Οι «φόβοι» του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα επιβεβαιώθηκαν πολύ γρηγορότερα του αναμενόμενου. Ήταν τέλη Γενάρη όταν ο Τζέφρι Πάιατ δήλωνε σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ: «Η ανησυχία μας, ο φόβος μου, είναι το ατύχημα. Γιατί όσο έχετε αυτά τα φονικά περίπλοκα στρατιωτικά συστήματα, λειτουργώντας τα το ένα δίπλα στο άλλο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ενός φοβερού ατυχήματος, το οποίο φυσικά θα προκαλέσει μεγάλες επιπλοκές στη σχέση σας».

Βέβαια η «μαντεψιά» του πρέσβη δεν επιβεβαιώθηκε ως προς το «ατύχημα». Γιατί αυτά που συμβαίνουν σε Αιγαίο και Κύπρο κάθε άλλο παρά ατύχημα είναι. Θυμίζουμε ότι οι προειδοποιήσεις κορυφαίου συμβούλου του Ερντογάν («θα σπάσουμε τα πόδια σε υπουργούς και πρωθυπουργό αν επιχειρήσουν να πατήσουν πόδι στα Ίμια») μετατράπηκαν σε «αγγίγματα» μεταξύ σκαφών των δύο χωρών, για να καταλήξουν σε διεμβολισμό ελληνικού σκάφους, με προφανή στόχο να υπάρχουν θύματα ή και βύθιση. Είναι βέβαιο ότι η τουρκική πλευρά είχε έτοιμα στρατιωτικά σενάρια και σχέδια σε κάθε περίπτωση. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι υπήρχε στοιχειώδης προετοιμασία και ετοιμότητα από την ελληνική πλευρά;

Την ίδια στιγμή, στην Κύπρο, πολεμικά πλοία της Τουρκίας περικύκλωσαν πλωτό γεωτρύπανο συμφερόντων της ιταλικής ENI, που είχε στόχο να πραγματοποιήσει δοκιμαστικές γεωτρήσεις εντός της Κυπριακής ΑΟΖ, και το οδήγησαν αναγκαστικά σε ακινησία ματαιώνοντας, προσωρινά, τους ενεργειακούς σχεδιασμούς και συμφωνίες της χώρας.

Μια σχεδιασμένη επεκτατική πολιτική

Η πολιτική της Τουρκίας δεν είναι το αποτέλεσμα επιλογών ενός απρόβλεπτου και παρανοϊκού ηγέτη. Ακόμα και αν σχετίζεται με ένα διαγωνισμό «επεκτατικών προθέσεων» μεταξύ του κυβερνητικού AKP και των Κεμαλιστών, ή με το βάλτωμα της τουρκικής εισβολής στη Συρία, ούτε υπαγορεύεται ούτε καθορίζεται από εσωτερικούς παράγοντες. Ο Ερντογάν δεν κινδυνεύει από την εσωτερική πολιτική σκηνή.

Η τουρκική διπλωματία κινείται στη βάση ενός μελετημένου και καλοσχεδιασμένου δόγματος, που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι το μοναδικό δίκαιο είναι αυτό του ισχυρού. Εκμεταλλευόμενη στα όρια τις γεωπολιτικές αναταράξεις στην περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου και της Μ. Ανατολής, επιλέγει μια επιθετική επεκτατική πολιτική ως ενεργητική άμυνα στην επιδίωξη των ΗΠΑ να υποστεί και η Τουρκία τις συνέπειες που της αναλογούν σε μια μεγάλη αναδιανομή ισχύος και σφαιρών επιρροής στην περιοχή.

Ο ίδιος ο Ερντογάν δεν κρύβει τα λόγια και τις προθέσεις του. Σε ομιλία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, μετά τα γεγονότα στα Ίμια, δήλωσε ότι «τα δικαιώματά μας στο Αφρίν δεν είναι διαφορετικά από τα δικαιώματά μας στην Κύπρο και στο Αιγαίο». Και συμπλήρωσε, σε μια επίδειξη κυνισμού και αποφασιστικότητας: «Κάποιοι βλέπουν τις εξελίξεις στα νότια σύνορά μας και κάνουν λανθασμένους υπολογισμούς στην Κύπρο και το Αιγαίο. Οι μαγκιές τους είναι μέχρι να δουν τα αεροσκάφη, το στρατό και το στόλο μας».

Στο ίδιο κλίμα και οι δηλώσεις του Τούρκου πρωθυπουργού M. Γιλντιρίμ που, μετά τη συνομιλία του με τον Αλ. Τσίπρα και την κοινή απόφαση για «εντατικοποίηση των συζητήσεων για οικοδόμηση Μέτρων Εμπιστοσύνης», δήλωσε ότι «δώσαμε ένα καλό μάθημα στην Ελλάδα». Σε απάντηση των προκλητικών δηλώσεων των Τούρκων αξιωματούχων το ελληνικό ΥΠΕΞ, μετά από σιωπή 15 ωρών, σχολίασε: «Η Τουρκία, μαζί με το μέτρο, έχει χάσει και τον κοινό νου. Εκτός από το να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, αποδεικνύει ότι δεν γνωρίζει ούτε γεωγραφία». Η δήλωση αυτή αποτελεί τυπικό παράδειγμα μιας ομολογημένης και απροκάλυπτης «φινλανδοποίησης» της χώρας, μπροστά σε ένα ισχυρό γείτονα, ανακατεμένη με στοιχεία επαρχιώτικης κοσμοπολίτικης κομπορρημοσύνης ελληνικής κοπής.

Κοινός ο ενδοτισμός σε όλο τον πολιτικό κόσμο

Θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς ότι η ελληνική στάση προκάλεσε κατάπληξη. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η χώρα, σε μια κρίσιμη στιγμή, διαθέτει την πιο φιλοαμερικάνικη κυβέρνηση, με την πιο ρηχή αίσθηση της ιστορίας και συναίσθησης των κινδύνων σε βάρος της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Η παρέα του Μαξίμου συμπεριφέρεται μπροστά στον κίνδυνο πολέμου με τρόπο αντίστοιχο αυτού που υιοθέτησε απέναντι στην τρόικα και τη Μέρκελ. Οι «επιτυχίες» που κατέγραψε ο Τσίπρας έναντι των οικονομικών μνημονίων ετοιμάζονται τώρα να δουν τη συνέχειά τους στα γεωπολιτικά μνημόνια τα οποία θα μας επιβληθούν στο Αιγαίο, τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο.

Η επίσημη Ελλάδα, αποδεχόμενη πλήρως τη μνημονιακή της καταστροφή, επέλεξε αντίστοιχα να παραδώσει τη χώρα στους Αμερικανούς έναντι μιας «προστασίας» που ούτε θέλουν ούτε μπορούν πια να παράσχουν

Ούτε είναι μόνο το άλλο γεγονός: ότι η χώρα διαθέτει την πιο αποκρουστική και διεφθαρμένη αντιπολίτευση της σύγχρονης ιστορίας της. Στην πραγματικότητα, ολόκληρος ο επίσημος πολιτικός κόσμος πληρώνει τις συνέπειες εναπόθεσης της ειρήνης και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας στην προστασία δυνάμεων που την υποσκάπτουν, υποδαυλίζοντας τον εθνικισμό μεγάλων και μικρών γειτονικών χωρών.

Στην πραγματικότητα ο ενιαίος (ως προς τους στόχους και την εθελοδουλεία) επίσημος πολιτικός κόσμος πληρώνει σήμερα τις συνέπειες της πολιτικής Σημίτη μετά την πρώτη κρίση των Ιμίων το 1996. Τότε που το «ευχαριστούμε τους Αμερικάνους» μετατράπηκε σε κοινές συμφωνίες με τον τότε Τούρκο πρωθυπουργό Ντεμιρέλ και τον Αμερικάνο αυτοκρατορικό απεσταλμένο Χόλμπρουκ, ώσπου μετουσιώθηκε σε επίσημη αναγνώριση των στρατηγικών επιδιώξεων της Τουρκίας και σε γκριζάρισμα του Αιγαίου με τις συμφωνίες της Μαδρίτης το 1977.

Έκτοτε Αθήνα και Λευκωσία έχουν μπει, χωρίς ουσιαστικές αντιστάσεις, στον αυτόματο πιλότο της βήμα-βήμα κατοχύρωσης των τουρκικών επιδιώξεων σε Αιγαίο και Κύπρο. Και τώρα βιώνουν αυτήν την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας με τη δημιουργία τετελεσμένων δια της στρατιωτικής ισχύος. Δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά.

Η επίσημη Ελλάδα, αποδεχόμενη πλήρως τη μνημονιακή της καταστροφή, επέλεξε αντίστοιχα να παραδώσει τη χώρα στους Αμερικανούς έναντι μιας «προστασίας» που ούτε θέλουν ούτε μπορούν πια να παράσχουν. Οι φανερές αδυναμίες επιβολής των σχεδίων τους σε Κεντρική Ασία και Μέση Ανατολή, η ανοικτή αμφισβήτησή τους ακόμα και από τον Ερντογάν, είναι η πιο ισχυρή ένδειξη ότι η «διαμεσολάβηση» που μπορούν να προσφέρουν είναι ανίκανη να προστατέψει τη χώρα έναντι των βλέψεων της Τουρκίας και των σχεδιασμών της σε Αιγαίο και Βαλκάνια. Η πολιτική πλήρους εναρμόνισης με τις επιδιώξεις των ΗΠΑ αποδυνάμωσε τις σχέσεις της χώρας με τη Ρωσία, στερώντας πολύτιμες διπλωματικές οδούς διαφυγής. Η επιδεικτική και αδικαιολόγητη σιωπή της Ρωσίας σχετίζεται και με αυτήν την πλευρά.

Κατ’ αντιστοιχία, ο «εθνικός στόχος» ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. καθόλου δεν την προστάτεψε από τον οικονομικό της στραγγαλισμό, ούτε από τον κίνδυνο οριστικής κατάργησής της ως ανεξάρτητη χώρας. Η προθυμία του πολιτικού της προσωπικού να επιλύσει το πρόβλημα κατοχής και εποίκισης με την κατάργηση της ίδιας της κρατικής της οντότητας δεν την εξασφαλίζει, ούτε παρέχει εγγυήσεις για το «λιγότερο σοβαρό», την αναγνώριση δηλαδή της ΑΟΖ έναντι των βλέψεων της Τουρκίας.

Όταν μια χώρα δεν μπορεί να υπερασπιστεί με αποφασιστικότητα τα κυριαρχικά της δίκαια, γιατί θα εγγυηθούν και θα διασφαλίσουν κάτι τέτοιο οι σύμμαχοί της;

Λύστε τις διαφορές σε βάρος σας

Ελλάδα και Κύπρος, στις κρίσιμη περίοδο που έχουμε εισέλθει, μετρούν αποτυχίες. Οι τριμερείς σχέσεις με Ισραήλ και Αίγυπτο και οι ψευδαισθήσεις για σύμπτυξη μετώπου προστασίας έναντι των επιβουλών των ενεργειακών συμφωνιών δεν παρήγαγαν ούτε καν μια δήλωση, παρά τη διεθνή πειρατεία της Άγκυρας. Είναι άγνωστο μάλιστα αν επιδιώχθηκε καν κάτι τέτοιο.

Όταν μια χώρα δεν μπορεί να υπερασπιστεί με αποφασιστικότητα τα κυριαρχικά της δίκαια, γιατί θα εγγυηθούν και θα διασφαλίσουν κάτι τέτοιο οι σύμμαχοί της;

Η βεβαιότητα της Κυπριακής ηγεσίας, ότι οι συμφωνίες με εταιρείες-κολοσσούς της εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου θα αποτελούσαν εγγύηση της απρόσκοπτης συνέχισης της ενεργειακής της πολιτικής, διαψεύσθηκαν και αυτές. Η ιταλική κυβέρνηση όχι μόνο δεν «προστάτεψε» την επένδυσή της όταν προκλήθηκε στρατιωτικά, αλλά προτίμησε την οδό των χωριστών διπλωματικών συνομιλιών με την τουρκική κυβέρνηση. Και αν η Ιταλία είναι γνωστός «κουρελής ιμπεριαλισμός», η συνέταιρος (στο οικόπεδο 3) γαλλική TOTAL, αλλά και η έχουσα αντίστοιχα δικαιώματα σε διπλανό οικόπεδο αμερικανική EXXON, σιώπησαν εκκωφαντικά στην ωμή παραβίαση μιας νόμιμης διεθνούς συμφωνίας.

Το ίδιο αποκαλυπτική ήταν η στάση των ΗΠΑ και Ε.Ε. Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ δήλωσε: «Ενθαρρύνουμε όλα τα μέρη να λάβουν μέτρα που θα μειώσουν την τρέχουσα ένταση. Ως θέμα αρχής, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν την κυριαρχία των χωρών της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Τουρκίας».

Αντίστοιχα ουδέτερες και άχρωμες ήταν οι αντιδράσεις των Βρυξελλών που, δίπλα στις γνωστές «απειλές» ότι η στάση της Τουρκίας δεν συνάδει με το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», ουσιαστικά συνέστησαν ψυχραιμία και «ειρηνική διευθέτηση» των διαφορών. Με αυτόν τον τρόπο όμως η Ε.Ε. αναγνωρίζει και εντάσσει στην κατηγορία των «διαφορών» όχι μόνο το θέμα της υφαλοκρηπίδας, αλλά και αυτή καθαυτή την αμφισβήτηση των συνόρων στο Αιγαίο που, τάχα, αποτελούν και ευρωπαϊκά σύνορα.

Η στάση του διεθνούς παράγοντα κλείνει με νόημα το μάτι στον Ερντογάν, νομιμοποιώντας τις βλέψεις του. Στην πραγματικότητα, καλεί Ελλάδα και Κύπρο να κλείσουν τις διαφορές τους με την Τουρκία κάνοντας παραχωρήσεις σε εθνικό χώρο και κυριαρχία. Δεν προκαλεί έκπληξη αυτή η στάση όταν στην ουσία έχει ήδη γίνει αποδεκτή από την ελληνική και κυπριακή πλευρά…

Υπάρχουν επιλογές υπεράσπισης της χώρας και της ειρήνης

Η μοναδική επιλογή που έχει μια χώρα έναντι των επιβουλών σε βάρος της εθνικής και λαϊκής της κυριαρχίας είναι να δείξει με αποφασιστικότητα ότι επιθυμεί, θέλει και μπορεί να την υπερασπιστεί. Αντίθετα, η υποχωρητικότητα, ο φόβος, η διαρκής αναδίπλωση μπροστά σε ευθείες αμφισβητήσεις δικαιωμάτων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και από Διεθνείς Συνθήκες, εξασφαλίζουν μόνο την αποχαλίνωση κάθε δύναμης ή χώρας με επεκτατικές βλέψεις.

Με αυτή την έννοια, η πρωθυπουργική δήλωση περί νίκης της επίδειξης «ψυχραιμίας και σύνεσης» προσφέρει υπηρεσίες στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Να επικρατήσει, δηλαδή, η βεβαιότητα ότι είναι ανοικτό ένα «παράθυρο ευκαιρίας» και η «κατάλληλη στιγμή» για την επιβολή τετελεσμένων, όχι μόνο στην πράξη, αλλά και νομικά.

Παρά την κατάντια του πολιτικού κόσμου, η Ελλάδα έχει όπλα να υπερασπιστεί την εδαφική της ακεραιότητα και την ειρήνη στην περιοχή χωρίς να επιλέξει το πόλεμο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την ουσιαστική εκτίμηση του κινδύνου και όχι την απόκρυψή του τόσο από τους πολίτες της χώρας όσο και από την παγκόσμια κοινότητα. Έτσι, η χώρα θα μπορούσε:

– Να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό καλώντας τον σε εγρήγορση και ενότητα μπροστά στην απειλή πολέμου. Δευτερεύοντα ζητήματα και αντιθέσεις της πολιτικής επικαιρότητας θα μπορούσαν να αποσυρθούν μπροστά σε μια σοβαρότερη απειλή.

– Να καταγγείλει στην παγκόσμια κοινότητα την επιθετικότητα της Τουρκίας και την ωμή παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου που απειλεί την ειρήνη σε μια ήδη αναταραγμένη περιοχή.

– Να προειδοποιήσει ότι θα ματαιώσει, αξιοποιώντας τη δυνατότητα veto σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε., όλα τα σχέδια επέκτασής τους σε Βαλκάνια και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας αν δεν αποτραπούν στην πράξη οι επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας.

– Να απευθύνει προειδοποίηση ότι θα ανακαλέσει παροχές και διευκολύνσεις στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και των σχέσεων με τις ΗΠΑ στο βαθμό που δεν υπάρξουν πρωτοβουλίες ανάκλησης κάθε απειλής.

– Να απευθυνθεί σε άλλες δυνάμεις που παίζουν ρόλο στις παγκόσμιες εξελίξεις (Κίνα, Ρωσία, BRICS) να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την ειρήνη και τη σταθερότητα στο Αιγαίο και Κύπρο.

– Να διακόψει κάθε συνομιλία επίλυσης του Κυπριακού με όρους που υποσκάπτουν την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

– Να προειδοποιήσει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής σταθερότητας με Ε.Ε. και ΔΝΤ έναντι των κινδύνων μιας μεγαλύτερης απειλής.

– Να δείξει έμπρακτα ότι είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί την εθνική και λαϊκή κυριαρχία και την ίδια την υπόσταση της χώρας της.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!