Του Δημήτρη Υφαντή. Λέγεται να μη συμψηφίζουμε τα θύματα, ούτε και να νομιμοποιούμε τη βία.
Αναλόγως της ταυτότητας των θυμάτων, αναλόγως με το από «πού προέρχεται» η βία. Σε πολύ πυκνό χρόνο η κοινωνία υπέστη διαδοχικά σοκ τέτοιας έντασης που έχει κανείς μια αλλόκοτη αίσθηση, λες και καταχωνιάζονται, αν δεν απαλείφονται εντελώς, μέσω δυσεξήγητων μηχανισμών άμυνας και απώθησης, βαθιά σε ψυχές και συνειδήσεις. Όμως το δολοφονικό μαχαίρωμα ενός νέου από ένα δηλωμένο χρυσαυγίτη με ακάλυπτο πρόσωπο, μαζί με τα τάγματα εφόδου, χωρίς εξασφαλισμένη διαφυγή και μπροστά στα μάτια της Αστυνομίας, όλο αυτό η κοινωνία δεν το χωνεύει έτσι απλά, παρ’ ότι βρίσκεται εγκλωβισμένη στην κατάμαυρη καθημερινότητα που την τυραννάει, χωρίς οδό διαφυγής.
Στα γραφεία της Χ.Α. στο Ν. Ηράκλειο η επαγγελματική εν ψυχρώ εκτέλεση αυτομάτως προκάλεσε καταδίκη και αποτροπιασμό. Εδώ αντιστρέφεται το πράγμα. Δεν είναι πως «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται». Αλλά πως καταδικάζουν το έγκλημα άπαντες, απ’ όπου κι αν αυτοί προέρχονται. Ασφαλώς δεν χωρούσε εδώ άλλη στάση. Κι ίσως την επέβαλε κάτι βαθύτερο από τους πολιτικούς υπολογισμούς που ακολούθησαν με ακλόνητες βεβαιότητες, ακαριαία από πολλές πλευρές με το άκουσμα της είδησης. Δεν εξηγείται εύκολα, αλλά τούτη τη φορά οι «ψύχραιμες» αναλύσεις μέσω του «αμείλικτου» οδηγητικού ερωτήματος «ποιος ωφελείται», ίσως πέρα από ατελέσφορες απόπειρες στο να καταλήξουν σε θεμελιωμένα συμπεράσματα, φαντάζουν ως υπερφίαλες και άστοχες.
Ο Κασιδιάρης έσπευσε να υιοθετήσει τα θύματα έξω από τα γραφεία της Χ.Α. γιατί, προφανώς, βολεύει οι δύο δολοφονημένοι νέοι να είναι χρυσαυγίτες, ενώ δεν βολεύει να είναι χρυσαυγίτης ο δολοφόνος στο Κερατσίνι. Είναι σαφές. Αλλά με όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, φαίνεται πως το κυριότερο που αναδεικνύεται ξανά είναι πως εδώ δεν κυριαρχούν οι σκληρές και άκαμπτες πολιτικές ταυτότητες, παρά προκύπτουν συνάφειες κοινωνικές και οικογενειακές που αλλοιώνουν στερεότυπα και ιδεολογήματα. Και το ερώτημα είναι αν, πόσοι και κατά πόσο με το άκουσμα της είδησης τις ώρες και μέρες που ακολούθησαν αισθάνθηκαν και σκέφτηκαν με όρους, ας πούμε, «φασισμού» και «αντιφασισμού» ή «πολιτικού σκηνικού» και «λαϊκού κινήματος» ή μήπως τους κέντρισαν διαφορετικά ερεθίσματα.
Πώς αντέδρασε ο κόσμος; Όχι το στελεχικό δυναμικό της Αριστεράς. Ο κόσμος, που μάλλον περιφρονεί πια τους πολιτικούς υπολογισμούς από όπου κι αν προέρχονται. Αναζητά άλλα πράγματα και το εκφράζει. Λέει: Να μη σκοτώνονται τα παιδιά μας, αυτό δεν είναι «τιμή» όταν χύνεται έτσι το «αίμα», είπαν οι συγγενείς των θυμάτων στο Ν. Ηράκλειο κι όπως και στο Κερατσίνι δεν θέλησαν τα κόμματα στις κηδείες.
Άραγε μήπως πασχίζοντας στο πρόβλημα «ένας συν δύο», είναι αυτό ένα πιο γόνιμο οδηγητικό ερώτημα; Είτε λύνεται, είτε όχι.