Από την ευφορία των αγορών και τα χαμόγελα με τα οποία αντέδρασαν οι εκπρόσωποι της Διεθνούς των τραπεζών στην «υποταγή» τους στη γαλλογερμανική απαίτηση για εθελοντική μείωση του χρέους κατά 50%, γεννώνται ερωτήματα για το κατά πόσο το ολονύκτιο θρίλερ της Τετάρτης ήταν μια πραγματική αναμέτρηση ισχύος ή ένα καλοστημένο θέατρο.
Η αλήθεια είναι ότι η γερμανική πολιτική ηγεσία επέδειξε μια αξιοσημείωτη επιμονή να καταγραφεί μια ευδιάκριτη επιβάρυνση των τραπεζών με το κόστος της διαγραφής μέρους του ελληνικού χρέους, ρισκάροντας ρήξη ακόμη και με τον σημαντικότερο εταίρο της, τη Γαλλία. Αυτή η επιμονή υπηρετεί τις ιδιαίτερες πολιτικές και εκλογικές ανάγκες της καγκελαρίου Μέρκελ, αποκαλύπτει τη στρατηγική επιβολής γερμανικού οικονομικού imperium στην Ευρώπη, προδίδει και αντιθέσεις εντός της γερμανικής ολιγαρχίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αντανακλά μια πραγματική, συστημική σύγκρουση με το χρηματοπιστωτικό καρτέλ. Το τελευταίο είναι ηλίου φαεινότερο ότι απέσπασε ουσιώδη ανταλλάγματα για να συναινέσει σε μια διεύρυνση της «θυσίας» του, πέρα από αυτή που είχε το ίδιο προτείνει και επιβάλει στη σύνοδο της 21ης Ιουλίου.
Τα ανταλλάγματα
Με απλά μαθηματικά, τα περίπου 160 δισ. ελληνικού χρέους που έχουν στα χέρια τους τράπεζες και άλλα ιδιωτικά κεφάλαια σε πραγματικές τιμές σήμερα δεν ξεπερνούν σε αξία τα 55 δισ. ευρώ. Οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες, άλλωστε, έχουν ήδη ενσωματώσει στους ισολογισμούς τους το κούρεμα που έχει επιβάλει η αγορά. Η επιλογή που υποτίθεται ότι είχαν ήταν ή να τα χάσουν όλα ή να πάρουν στο χέρι τα μισά, δηλαδή περίπου 80 δισ. ευρώ. Πράγμα που φυσικά προτίμησαν, αφού απέσπασαν και κάποια υπεραξία σε σχέση με τις αγοραίες τιμές. Και, πέραν αυτού, έχουν και πρόσβαση στα 106 δισ. ευρώ που θα τους διαθέσει η Ε.Ε. για την ανακεφαλαιοποίησή τους, έστω και με το ρίσκο μιας προσωρινής «κρατικοποίησης» το οποίο θα αποφύγουν πάση θυσία, έστω κι αν χρειαστεί να στραγγαλίσουν πιστωτικά τη λεγόμενη πραγματική οικονομία.
Ακόμη περισσότερο, στη διαπραγμάτευση που θα ακολουθήσει με την ελληνική κυβέρνηση, πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα της τρόικας, οι τραπεζίτες έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν και να επιβάλουν ανταλλάγματα και εγγυήσεις στην Ελλάδα. «Ανυπομονούμε να συνεργαστούμε με την Ελλάδα και την Ε.Ε. για να μετατραπεί το γενικό πλαίσιο σε συγκεκριμένη συμφωνία», δήλωσαν οι επικεφαλής του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου, Άκερμαν και Νταλάρα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν έχουν πει την τελευταία λέξη. Ο Τσαρλς Νταλάρα, μάλιστα, διευκρίνισε ήδη -ακυρώνοντας τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις Παπανδρέου- ότι τα καινούργια ομόλογα με τα οποία θα ανταλλάξουν τα «κουρεμένα» θα διέπονται φυσικά από το αγγλικό δίκαιο, το «δίκαιο των πιστωτών», με τις γνωστές εγγυήσεις εις βάρος της δημόσιας περιουσίας.
Εσωτερική χρεοκοπία
Τι σημαίνει επί της ουσίας η συμφωνία για την ελληνική κοινωνία; Ο τίτλος θα μπορούσε να ήταν: αναβολή της τυπικής, εξωτερικής χρεοκοπίας, βάθαιμα της εσωτερικής χρεοκοπίας. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της εσωτερικής -πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής- χρεοκοπίας είναι τα εξής:
Πρώτον, ανηλεής λιτότητα για τουλάχιστον μια δεκαετία ακόμη. Ο αποκλεισμός από τις αγορές μέχρι το 2020, η μόνιμη δέσμευση στους «χρυσούς κανόνες» για χρέος, έλλειμμα, ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και ο περιορισμός της χρηματοδότησης του κράτους αποκλειστικά από τα πρωτογενή πλεονάσματα (αν και όποτε έλθουν) συνεπάγονται αλλεπάλληλα μέτρα και περικοπές δαπανών.
Δεύτερον, βαρύτατο πλήγμα στο ασφαλιστικό σύστημα. Τα Ταμεία εξαναγκάζονται σε συμμετοχή στο «εθελοντικό» κούρεμα με άμεση συνέπεια να χάσουν περιουσία τουλάχιστον 11,5 δισ. ευρώ. Η βιωσιμότητα του συστήματος και η καταβολή των συντάξεων επαφίεται στην «εγγύηση» του ουσιαστικά πτωχευμένου κράτους και οι περικοπές σε συντάξεις, όρια ηλικίας και εφάπαξ πρέπει να θεωρούνται δεδομένες.
Τρίτον και μάλλον σημαντικότερο, με τη συμφωνία εγκαθιδρύεται μόνιμη και επιτόπια επιτήρηση της εφαρμογής του νέου Μνημονίου, της νέας δανειακής σύμβασης και όλων των επιμέρους αποφάσεων και δεσμεύσεων που αναλαμβάνει η Ελλάδα έναντι του νέου δανεισμού. Στην ουσία, εγκαθίσταται στη χώρα τριπλή εποπτεία, με πρώτο πόλο την ομάδα εμπειρογνωμόνων από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίοι θα… διασπαρούν ως επιτηρητές σε κάθε υπουργείο και κεντρική υπηρεσία, δεύτερο πόλο την τρόικα με τις περιοδικές «επιθεωρήσεις στρατού» και τρίτο πόλο την Task Force υπό τον Χορστ Ράιχενμπαχ, με παρεμβάσεις σε εξειδικευμένα πεδία. Πρόκειται για πλήρη υποκατάσταση της κυβέρνησης στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, το βάθος της οποίας με γλαφυρό τρόπο περιέγραψε η Μέρκελ στην γερμανική Βουλή. Ωστόσο, στο κείμενο της συμφωνίας χρυσώνεται το χάπι με αναφορές στην «ευθύνη των ελληνικών αρχών στην εφαρμογή του προγράμματος».
Τέταρτον, το καθεστώς «Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου» και μόνιμης επιτροπείας αποκτά ακόμη πιο βαθύ χαρακτήρα αν ληφθεί υπόψη και η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισσαβώνας που δρομολογεί η απόφαση της Συνόδου των «27». Τα κράτη – μέλη υποχρεούνται να υιοθετήσουν τους χρυσούς κανόνες των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών» εντός του 2012, με συνταγματική ρύθμιση ή ισοδύναμο νομοθέτημα. Με φόντο τη δέσμευση αυτή η Κομισιόν αποκτά εξουσίες ελέγχου και αναθεώρησης των εθνικών προϋπολογισμών ακόμη και στη διάρκεια εκτέλεσής τους, αν διαπιστώνονται αποκλίσεις. Σε δεύτερο χρόνο και μέχρι τον Μάρτιο του 2012 αναμένεται να καταληχθεί το «ποινολόγιο», βάσει του οποίου θα ελέγχονται και θα τιμωρούνται τα κράτη μέλη για τυχόν αποκλίσεις τους από τη δημοσιονομική ορθοδοξία. Και, καθώς το γερμανικό «όραμα» για το ισχυρό ευρώ και τη σιδηρά πειθαρχία της Ευρωζώνης περιλαμβάνει και πρόνοια για αποβολή από το κοινό νόμισμα, είναι ένα ερώτημα αν το ελληνικό «κούρεμα» του 50% είναι η τελευταία πράξη του ελληνικού δράματος ή θα ακολουθηθεί με μια ακόμη που θα περιλαμβάνει και πλήρη χρεοκοπία και έξοδο της Ελλάδας κακήν κακώς από την ευρωζώνη.
Κι όλα αυτά για τον «φιλόδοξο» στόχο να μειωθεί το 2020 στο 120% του ΑΕΠ το ελληνικό χρέος, που η κυβέρνηση Παπανδρέου παρέλαβε το 2009 στο 115%.
Χειρισμοί και πραγματικότητα
Η κυβέρνηση έχει ένα πολιτικό περιθώριο να διαχειριστεί επικοινωνιακά τα «μαθηματικά» της συμφωνίας, προβάλλοντας ιδιαίτερα την ελάφρυνση στην ετήσια εξυπηρέτηση των τόκων του χρέους, ενώ σ’ ένα δεύτερο πλάνο θα επιχειρήσει πολιτική σπέκουλα για τη «θυσία» των τραπεζών. Την αρχή την έκανε ήδη ο Ευάγγελος Βενιζέλος, με την ατάκα «μεταξύ έθνους και τραπεζών η κυβέρνηση απαντά έθνος».
Ωστόσο, έχει να αντιμετωπίσει ένα βουνό πολιτικών και κοινοβουλευτικών υποχρεώσεων για τις ουρές τις συμφωνίας, που όσο αποκαλύπτουν τον ενδοτικό και αντιλαϊκό τους χαρακτήρα τόσο θα δυσκολεύουν την απόσπαση κι άλλων «ναι» από την ισχνή πλειοψηφία της στη Βουλή.
Κι ακόμη περισσότερο, είναι αδύνατο να βρει επαφή με την καταδικασμένη σε βίαιη φτωχοποίηση κοινωνική πλειοψηφία για την οποία ο φλεγματικός πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπάι εύχεται (ή καταριέται;) υπομονή μέχρι το 2020. Όπως λέμε για τη ζωή, τα πρώτα 100 χρόνια είναι δύσκολα…