Με αβίωτα πλεονάσματα μέχρι και το 2021 καλείται να πληρώσει η Ελλάδα τα μέτρα για το χρέος και το παζάρι ΔΝΤ – Ευρωπαίων δανειστών
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Η προσεχής εβδομάδα είναι καθοριστική για την προσδοκία της κυβέρνησης να επιτύχει στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου μια «πολιτική συμφωνία» για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Όμως, όποτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μιλάει για «πολιτική συμφωνία» η υπόθεση μυρίζει εκκρεμότητες, τριβές, δυσκολίες και πιθανότατα παραπομπή της τελικής απόφασης από τους δανειστές σε ένα επόμενο στάδιο, ώστε η κυβέρνηση «να ολοκληρώσει τα μαθήματά της». Αυτή τη φορά η επίκληση της «πολιτικής συμφωνίας» μπορεί να αποδειχθεί ατυχής. Διότι την 5η Δεκεμβρίου, οπότε συνεδριάζει το Eurogroup, θα ξέρουμε αν έχει καταγραφεί «σεισμός» στην Ιταλία -και δευτερευόντως στην Αυστρία- κι αν υπάρχει προειδοποίηση για «τσουνάμι» σ’ όλη την Ε.Ε.
Το αποτέλεσμα του ιταλικού δημοψηφίσματος και ιδιαίτερα το ενδεχόμενο επικράτησης του «όχι» είναι αυτονόητο ότι θα απορροφήσει όλο το πολιτικό ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής -και όχι μόνο- ηγεσίας κι είναι ασαφές αν και τι από αυτό το ενδιαφέρον θα περισσέψει για την Ελλάδα. Αλλά, ακόμη και στην -προς το παρόν απίθανη- περίπτωση που ο Ρέντσι κερδίσει το δημοψήφισμα σε πείσμα των δημοσκοπήσεων, μια επιτυχία του στην πρώτη δοκιμασία της κάλπης (αφού δεν έχει εκλεγεί, αλλά απλώς διαδέχθηκε τον Ενρίκο Λέτα στην πρωθυπουργία το 2014) θα ενισχύσει τον πολιτικό αέρα με τον οποίο «επιτίθεται» το τελευταίο διάστημα στη γερμανική πολιτική ηγεσία και ιδιαίτερα στον Β. Σόιμπλε.
Και στο ένα και στο άλλο σενάριο έκβασης του ιταλικού δημοψηφίσματος, με την όποια επιβάρυνση ή αποφόρτιση θα προσθέσει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην Αυστρία, οι πολιτικές προτεραιότητες των δανειστών αλλάζουν, αν και με πολύ διαφορετικό τρόπο.
Οι πιέσεις που δέχονται ήδη τα ιταλικά ομόλογα προμηνύουν την εξαιρετικά κακή αντίδραση των αγορών στην περίπτωση επικράτησης του «όχι», που προφανώς θα διακόψει την σύντομη «άνοιξη» των ελληνικών ομολόγων, που για σχεδόν ένα μήνα κινήθηκαν ενάντια στο ρεύμα του «ξεπουλήματος» στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Αντιστρόφως, μια επικράτηση του «ναι» στην Ιταλία, που αποκαθιστά μια σχετική βεβαιότητα για τη συνοχή της Ευρωζώνης, λογικά θα προσελκύσει και πάλι στα ευρωπαϊκά ομόλογα κεφάλαια, με ενδεχόμενο απόσυρσής τους από τα ελληνικά που έπαιξαν ρόλο προσωρινού-και απροσδόκητου- καταφυγίου.
Το ματαιωμένο Washington Group
Με δεδομένο το σκηνικό πολιτικής αβεβαιότητας στην Ευρωζώνη, που τροφοδοτείται από πολλές ακόμη πλευρές, όπως η πολιτική Τραμπ στις ΗΠΑ και η αντίδραση της Τουρκίας στις πιέσεις για πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, η στάση των δανειστών έναντι της Ελλάδας διακρίνεται από ένα στοιχείο συγκατάβασης στις διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση, αλλά και από τη σταθερή κόντρα του ΔΝΤ με τους Ευρωπαίους δανειστές και ιδιαίτερα με τον Β. Σόιμπλε για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Το επεισόδιο με τη συνάντηση του Washington Group που τελικώς διαψεύστηκε ή απλώς ματαιώθηκε, διότι η γερμανική ηγεσία αρνείται κάθε δημόσια αναφορά στα θέματα του ελληνικού χρέους, είναι ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί. Στην πραγματικότητα είναι αναπόφευκτο πριν την επίσημη συνεδρίαση του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, το κουαρτέτο των μεγάλων της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία), η Κομισιόν, η ΕΚΤ, ο ESM, το EWG και το ΔΝΤ με κάποιο τρόπο «να τα πουν» για να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο συμβιβασμού που θα καταστήσει δυνατή τη συμμετοχή του Ταμείου στο τρίτο Μνημόνιο.
Συμβιβασμός στο χειρότερο σενάριο
Προς το παρόν το μόνο ορατό πλαίσιο συμβιβασμού αντιστοιχεί στο χειρότερο για την Ελλάδα σενάριο: στη δέσμευσή της σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για τουλάχιστον 4 χρόνια μετά τη λήξη του τρίτου Μνημονίου. Αυτό άλλωστε αποτυπώθηκε σαφώς στο σχέδιο συμφωνίας για την επικαιροποίηση του Μνημονίου που συνέταξε το κουαρτέτο και παρέδωσε, πριν αναχωρήσει από την Αθήνα.
Εκεί, διατυπώνεται η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης σε πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ τόσο στο Μεσοπρόθεσμο 2017-2020 όσο και στην επικαιροποίησή του για έναν επιπλέον χρόνο, μέχρι το 2021, που μάλιστα πρέπει να ψηφιστεί μέχρι τον Μάιο του 2017. Βεβαίως, η κυβέρνηση έχει καθυστερήσει επτά μήνες ήδη να φέρει το πρώτο Μεσοπρόθεσμο, ακριβώς γιατί ήθελε να αποφύγει τη δέσμευση σε τέτοια πλεονάσματα, διαπραγματευόμενη μάλιστα τη μείωσή τους. Ωστόσο, η σιωπηρή μέχρι στιγμής αντίδραση της κυβέρνησης στη διατυπωμένη στο σχέδιο συμφωνίας υποχρέωση για πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2021 δείχνει διάθεση να το αποδεχθεί.
Σ’ αυτό το σενάριο, άλλωστε, συνηγορεί η αναφορά Ντάισελμπλουμ στον «ρεαλισμό» του πλεονάσματος 3,5%, σε συνδυασμό με το παράθυρο που άνοιξε να δοθεί κάτι περισσότερο από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Η αναφορά αυτή σκιαγραφεί το πλαίσιο του συμβιβασμού με το ΔΝΤ: Οι Ευρωπαίοι δανειστές δίνουν τα ήδη έτοιμα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, που φτάνουν μέχρι το 2018. Η Ελλάδα δεσμεύεται για πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2021. Αν, ωστόσο, επιτευχθεί συμφωνία στο Eurogroup -δηλαδή συναίνεση της Γερμανίας- για ολίγη ελάφρυνση χρέους παραπάνω, δηλαδή για τα τοκοχρεολύσια μέχρι το 2020, τα πλεονάσματα θα μπορούσαν να είναι λίγο μικρότερα.
Πολιτικά αφόρητοι «κόφτες»
Ωστόσο, αυτός ο συμβιβασμός μπορεί να φαίνεται εύκολος τεχνικά, αλλά έχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Το ΔΝΤ για να συμφωνήσει σε αυτό θέλει να δεσμευτεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ -μέσω του επικαιροποιημένου μνημονίου του Μεσοπρόθεσμου 2017-2020, αλλά και του ιδιαίτερου Μνημονίου που θα υπογραφεί έναντι του δανεισμού με το ΔΝΤ- σε συγκεκριμένες πηγές των πλεονασμάτων. Δηλαδή σε συγκεκριμένους «κόφτες» δαπανών, κυρίως από δαπάνες μισθοδοσίας στο Δημόσιο και τις συντάξεις. Εξ ου και η διαρκής κριτική του ΔΝΤ στην ανεπάρκεια της τελευταίας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια δέσμευση δεν αντέχεται πολιτικά από την κυβέρνηση, όσο σημαντικό κι αν φαίνεται το «αντίδωρο» της μικρής ελάφρυνσης του χρέους.