Μιλάνε για «ήρεμα νερά», όμως οι πιέσεις προς τη χώρα μας σε όλα τα γεωπολιτικά μέτωπα είναι συνεχείς. Η πολυδιαφημισμένη «ομπρέλα» του ΝΑΤΟ, που θα διασφάλιζε τη χώρα μας από σοβαρά γεωπολιτικά τραντάγματα, μοιάζει να φέρνει τα αντίθετα των επιδιωκόμενων αποτελέσματα. Μέσα σε λίγες μόλις μέρες είχαμε:
- Το νέο επεισόδιο του ελληνοτουρκικού διαλόγου που επιβεβαιώνει την ΝΑΤΟϊκής κοπής προσέγγιση των δύο χωρών, με την Άγκυρα να μην εγκαταλείπει σε καμιά στιγμή την τακτική νομιμοποίησης των τετελεσμένων δια του διαλόγου (βλ. Μονή της Χώρας, πρόταση 3Α για Κυπριακό κ.ά.)
- Την προκλητική εμφάνιση του Έντι Ράμα σε μια ιδιότυπη προεκλογική εκδήλωση στην Αθήνα, επιδιώκοντας να εργαλειοποιήσει την παρουσία πολιτών αλβανικής καταγωγής στη χώρα μας ως μέσω διπλωματικής πίεσης, ενώ στη Αλβανία συνεχίζεται η πίεση εναντίον της ελληνικής μειονότητας, με τον εκλεγμένο Δήμαρχο Χειμάρρας Φρέντυ Μπελέρη να παραμένει στις φυλακές.
- Την ανακίνηση του «Μακεδονισμού» από τη νέα ηγεσία των Σκοπίων, μετά τη νίκη του VMRO, που ήδη πατά στα τετελεσμένα της Συμφωνίας των Πρεσπών, απαιτώντας να τα επεκτείνει.
- Την επαναφορά της πρότασης 3Α από τον κατοχικό ηγέτη Ερσίν Τατάρ προς την απεσταλμένη του γ.γ. του ΟΗΕ. Την απαίτηση δηλαδή για απευθείας πτήσεις, απευθείας εμπόριο και απευθείας διεθνείς σχέσεις, και άρα την de facto αναγνώριση του ψευδοκράτους, ως όρο για την επανέναρξη των συνομιλιών.
Όλα αυτά, ενώ γύρω μας οι φλόγες του πολέμου δυναμώνουν. Οι ευρωπαϊκές ελίτ, σπρώχνονται σε όλο και πιο φιλοπόλεμες θέσεις και η κυβέρνηση της Ελλάδας, τυχοδιωκτικά εμπλέκει τη χώρα μας στα μέτωπα του πολέμου (αποστολή όπλων στην Ουκρανία, φρεγάτες στην Ερυθρά, ΝΑΤΟϊκές βάσεις σε Σούδα-Αλεξανδρούπολη κ.ά.).
Όλα τα παραπάνω αποτελούν κρίκους της ίδιας αλυσίδας που έχει σαν αιτία της την απομείωση της ισχύος της χώρας μας. Η στρατηγική του δεδομένου συμμάχου σε ΝΑΤΟ-ΗΠΑ και η αποδοχή από τις ελίτ ρόλου βραχίονα της Δύσης στην περιοχή, επιτείνει την μετατροπή της χώρας σε χώρο. Σε αυτό το κενό διάφορες δυνάμεις, με πρώτη την Τουρκία (συμπαρασύροντας και τους ελεγχόμενους απ’ αυτήν γείτονες και πληθυσμούς), επιδιώκουν συντονισμένα να επιβάλλουν τετελεσμένα για τη χώρα μας. Η πολιτική «επίλυσης των διαφορών» στο όνομα της «καλής θέλησης» και της «σταθερότητας στην περιοχή», με τις ευλογίες των ΗΠΑ και της ΕΕ, επιβάλει στη χώρα μας μια διαρκή διολίσθηση από το εθνικό συμφέρον.
Αντιτείνουν διάφοροι, ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για μια μικρή και αδύναμη χώρα σαν την Ελλάδα, αν δεν θέλει να χαθεί στη γεωπολιτική καταιγίδα. Το λένε με διάφορους τρόπους, άλλοτε ως ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα, άλλοτε επαναφέροντας την απειλή πολέμου, άλλοτε προβάλλοντας ως win-win την προοπτική συνεκμετάλλευσης με την Τουρκία. Επιμένουν να θεωρούν πως η χώρα μας δεν έχει άλλο δρόμο πέρα από την υποχωρητικότητα ακόμη και σε δυνάμεις μικρότερες όπως η Αλβανία ή η «Βόρεια Μακεδονία», αν δεν θέλουμε να χαρίσουμε τις χώρες αυτές στην εξωτερική πολιτική της Άγκυρας. Στο ενδιάμεσο δεν κάνουν τίποτα για να βελτιώσουν τη θέση της χώρας μας απέναντι σε αυτές, αντικαθιστώντας την ανάγκη περιφερειακής πολιτικής με τις μπίζνες των ημετέρων στην ευρύτερη γειτονιά μας. Ενώ όλες οι ελπίδες εκχωρούνται στην παρέμβαση που πιθανά να κάνουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ. Χαρακτηριστικό ήταν το πρωτοσέλιδο άρθρο της Καθημερινής που ανέφερε: «Όσα κράτη θέλουν να μετέχουν στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ οφείλουν να τηρούν κάποιους στοιχειώδεις κανόνες και να δείχνουν σεβασμό σε ορισμένες αξίες. Εναπόκειται έτσι στις ευρωπαϊκές ηγεσίες και στην Ουάσιγκτον να καθιστούν τους όρους αυτούς σαφείς σε όσους ψαρεύουν ακόμη στα θολά νερά των εθνικισμών του προηγούμενου αιώνα».
Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής, απαιτούνται συγκεκριμένες θέσεις, που θα προσδίδουν ισχύ στην ελληνική πλευρά και θα κερδίζουν θέσεις στη γεωπολιτική σκακιέρα. Ο πραγματικός εθνικός μονόδρομος είναι απαγκίστρωση από τα τετελεσμένα της Συμφωνίας των Πρεσπών, που από ΝΑΤΟϊκό προαπαιτούμενο μετατρέπεται σε διαρκές αγκάθι στα Βαλκάνια, η επαναφορά των κόκκινων γραμμών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εκκινώντας από την κατοχή της Κύπρου και το αδιαπραγμάτευτο της κυριαρχίας της χώρας, η επιμονή σε μια στάση ενεργητικής ουδετερότητας απέναντι στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς και μια διαδικασία καθολικής ανασυγκρότησης της ισχύος της χώρας.