Το 2019 στις περιφερειακές εκλογές της Μαδρίτης η τρικέφαλη Δεξιά (Λαϊκό Κόμμα, Ciudadanos, Vox) είχε αποσπάσει συνολικά 49,4%, με τη συμμετοχή να ανέρχεται σε 64,3%. Στις κάλπες που άνοιξαν πρόωρα την περασμένη Τρίτη, μετά τη ρήξη της συμμαχίας Λαϊκού Κόμματος-Ciudadanos που συγκυβερνούσε την περιφέρεια, η Δεξιά συγκέντρωσε συνολικά 57,4%. Κι αυτό με την ιστορικά υψηλότερη συμμετοχή, παρά την πανδημία (71,3%). Ο θρίαμβος της Δεξιάς συνοδεύτηκε από σημαντικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό της: το Λαϊκό Κόμμα, με επικεφαλής την απερχόμενη πρόεδρο της περιφέρειας Ιζαμπέλ Ντίαζ Αγιούζο, διπλασίασε το ποσοστό του (44,7% από 22,2%) και υπερδιπλασίασε τις έδρες του. Αντίθετα, οι Ciudadanos συνετρίβησαν, παίρνοντας μόλις 3,6% έναντι 19,5% το 2019, και δεν εξέλεξαν βουλευτή. Η τρίτη «συνιστώσα», το ακροδεξιό κόμμα Vox, σημείωσε οριακή αύξηση (9,1% από 8,9%).
Το αντίπαλο στρατόπεδο, της Κεντροαριστεράς, πλήρωσε τη νύφη. Παρόλο που ήταν αντιπολίτευση στην περιφέρεια, βάρυνε περισσότερο το γεγονός ότι διαχειρίζεται την εξουσία σε επίπεδο ισπανικού κράτους. Η εφαρμογή ενός συνδυασμού «ήπιας» καταστολής και νεοφιλελευθερισμού με… ανθρώπινο πρόσωπο έχει προκαλέσει αποπολιτικοποίηση και αποστράτευση στην παραδοσιακή λαϊκή βάση της Κεντροαριστεράς. Έτσι, τα τρία κόμματα που την απαρτίζουν στην περιφέρεια της Μαδρίτης (το Σοσιαλιστικό, οι Podemos και το «τοπικό» κόμμα Más Madrid) περιορίστηκαν στο 41%, από 47,6% το 2019.
Μονάχα το Más Madrid είναι σχετικά ευχαριστημένο. Πλέον θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση, με αυξημένο ποσοστό (17% από 14,7%) και έδρες (24 από 20). Επικεφαλής του είναι η χαρισματική γιατρός Μόνικα Γκαρσία, η οποία είχε ήδη αναδειχθεί σε μαχητική φωνή της αντιπολίτευσης εναντίον της Αγιούζο, αφού οι «σοσιαλιστές» είχαν αφοσιωθεί σε μηχανορραφίες με τους… Ciudadanos για να σχηματίσουν μια νέα κυβερνώσα πλειοψηφία. Η Γκαρσία είναι δημοφιλής στους Μαδριλένους για έναν ακόμη λόγο: δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη δυνατότητα πλήρους απασχόλησης ως βουλευτίνα, και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να εργάζεται σε δημόσιο νοσοκομείο. Αυτά «μετράνε»…
Καμπάνα για την Κεντροαριστερά
Από την άλλη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ κατρακύλησε από το 27,3% στο 16,8%, χάνοντας 13 από τους 37 βουλευτές του. Όσο για τους Podemos, που συμμετείχαν στην αναμέτρηση με υποψήφιο πρόεδρο τον ίδιο τον Πάμπλο Ιγκλέσιας (ο οποίος παραιτήθηκε από αναπληρωτής πρωθυπουργός για να πάρει μέρος στις περιφερειακές εκλογές), σημείωσαν μια… απογοητευτική επιτυχία: πήραν 7,1% από 5,6% το 2019. Όμως το αποτέλεσμα θεωρήθηκε ήττα, δεδομένης της άμεσης εμπλοκής του Ιγκλέσιας.
Η κατάληξη των πιο πολωμένων εκλογών εδώ και δεκαετίες, με εμφυλιοπολεμικής φρασεολογίας αντιπαράθεση, χτυπά καμπάνα για την ισπανική Κεντροαριστερά – η οποία κυβερνά το ισπανικό κράτος έχοντας και τη «δωρεάν» υποστήριξη των καταλανικών και βασκικών κομμάτων. Η ανακοίνωση του Πάμπλο Ιγκλέσιας ότι εγκαταλείπει την πολιτική είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Διότι μπορεί η Μαδρίτη να είναι η καρδιά του βαθέως ισπανικού κράτους, και οι κάποτε «κόκκινες» λαϊκές συνοικίες της να έχουν γκριζάρει, αλλά το πρόβλημα παραμένει: η Δεξιά νίκησε κατά κράτος, συσπειρώνοντας πλατιά λαϊκά στρώματα μέσα από την ακραία πόλωση που και τα δύο στρατόπεδα καλλιέργησαν.
Τώρα κάποιος πρέπει να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν δούλεψε η «φαεινή» των κεντροαριστερών επιτελείων, να μετατρέψουν την εκλογική μάχη σε… αντιφασιστικό αγώνα, εκβιάζοντας τους πολίτες με το μήνυμα «ψηφίστε μας, αλλιώς θα κυβερνά το Vox». Είναι χαρακτηριστικό το κεντρικό σύνθημα του Σοσιαλιστικού Κόμματος: «Δεν ψηφίζουμε μόνο για τη Μαδρίτη. Ψηφίζουμε για τη Δημοκρατία». Το ίδιο κόμμα βέβαια καταψήφισε, ακριβώς μαζί με το Vox και τη λοιπή ισπανική (ακρο)δεξιά, την πρόταση των καταλανικών και βασκικών κομμάτων για σύσταση εξεταστικής επιτροπής που θα ερευνήσει τις απατεωνιές του Χουάν Κάρλος. Καλός ο αντιφασισμός, αλλά μπαίνει σε δεύτερη μοίρα όταν απειλούνται τα… θεμέλια του μεταφρανκικού κράτους.
Απορίες που δεν απαντιούνται και κοστίζουν
Ο πομπώδης αντιφασισμός δεν εξηγεί, π.χ., για ποιο λόγο η «προοδευτική» ισπανική συγκυβέρνηση δεν καταργεί, όπως είχε υποσχεθεί, τους πιο αντιδραστικούς νόμους της Δεξιάς (εξώσεις, εργασιακή «μεταρρύθμιση», νόμος-φίμωτρο κ.λπ.). Για ποιο λόγο κατευθύνει, μέσω PricewaterhouseCoopers, τα 140 δισεκατομμύρια ευρώ των ευρωπαϊκών «ενισχύσεων» λόγω πανδημίας στις μεγάλες εταιρίες – που εξακολουθούν να απολύουν! Για ποιο λόγο ιδιωτικοποιεί και γεμίζει διόδια τους αυτοκινητόδρομους. Ούτε πώς θα αποπληρώσει την Ε.Ε. (οι μισές «ενισχύσεις» πρέπει να επιστραφούν έντοκα) όταν το χρέος ξεπερνά πια το 122% του ΑΕΠ – είναι δηλαδή το υψηλότερο εδώ και πάνω από έναν αιώνα! Η λίστα δεν έχει τέλος.
Ο προοδευτικός κόσμος μάλλον κουράστηκε να συσπειρώνεται εκών-άκων όποτε του κραδαίνουν το φάντασμα του Φράνκο που θα επιστρέψει μέσω Vox. Ίσως επειδή το φάντασμα, με τη μορφή του μεταπολιτευτικού συμβολαίου που ορίζει ασφυκτικά τα όρια της ισπανικής βασιλευόμενης «δημοκρατίας», ποτέ δεν έπαψε να πετά πάνω από την Ιβηρική. Αυτό συνειδητοποιείται ξανά, με οδυνηρό τρόπο, και πολύ πέρα από τη Μαδρίτη. Σε «επαρχίες» όπως η Καταλονία και η Χώρα των Βάσκων, τα κόμματα που επέλεξαν να στηρίξουν τη συγκυβέρνηση Σοσιαλιστών-Podemos ως «μικρότερο κακό», διαπερνώνται από βαθιά κρίση. Η αναποτελεσματική τακτική τους βιώνεται ως μία ακόμη ήττα. Και ως αίσθηση ότι δεν υπάρχει αντιπολίτευση. Κάπως έτσι έχει μείνει μόνο η ισπανική (ακρο)δεξιά να κεφαλαιοποιεί τη δυσαρέσκεια της κεντροαριστερής διαχείρισης.