Ο Τσίπρας, ο Μητσοτάκης και η χώρα
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Τους τελευταίους μήνες όταν κανείς ακούει τον Αλέξη Τσίπρα να μιλάει, σκέφτεται τη σκηνή όπου ένας επικοινωνιολόγος τον συμβουλεύει: «Θα είσαι πάντα χαμογελαστός και ατάραχος. Πρέπει να δημιουργείς στον πολίτη που σε ακούει την αίσθηση ότι «το ’χεις», ότι είσαι γεμάτος αυτοπεποίθηση. Δεν είσαι οποιοσδήποτε, είσαι ο πρωθυπουργός της χώρας, εσύ κυβερνάς. Πρέπει να δίνεις την εντύπωση ότι τα πράγματα πάνε σχετικά καλά, ότι θα κυλίσουν ομαλά και η χώρα θα βγει από το τούνελ. Και κυρίως πρέπει να πείθεις ότι όλα αυτά εσύ, για κάποιο λόγο, πραγματικά τα πιστεύεις»…
Ανάσταση!
Είναι σίγουρο ότι τέτοιου είδους οδηγίες δίνουν τα επικοινωνιακά επιτελεία και οι σύμβουλοι. Δεν ισχύει μόνο τώρα. Το μέλημα των κυβερνώντων τα τελευταία πέντε χρόνια είναι να πείσουν ότι πλησιάζει το τέλος της κρίσης, η ανάπτυξη, η ανάκαμψη, η έξοδος στις αγορές. Τελευταία επιτυχία, η δήλωση Τσίπρα ότι το Πάσχα έρχεται μαζί με την ανάσταση της χώρας και της οικονομίας!
Οι ενέσεις αισιοδοξίας είναι απαραίτητες. Αρχικά ένα στελεχικό και κομματικό δυναμικό πρέπει να ελπίζει κάπου. Έπειτα, ένα τμήμα της κοινωνίας ίσως δώσει λίγη πίστωση χρόνου, αφού προς το παρόν δεν έχει και σπουδαίες εναλλακτικές. Σε καμιά περίπτωση, πάντως, οι όρκοι για ανάκαμψη δεν μπορούν να δημιουργήσουν κλίμα και ελπίδα στην κοινωνία που είναι καταδικασμένη να βιώνει την πραγματικότητα και όχι τα «success stories» κάθε χρώματος.
Πάντως, ο Αλ. Τσίπρας θα βρίσκεται σήμερα στο Παρίσι, αφού μετά από πρόσκληση του Φρανσουά Ολάντ θα παραβρεθεί στην σύσκεψη των κεντρώων και σοσιαλιστικών κομμάτων που συμμετέχουν σε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ευκαιρία για να συνεχιστεί ένα φλερτ που κρατά τουλάχιστον από το καλοκαίρι.
Μια και λέμε, όμως, για …σοσιαλιστές, να επισημάνουμε ότι ένα άλλο «φλερτ», αυτό του ΠΑΣΟΚ με το Ποτάμι, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες. Όπως διαπιστώναμε και στο προηγούμενο φύλλο (Σε συμπληγάδες το Κέντρο, Δρόμος 5/3/2016), οι ζυμώσεις ανάμεσα στα δύο κόμματα φρενάρονται από τη γενικότερη αβεβαιότητα που επικρατεί στο πολιτικό σκηνικό. Τελευταίο επεισόδιο, η αρνητική απάντηση του Στ. Θεοδωράκη («δεν διαπραγματεύομαι με τους μηχανισμούς του ΠΑΣΟΚ») στην πρόταση της Γεννηματά για κοινή Κοινοβουλευτική Ομάδα των δύο κομμάτων που θα τα αναδείκνυε σε τρίτη δύναμη στη Βουλή.
Κυριάκος Vs Ραφήνα
Παραδίπλα, στη Νέα Δημοκρατία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ισορροπεί μεταξύ επιθετικής και «υπεύθυνης» αντιπολίτευσης, αφού οι συμβουλές που και εκείνος δέχεται είναι αντιφατικές. Πάντως, δεν δείχνει να βιάζεται για κυβερνητικές ευθύνες. Καλύτερα να περιμένει βλέποντας τον ΣΥΡΙΖΑ να φθείρεται περισσότερο και ξεκαθαρίζοντας τα πράγματα στο δικό του στρατόπεδο.
Τα τελευταία νέα κάνουν λόγο για «πόλεμο με τους Καραμανλικούς». Η εχθρότητα του νέου αρχηγού απέναντι στον «Βούδα» της Ραφήνας και τους πιστούς του είναι γνωστή και η αντιπαράθεση με τον Παπαγγελλόπουλο πυροδοτεί νέες εντάσεις, αφού το παρελθόν του είναι γνωστό, το ίδιο και η φιλία του τόσο με τον Κ. Καραμανλή, όσο και με τον Προκόπη Παυλόπουλο. Γνωστή είναι πλέον και η απόφαση του Κ. Μητσοτάκη να αντικαταστήσει τον Μεϊμαράκη με τον Βορίδη στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Οι αιτιάσεις ότι ήθελε ο ίδιος να αποχωρήσει δεν πείθουν κανέναν, αφού κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει σε ανύποπτο χρόνο και όχι την ίδια μέρα που η Ν.Δ. έφερνε εκεί το θέμα του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης.
Το επεισόδιο Παπαγγελλόπουλου, φυσικά, δεν αφορά κυρίως τη Νέα Δημοκρατία. Συνδέεται περισσότερο με την αντιπαράθεση της κυβέρνησης με κύκλους του επιχειρηματικού κόσμου που συνεχίζεται, με κορυφαίο επεισόδιο την κόντρα Τσίπρα-Ψυχάρη. Όλοι, βέβαια, καταλαβαίνουν ότι δεν πρόκειται για κάποιο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ να περιορίσει δραστικά τη διαπλοκή και να επαναφέρει τη δημοκρατία στον τόπο. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση προσπαθεί να διαχειριστεί το σημερινό πλαίσιο και τα αιτήματα του παλιού κατεστημένου, ψάχνοντας για στηρίγματα αλλά και δεχόμενη αναπόφευκτα τρικλοποδιές από τμήματά του που νιώθουν ότι «ρίχνονται».
Στενότητα σε όλα…
Σχεδόν 30 χρόνια πριν το ΠΑΣΟΚ είχε έρθει αντιμέτωπο με το σύνολο του εκδοτικού κόσμου, στην προσπάθειά του να ελέγξει τον χώρο του Τύπου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, τότε, είχε την άνεση, την ικανότητα αλλά και τα… δανεικά που του επέτρεπαν να σχεδιάζει πώς θα κυριαρχήσει στην πολιτική και οικονομική ζωή, φέρνοντας τα λεγόμενα «νέα τζάκια» στο προσκήνιο. Σήμερα, η γενική (και όχι μόνο οικονομική) στενότητα περιορίζει κάθε φιλόδοξη πρωτοβουλία και ο καβγάς γίνεται γιατί δεν μπορούν όλοι να βολευτούν στη νέα κατάσταση.
Αλληλοεκβιασμοί και πιέσεις, υπόκωφες διεργασίες και επαναπροσδιορισμοί σχέσεων, λοιπόν, σε περιβάλλον γενικευμένης ρευστότητας. Αλλά και επικίνδυνων καταστάσεων για τη χώρα. Το τελευταίο είναι που κάνει το έργο να μην έχει και τόση «πλάκα». Μια ματιά σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση, Τσίπρα και Μητσοτάκη, συνολικά στο πολιτικό σύστημα, αρκεί. Πειθήνιοι, άβουλοι, υποταγμένοι στα διεθνή κέντρα ισχύος, ηττημένοι «από τα αποδυτήρια» σε μια συγκυρία που ακόμα και η πιο «φωτισμένη ηγεσία» θα αντιμετώπιζε σοβαρές δυσκολίες να στρίψει το πηδάλιο, αποφεύγοντας τα βράχια. Και δεν θα τα κατάφερνε μόνη της.