Η Τουρκία επιδιώκει κυρίαρχο ρόλο στον ισλαμικό κόσμο και διεθνώς
του Σπύρου Παναγιώτου
Στη διαδικτυακή της έκδοση η Süddeutsche Zeitung του Μονάχου δημοσιεύει ένα άρθρο με τίτλο «Ο Ερντογάν και τα σύνορα της καρδιάς του», επιχειρώντας να ερμηνεύσει τι σημαίνουν οι σχετικές δηλώσεις του Τούρκου προέδρου. Η εφημερίδα επισημαίνει ότι οι δηλώσεις του Ερντογάν αφορούν κύρια την εσωτερική σκηνή της Τουρκίας, καθώς «ο Ερντογάν προετοιμάζει τον αποχαιρετισμό του κεμαλισμού, της κυρίαρχης μέχρι σήμερα ιδεολογίας στην Τουρκία». Στο ίδιο άρθρο γίνεται αναφορά στον διεθνολόγο Μπασκίν Οράν από το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, σύμφωνα με τον οποίο η κριτική του Ερντογάν για τη Συνθήκη της Λωζάννης έχει λιγότερο να κάνει με τα ελληνικά νησιά και περισσότερο με το κουρδικό και την πλούσια σε πετρελαϊκά κοιτάσματα Μοσούλη.
Οι εκτιμήσεις αυτές της γερμανικής εφημερίδας συναντιούνται με αντίστοιχες καθησυχαστικές εκτιμήσεις τόσο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όσο και αρκετών αριστερών αναλυτών. Η κοινή, αν και από διαφορετικές αφετηρίες, διαπίστωση ότι οι δηλώσεις Ερντογάν αποτελούν απλά «λεονταρισμούς για εσωτερική κατανάλωση» είναι περιοριστική και αδύναμη να εξηγήσει τάσεις και διεργασίες.
Πρώτα από όλα, δεν είναι αλήθεια ότι πρόκειται για απλά λόγια. Η Τουρκία βρίσκεται σε ανοικτό πόλεμο με το κουρδικό στοιχείο στις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας, ενώ συχνά βομβιστικές επιθέσεις εκδηλώνονται σε όλη της την επικράτεια. Παράλληλα, όπως έχει και παλιότερα επισημανθεί από το «Δρόμο», η Τουρκία έχει εισβάλει στρατιωτικά, με την ανοχή ΗΠΑ και Ρωσίας και κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου, στη Συρία – όπου έχει καταλάβει ένα όχι ασήμαντο κομμάτι στα κοινά τους σύνορα, επεμβαίνοντας έτσι στη διαμόρφωση των πεδίων των μαχών και αναζητώντας μερίδιο και ρόλο στα όσα ακολουθήσουν εκεί μετά την ήττα του ISIS. Ακόμα, συνεχίζει να απειλεί με στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ και απρόσκλητη συμμετοχή στη μάχη της Μοσούλης, αξιώνοντας τελεσιγραφικά την απομάκρυνση της σιιτικής ιρακινής πολιτοφυλακής και των Κούρδων μαχητών από την περιοχή. Αμφισβητεί, επίσημα πλέον, τη Συνθήκη της Λωζάννης, επιχειρώντας να βάλει «πόδι» όχι μόνο στην έτσι και αλλιώς ανατιναγμένη περιοχή της Μ. Ανατολής αλλά εγείροντας διεκδικήσεις σε όλο τον άξονα Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος. Έχει επιβάλει ένα καθεστώς ρευστοποίησης των συνόρων στο Αιγαίο και, μέσα σε ένα κρεσέντο παραβιάσεων, αμφισβητεί την κυριότητα ακόμα και κατοικημένων νησιών του Αιγαίου μέχρι και νότια της Κρήτης. Την ίδια στιγμή, με αφορμή το «ναυάγιο» των συνομιλιών στην Ελβετία για το Κυπριακό, επαναφέρει στη διαπραγμάτευση ως πακέτο το Κυπριακό και τη Συνθήκη της Λωζάννης στα ελληνοτουρκικά σύνορα, απειλώντας ακόμα και με προσάρτηση της κατεχόμενης Κύπρου αν οι συνομιλίες οδηγηθούν σε ναυάγιο.
Όλα αυτά δεν λέγονται τυχαία. Η πολιτική Ερντογάν έχει στρατηγικό βάθος και αποτελεί συνέχεια μιας εξωτερικής πολιτικής που ήταν και είναι κοινή σε όλες τις κυρίαρχες πτέρυγες του πολιτικού προσωπικού της Τουρκίας, των κεμαλιστών συμπεριλαμβανομένων. Ο νεο-οθωμανισμός του Ερντογάν αποτελεί σύγχρονη έκφραση του σχεδίου για ανασύσταση του ρόλου και της επιρροής που είχε η Τουρκία πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όξυνση αντιπαραθέσεων με τη Δύση
Ο Ερντογάν έχει αναδειχθεί σε απρόβλεπτο και παράλληλα τολμηρό παίχτη στην παγκόσμια σκηνή. Οι πρόσφατες εναλλαγές στην πολιτική του όσο αφορά τις σχέσεις με ΗΠΑ, Ε.Ε. και Ρωσία είναι γνωστές. Οι προσωρινές ή πιο μόνιμες επιτυχίες του δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο ως αποτέλεσμα χειρισμών της εσωτερικής κατάστασης.
Η Τουρκία αντλεί δύναμη από το μέγεθός της ως οικονομία, ως αγορά για τα δυτικά και ανατολικά συμφέροντα και ως γεωγραφικό «οικόπεδο» κρίσιμης στρατηγικής σημασίας. Ο ίδιος ο Ερντογάν αντλεί δύναμη από τη μεγάλη επιρροή που απολαμβάνει στους πληθυσμούς της Τουρκίας, και το εκμεταλλεύεται. Τολμά έτσι και συγκρούεται ανοιχτά με την Ε.Ε., προειδοποιώντας ότι θα απελευθερώσει 3 εκατομμύρια πρόσφυγες προς το Αιγαίο αν δεν γίνουν αποδεκτοί οι όροι του. Και το ιερατείο της Ε.Ε., παρά τη δυσφορία του, είναι υποχρεωμένο να κρατά τις γέφυρες συνεννόησης ανοικτές και να κατευνάζει τους εκβιασμούς του. Τέλος, οι οικονομικές σχέσεις Τουρκίας-Γερμανίας του δίνουν πλεονεκτήματα που αξιοποιεί.
Τολμά να συγκρούεται και με τις ΗΠΑ, κατηγορώντας τη διοίκηση Ομπάμα ότι υποβοήθησε το Ιουλιανό πραξικόπημα, ανοίγει διαύλους επικοινωνίας με τον Τραμπ και προχωρά σε μια τεράστια στρατιωτική παραγγελία 100 υπερσύγχρονων αεροπλάνων F35. Διατηρώντας τον 5ο μεγαλύτερο στρατό παγκοσμίως, προβάλλει σαν σοβαρός «πελάτης» του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ και αξιοποιεί το γεγονός αυτό πολύπλευρα για τα γεωπολιτικά του σχέδια. Ομοίως, προχωρά σε μεγάλες οικονομικές συμφωνίες με τη Ρωσία και εξασφαλίζει προσωρινά(;) ανοχή στις επιδιώξεις του στη Συρία, χωρίς να διστάζει να κάνει αναφορές επαναδιαπραγμάτευσης ακόμα και για τη συνθήκη του Μοντρέ, που καθορίζει το καθεστώς στα Δαρδανέλια.
Ποια άλλη δύναμη στην Ευρώπη ή στον κόσμο έχει τέτοια επιθετική πολιτική απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις του σύγχρονου κόσμου και εξασφαλίζει παράλληλα, έστω και προσωρινά, τέτοιες επιτυχίες; Δεν θα ήταν κατορθωτό κάτι τέτοιο αν το κίνητρο του Ερντογάν ήταν απλά η διαχείριση ενός εσωτερικού προβλήματος.
Προστάτης του σουνιτισμού
Η πολιτική Ερντογάν δεν περιορίζεται μόνο στα όρια των γειτονικών του χωρών. Ορθότερα, οι γεωπολιτικές του βλέψεις συνδυάζονται με τη φιλοδοξία του να αναδειχθεί σε ρόλο ηγέτη ενός τεράστιου πληθυσμού εκατοντάδων εκατομμυρίων σουνιτών που είναι διασκορπισμένοι σε πολλές ηπείρους. Παρουσιάζεται ως ο μοναδικός εκλεγμένος πρόεδρος μιας μεγάλης οικονομικής δύναμης, σε αντιδιαστολή με τις αντιδραστικές ηγεμονίες των χώρων του Κόλπου. Χωρίς να στοχοποιεί, προς το παρόν, τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, όλο και πιο συχνά αναλαμβάνει ρόλο εκφραστή των αγωνιών «της ξενοφοβίας, της ισλαμοφοβίας και της καταπίεσης» που υφίστανται οι Μουσουλμάνοι όπου γης. Βάζει αντίθετα στο πολιτικό του στόχαστρο το Ισραήλ (αυτό ίσως είναι το πιο επικίνδυνο παιχνίδι του), κατηγορώντας το ευθέως για τη συνεχιζόμενη σφαγή στην Παλαιστίνη, επιχειρώντας ταυτόχρονα να περιορίσει το ρόλο και την επιρροή της Χεζμπολά και του Ιράν στην περιοχή. Τα «σύνορα της καρδιάς του» δεν σταματούν στο Χαλέπι, τη Μοσούλη ή τη Θεσσαλονίκη. Εξαπλώνονται σε όλη τη Βαλκανική, την Κασπία, την Ουκρανία, ακόμα και στην καρδιά των δυτικών μητροπόλεων που ζουν μουσουλμάνοι.
Ο πρόεδρος Ερντογάν σε ομιλία του στις 23/11 στην 13η συνάντηση του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας, του δεύτερου μετά τον ΟΗΕ μεγαλύτερου διεθνούς οργανισμού (συμμετέχουν 57 κράτη αντιπροσωπεύοντας 1,6 δισ. ανθρώπους), έκφρασε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τις μεγαλοκρατικές του επιδιώξεις. Εμφανιζόμενος ως εκφραστής του 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού, κάλεσε το μουσουλμανικό κόσμο σε ενότητα καθώς «οι μόνοι που υποφέρουν από τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις είναι οι μουσουλμάνοι και οι ισλαμικές χώρες». Εξαγγέλλοντας αδυσώπητο πόλεμο κατά των τρομοκρατικών οργανώσεων (με ρητή αναφορά στο PKK), κατέληξε ότι η ματιά του στρέφεται στους αδερφούς του στην «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», καθώς και «σε όλες τις μουσουλμανικές κοινότητες που ζουν σε διάφορα μέρη της γης, από τα Βαλκάνια ως τη Ν.Α. Ασία και την Αφρική, και χρειάζονται την ισχυρή στήριξη του ισλαμικού κόσμου». Οι δηλώσεις αυτές έχουν άμεση συνάφεια με προηγούμενες, ότι «τα 750 τετρ. χλμ της σημερινής Τουρκίας είναι στενά για τις ανάγκες και τις δυνατότητες της χώρας». Και όλα αυτά δεν είναι απλά λόγια…
Η Τουρκία δεν είναι απλά ένας απρόβλεπτος, «δύστροπος» γείτονας. Εξελίσσεται σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη με παγκόσμιες βλέψεις και θέληση να διαταράξει τις ισορροπίες στην περιοχή, αδιαφορώντας για τους κινδύνους για την ειρήνη. Με αυτήν την έννοια, οι κάθε λογής καθησυχασμοί δεν αποτελούν μόνο παράγοντα απόκρυψης των πραγματικών κινδύνων που σημαίνουν οι τουρκικές βλέψεις στην περιοχή. Συντελούν και στην αδυναμία διαμόρφωσης πολιτικών όρων, εσωτερικά και διεθνώς, για την αντιμετώπισή τους. Και αυτό είναι το πιο οδυνηρό για τους λαούς της περιοχής.