τουρκικό επεκτατισμό τον επαρκή δείκτη ευάλωτου που χρειάζεται ένας κατακτητής για να κάνει εύκολο το έργο του!
Φανταστείτε την Τουρκία να πλήττει ελληνικούς στόχους, και «Έλληνες ριζοσπάστες» να διαδηλώνουν ότι «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του»! Αλήθεια, γιατί ισχύει το «ταξικός προδότης» (σε μια κοινωνία όπου η ίδια η Αριστερά αποδέχεται τη μέτρηση της «κοινωνικής κινητικότητας», άρα τη μετακίνηση από τάξη σε τάξη), και όχι το «εθνικός προδότης»; Οι τάξεις σχηματίζονται στο εσωτερικό μεγάλων πολιτισμικών ομαδοποιήσεων, και ο πολιτισμός συνεχίζει να υπάρχει (και δεν καίγεται σε μια –κάθε φορά– «συλλογική βίαιη μνησικακία») ακριβώς γιατί το, π.χ., «ομόγλωσσο» δεν αποτελεί στοιχείο μιας «επικοινωνιακής εργαλειοθήκης», αλλά συνεκτικό ιστό που μεταμορφώνει μια «γειτονία» σε Σχέση με διακριτούς ρόλους εντός του καθημερινοποιημένου Πραγματικού: Η Λέλα Καραγιάννη δεν ήταν «εργατικής οικογενείας» και οι πλείστοι των κουκουλοφόρων ήταν «κατώτερα στρώματα».
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ «επαναστατικό ζήτημα» σήμερα: Είναι μια εποχή γενικευμένης ήττας όπου τα πεδία αναφοράς δεν τα δημιουργεί η αποσύνθεση του συστήματος αλλά το ίδιο το σύστημα που πλέον «εξελίσσει» σε αναπαραγωγικό του λειτουργικό στοιχείο την ίδια την κρίση του. Επομένως, καλούμαστε να προσδιοριστούμε πολιτικά όχι σε σχέση με στερεότυπα μοτίβα αντίδρασης μιας κάποιας «αριστερής πολιτικής κουλτούρας» (που τάχα «έχει προδοθεί»), αλλά σε σχέση με τις «αναγκαιότητες» που μορφοποιεί το ίδιο το γίγνεσθαι του συστήματος: Ο «πόλεμος» πρέπει να γίνει όχι με τα «καμένα» συνθήματα μιας αδιέξοδης πολιτικής ανάλυσης, αλλά με τα «υλικά» που αφορούν τις πραγματικές αποδομήσεις που επιφέρει η νεοκαπιταλιστική συγκρότηση. Με άλλα λόγια δεν έχουμε την πολυτέλεια της «επινόησης», αλλά έχουμε την επιτακτική ανάγκη της προσήλωσης στις ιστορικές μορφές ζωής που η εξέλιξη καταστρέφει εντείνοντας την πτώση στο Μηδέν του μετανεωτερικού «άυλου» καπιταλισμού.
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας