Δύο επισκέψεις που υπενθυμίζουν πονοκεφάλους…
Το να επισκέπτονται την Ελλάδα μέσα σε δύο – τρία εικοσιτετράωρα ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ και ο πρωθυπουργός της Τουρκίας (για δεύτερη φορά μέσα σε λίγο καιρό) δεν είναι «μικρή είδηση». Οι συνομιλίες, οι διαπραγματεύσεις, τα επίδικα δεν είναι μικρής σημασίας και αφορούν την «νέα» θέση της Ελλάδας (που βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση) τόσο μέσα στη συμμαχία του ΝΑΤΟ –όπου οι ΗΠΑ ζητούν περισσότερη και μεγαλύτερη ευθυγράμμιση και ανταπόκριση και αυτό ειπώθηκε ανοικτά από τον Ράσμουνσεν στις δηλώσεις του (βλέπε δίπλα), όσο και την εξέλιξη της «φιλίας» με την Τουρκία υπό την σκιά των «μοιρασμάτων» που ζητά η τελευταία ή που θα ήθελαν και οι δικοί μας να προωθήσουν, ιδιαίτερα για την αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου που υπάρχoυν στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Τον επόμενο Νοέμβρη, στη Λισσαβόνα, θα γίνει η συνάντηση του ΝΑΤΟ και θα αποφασιστεί η νέα δομή του, ώστε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και τους νέους κινδύνους που αισθάνονται οι ΗΠΑ και εν γένει η Δύση. Στα πλαίσια αυτής της προετοιμασίας εντάσσεται και το ταξίδι του Ρασμουνσεν, ο οποίος δοθείσης της ευκαιρίας συζήτησε με την ελληνική πλευρά πολλά θέματα που αφορούν την περιοχή. Και στο τέλος έδειχνε ιδιαίτερα ευχαριστημένος, αφού η κυβέρνηση Παπανδρέου συμπεριφέρεται πειθήνια.
Από καιρό η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει δείξει πως επιχειρεί μια θεαματική αναβάθμιση του ρόλου της γείτονος στο διεθνή χώρο, πόσο μάλλον στην κοντινή της περιοχή. Επίσης έχει δείξει –παρά τις επιθέσεις φιλίας- πως το ζήτημα των θαλασσών και ειδικά το Αιγαίο είναι στρατηγικής σημασίας και φυσικά δεν βλέπει με καλό μάτι το πλησίασμα Αθήνας – Τελ Αβίβ, με ενδιάμεσο την Κύπρο. Η συζήτηση για κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ για τα κοιτάσματα που υπάρχουν στην Ανατολική Μεσόγειο (όπου θα εμπλακεί και η κυπριακή πλευρά) οδήγησε στην απόφαση της Τουρκίας να στείλει ερευνητικό πλοίο βορειοανατολικά της Κύπρου για έρευνες. Ο 25ος Μεσημβρινός προβάλλεται,άμεσα, σαν το φυσικό σύνορο Ελλάδας Τουρκίας και άρα η αποδοχή του (έστω υπό νατοϊκή ομπρέλα αρχικά) σημαίνει μοίρασμα του μισού Αιγαίου και ύπαρξη ελληνικών νησιών εντός των ορίων της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, δηλαδή εντός χώρου κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας.
Αυτά σημαίνουν πρακτικά ότι η Ελλάδα θα παραιτηθεί από κυριαρχικά της δικαιώματα, θα αποδεχθεί τη συρρίκνωσή τους.
Πρέπει τα 12 μίλια να ξεχαστούν, όπως και να παραιτηθεί από την οριοθέτηση ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη).
Με αυτές τις εξελίξεις και υπό την πίεση των ΗΠΑ (περίπτωση ΝΑΤΟ) και της αναβαθμισμένης Τουρκίας, σκοτεινιάζει ο ορίζοντας ή διαφορετικά προστίθενται και άλλα προβλήματα – κίνδυνοι για τον ελληνικό λαό. Η εθνική και λαϊκή κυριαρχία δεν κινδυνεύουν μόνο από τους τροϊκανούς και το Μνημόνιο. Όποιος ενδιαφέρεται για μια νέα θέση (ανεξάρτητη) της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο, δεν μπορεί να μην ανησυχεί με τις εξελίξεις αυτές. Αμερικανοί, Ευρωπαίοι, Κινέζοι, Καταριανοί, Τούρκοι, Ισραηλινοί επιχειρηματίες και στρατιωτικοί δεν πονάνε ή ενδιαφέρονται για το καλό του τόπου, της χώρας, του λαού. Ούτε φυσικά οι «άνθρωποί τους» στη χώρα…
Αποκαλυπτικές οι δηλώσεις Ράσμουνσεν
Ευ. Βενιζέλος: «Είναι μεγάλη μας χαρά που υποδεχόμαστε εδώ, στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας, τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, τον κ. Ράσμουσεν».
Α.Φ. Ράσμουσεν: «Σας ευχαριστώ πολύ. Ο υπουργός Άμυνας κ. Βενιζέλος κι εγώ είχαμε μια πολύ θετική συνάντηση στην οποία συζητήσαμε θέματα πολιτικής άμυνας και ασφάλειας.
Εκτιμώ πολύ το γεγονός ότι ο υπουργός Άμυνας έχει εκφράσει την ισχυρή βούλησή του να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις στις Ένοπλες Δυνάμεις. Εκτιμώ, επίσης, το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση παραμένει αφοσιωμένη στις διεθνείς αποστολές μας.
Δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω την ελληνική κυβέρνηση για την ελληνική συμμετοχή στις αποστολές μας, τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στο Κόσοβο.
Θέλω να προσθέσω ότι εκτιμώ πολύ τη στενή επαφή, όπως αυτή που βλέπουμε, ανάμεσα στην Άγκυρα και την Αθήνα και νομίζω ότι η επίσκεψη του (Τούρκου) πρωθυπουργού Ερντογάν στην Αθήνα σήμερα και αύριο αποτελεί μία επιπλέον απόδειξη της βελτίωσης των διμερών σχέσεων και το εκτιμούμε πολύ αυτό».