«Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και έναν καιρό/ ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό./ Στη Μοσούλη, τη Βασόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά/ πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά». Αλλάξτε τα τοπωνύμια. Βάλτε Γάζα, Ράφα, Χαν Γιουνίς. Δεν ξέρω αν έχει και χουρμαδιές πια εκεί. Δεν ξέρω να φυτρώνει ο,τιδήποτε πράσινο. Ξέρω πως το νερό, σίγουρα, είναι μουχλιασμένο και πως τα παιδιά κλαίνε. Όχι μόνο από πείνα και δίψα. Συνήθως απ’ την ορφάνια. «Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική/ αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί./ Τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή/ κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί». Εδώ μπαίνει ο Κεμάλ. Ή ο Γιώργος, ο Άρης, ο Μεχμέτ και ο Όλαφ. Πλήθος ετερόκλητο. Κανείς από βασιλική γενιά. Κι ο όρκος τους, βαβυλώνιος. Στον Αλλάχ, στον Χριστό, στον Τζον Λένον και στο Imagine του, στον αντιιμπεριαλισμό, στον εαυτό του, στο δικαίωμα να μην ορκίζεται σε κανένα. Ή, απλώς, σ’ αυτό: στην πεποίθηση «πως θ’ αλλάξουν οι καιροί». Το πιστεύει; Το πιστεύεις; Το πιστεύετε;
Οι ΑΛΛΟΙ πάντως το πιστεύουν. Και το τρέμουν. Τους είδατε πώς έκαναν στη θέα του Κεμάλ; «Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά/ ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά./ Απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη κι απ’ τη γη στον ουρανό/ κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό./ Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά/ και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει τη θηλιά./ Μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί/ πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή». Εδώ, δεν έχουμε τίποτα ν’ αλλάξουμε. Έχει ακρίβεια τηλεοπτικού ντοκουμέντου. Λες κι ήταν ο Γκάτσος παρών. Τι κρεμάλα, τι «δυσανάλογη βία», που θα ’λεγαν κι οι ευρωκράτες. Και στο συμπέρασμα, δύσκολο να φέρει κανείς αντιρρήσεις: «Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,/ με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί».
ΚΙΜΠΙ